Μια αναπάντεχη συνάντηση

Μια αναπάντεχη συνάντηση

 

Μια ζεστή ανοιξιάτικη μέρα ο Γιώργος ευτυχισμένος βρισκόταν στο δάσος, κοντά στο χωριό του για να κυνηγήσει. Κάποια στιγμή όμως, στο βάθος του δάσους άκουσε ένα θόρυβο. Στην αρχή νόμιζε πως ένα αγριογούρουνο βρισκόταν εκεί, ετοίμασε το όπλο του και ήταν σίγουρος ότι αυτή τη φορά θα έπιανε κάτι καλό. Πλησίασε σιγά-σιγά, κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο και ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Έκπληκτος όμως, ανακάλυψε ότι αυτός ο θόρυβος δεν προέρχονταν από ένα αγριογούρουνο, αλλά από έναν μυστηριώδη, άγνωστο άντρα. Αυτός ο άντρας φαινόταν ταραγμένος και κοιτούσε τριγύρω του περίεργα, σαν να ήθελε να κρυφτεί από κάποιον. Ο Γιώργος ήταν αποφασισμένος να πάει να του μιλήσει και να του προσφέρει βοήθεια. Καθώς πλησίαζε όμως, είδε ότι  προσπαθεί να θάψει κάτι. Αυτή η πράξη τον παραξένεψε αρκετά και τον έβαλε σε διάφορες υποψίες. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να πάει να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει.

Μόλις είδε τον Γιώργο, ο άντρας  ταράχτηκε, προσπάθησε να το κρύψει και να φερθεί φυσιολογικά. Συστηθήκανε και ο Γιώργος τον ρώτησε πως βρέθηκε στο δάσος. Εκείνος του απάντησε, ότι μάζευε μανιτάρια, όμως το γεγονός ότι δεν κρατούσε τίποτα που να δείχνει κάτι τέτοιο, έκανε τον κυνηγό να αμφιβάλλει για αυτό που του είπε. Παρόλα αυτά, του πρότεινε να κατασκηνώσουν μαζί γιατί είχε αρχίζει να βραδιάζει, με σκοπό να ανακαλύψει το μυστικό που έκρυβε. Ο Βασίλης, ο μυστηριώδης εκείνος άντρας δέχτηκε την πρόταση και συνέχισαν να περπατούν, προκειμένου να βρουν το κατάλληλο σημείο για να κοιμηθούν. Σε όλη την διαδρομή, φαινόταν ανήσυχος, σαν κάτι να τον απασχολούσε. Κρυβόταν σε κάθε θόρυβο που άκουγε και προσπαθούσε να αφήσει κάποια σημάδια, θέλοντας να δημιουργήσει μία διαδρομή προς το σημείο που γνωρίστηκαν.

Όταν βράδιασε, ενώ ο Βασίλης κοιμόταν, ο Γιώργος αποφάσισε να γυρίσει πίσω για να ανακαλύψει τι ήταν θαμμένο κάτω από το χώμα. Σηκώθηκε σιγά-σιγά για να μην τον ξυπνήσει και ακολούθησε τα σημάδια που τον οδηγούσαν πίσω. Μετά από κάποια ώρα έφτασε και ενώ ήταν έτοιμος να σκάψει, άκουσε βήματα προς το μέρος του. Ήταν ο Βασίλης, ο οποίος μόλις είχε ξυπνήσει και τον έψαχνε. Τον πλησίασε, φανερά αναστατωμένος και τον ρώτησε:

-          τι ψάχνεις εδώ ;

-          τίποτα, απλώς άκουσα έναν θόρυβο και σηκώθηκα να δω αν ήταν κάποιος εκεί.

Αμέσως μετά, γυρίσανε και οι δύο πίσω για να κοιμηθούν και ο Γιώργος ήταν απογοητευμένος, που δεν κατάφερε να δώσει λύση στο μυστήριο.

Το πρωί, ξυπνώντας ο κυνηγός, ανακάλυψε ότι ο Βασίλης έλειπε. Αποφάσισε να τον ψάξει και σκέφτηκε ότι μάλλον πήγε στο σημείο που γνωρίστηκαν. Μετά από κάποια λεπτά τον βρήκε να μιλάει στο τηλέφωνο με μία βαλίτσα στο χέρι και να λέει:

“ Ήρθα στο σημείο συνάντησης αλλά ακόμα δεν έχω συναντηθεί μαζί του.”

Όταν άκουσε την συνομιλία, κατάλαβε ότι ο Βασίλης ήταν ο άντρας που περίμενε. Την προηγούμενη εβδομάδα είχε μιλήσει τηλεφωνικά με τον άλλον συνεργό του με σκοπό να καθορίσουν το σημείο συνάντησης μετά την ληστεία, που είχε ο ίδιος οργανώσει. Τελικά, η ιδέα του να εμφανισθεί στο σημείο ως κυνηγός, δεν κίνησε τις υποψίες του Βασίλη. Εξάλλου, ο αρχικός σκοπός του, ήταν να πάρει τα χρήματα και να ξεφύγει, αφού κανείς δεν ήξερε την ταυτότητα του, ούτε καν οι συνεργοί του.

Ο  Βασίλης τελείωσε το τηλεφώνημα του και γύρισε πίσω. Είχε αποφασίσει να φύγει και να πάρει αυτός τα λεφτά χωρίς να τα μοιραστεί με τον αρχηγό, τον οποίο περίμενε να συναντήσει. Ο Βασίλης όμως δεν ήξερε ότι ο αρχηγός ήταν ο κυνηγός που είχε γνωρίσει και έτσι προκειμένου να μην δει την βαλίτσα και ανακαλύψει το περιεχόμενο της, πήρε ένα κούτσουρο στα χέρια του και    χωρίς να τον δει ο Γιώργος, τον χτύπησε  στο κεφάλι με αυτό αφήνοντας τον αναίσθητο. Η αστυνομία έψαχνε παντού τον ληστή και αυτό είχε αγχώσει τον Βασίλη γιατί κινδύνευε να συλληφθεί. Όταν θυμήθηκε ότι ο Γιώργος είχε έρθει στο δάσος με αυτοκίνητο σκέφτηκε να πάρει τα κλειδιά και να φύγει. Όταν πήγε όμως να πάρει τα κλειδιά από την τσέπη του, ο κυνηγός ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και μπόρεσε να του δώσει μια δυνατή γροθιά για να τον απομακρύνει. Παλεύανε για αρκετή ώρα μέχρι που ο Βασίλης τον κλώτσησε με τόση δύναμη που το κεφάλι του χτύπησε σε ένα δέντρο και σκοτώθηκε.

Ο Βασίλης ήξερε ότι η αστυνομία έψαχνε να τον βρει και έτσι έθαψε γρήγορα τον Γιώργο για να μην τον ανακαλύψει κανείς ,πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, τη βαλίτσα με τα χρήματα και απέδρασε με επιτυχία χωρίς ποτέ κανείς να τον πιάσει.

 

Σχολιάστε

Top