Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου

Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου

της Ελπίδας Γρετσίστα

 Εισαγωγικά

Το βιβλίο που επέλεξα είναι το Γκιακ, το οποίο γράφτηκε το 2014 από τον Δημοσθένη Παπαμάρκο και απέσπασε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών – Ιδρύματος Πέτρου Χάρη και το βραβείο Διηγήματος/ Νουβέλας του περιοδικού Αναγνώστης.

Παπαμάρκος

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε το 1983 στη Μαλεσίνα Λοκρίδας, όπου και μεγάλωσε. Ήδη από τα σχολικά του χρόνια, ο πατέρας του τον ενθάρρυνε να γράψει κάποιο βιβλίο και, πράγματι, έγραψε τα πρώτα του μυθιστορήματα, Η αδελφότητα του πυριτίου και Ο τέταρτος ιππότης, σε μικρή ηλικία, ως μαθητής Γυμνασίου και Λυκείου. Πολλά χρόνια αργότερα, το 2012 κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, Μεταποίηση. Έχει επίσης ασχοληθεί με τα κόμικς και τον κινηματογράφο. Το 2013, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής για το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επισκέφτηκε την περιοχή της Μικράς Ασίας και το ταξίδι αυτό τον ενέπνευσε να ξεκινήσει να γράφει κάποια διηγήματα. Αυτά συγκεντρώθηκαν στο βιβλίο Γκιακ, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και εξαιρετικές κριτικές. Χαρακτηριστικό του Γκιακ είναι η χρήση του αρβανίτικου ιδιώματος της περιοχής όπου μεγάλωσε.

Για το βιβλίο

Το Γκιακ δεν αποτελεί ένα ενιαίο βιβλίο, αλλά εννιά διηγήματα στα οποία τα πρόσωπα και οι ιστορίες δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Το κοινό που έχουν είναι ότι όλα τα διηγήματα είναι ιστορίες από την περίοδο του πολέμου στη Μικρά Ασία, τη μικρασιατική καταστροφή και την περίοδο μετά από αυτή. Γενικότερα το κοινό στοιχείο όλων των ιστοριών βρίσκεται στον τίτλο του βιβλίου Γκιακ που σημαίνει στα αρβανίτικα αίμα, συγγένεια εξ αίματος ή φόνος που γίνεται για λόγους εκδίκησης. Κάθε διήγημα παρουσιάζει έναν άντρα που έζησε την εποχή του πολέμου να αφηγείται σε έναν ακροατή κάποια ιστορία στην οποία κύριο ρόλο παίζει το γκιακ, με κάποια από τις τρεις σημασίες του. Γενικότερα με αυτές τις αφηγήσεις ο συγγραφέας καταφέρνει να καυτηριάσει με  έντονο τρόπο τη βαρβαρότητα του πολέμου και το πώς αυτός μπορεί να εξαχρειώσει πλήρως τους  ανθρώπους και να τους ωθήσει να βγάλουν το χειρότερο κομμάτι του εαυτού τους.

Στο βιβλίο περιγράφονται φρικιαστικές εικόνες από βιασμούς γυναικών από Έλληνες στρατιώτες, φόνοι για εκδίκηση, ο μαζικός ξεριζωμός των προσφύγων, όπως και πάρα πολλοί φόνοι στο πεδίο της μάχης. Οι εικόνες αυτές, όμως, περιγράφονται μέσα από τα μάτια ανθρώπων που έχουν γίνει μάρτυρες τους ή ακόμη από ανθρώπους που τις έχουν πραγματοποιήσει αλλά οι βάρβαρες συνθήκες του πολέμου τους είχαν κάνει, πολλές φορές, να νιώθουν περήφανοι για αυτές.

Γενικότερα στο βιβλίο διέκρινα δυο είδη ανθρώπων. Υπήρχαν αυτοί που η βία και η σκληρότητα του πολέμου είχαν διαστρεβλώσει πλήρως τις συνειδήσεις τους. Αυτοί είχαν μεταμορφωθεί σε φονιάδες που έβλεπαν παντού αίματα, ντουφέκια και γενικότερα τρόπο να προκαλέσουν κακό. Αυτοί ήταν συνήθως στρατιώτες που όταν επιστρέφουν πίσω στα χωριά τους είναι ανήμποροι να αντιληφθούν τα όσα δεινά έχουν προξενήσει και πολλές φορές είναι περήφανοι για αυτά. γεγονός που προκαλεί την απαξίωση από το κοινωνικό σύνολο.

Υπήρχε, βέβαια, και η δεύτερη κατηγορία στην οποία ανήκαν οι στρατιώτες και γενικότερα οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τον λόγο της τόσο μεγάλης βαρβαρότητας. Αυτοί είχαν βιώσει την πλήρη ματαίωση και πλέον όλες οι σκηνές βίας που είχαν παρακολουθήσει στοίχειωναν τις ζωές τους. Γενικότερα ζουν χωρίς ελπίδα για την ανθρωπότητα, μέσα στο σκοτάδι που ο πόλεμος είχε δημιουργήσεις στις ψυχές τους.

Ήρθε ο καιρός να φύγουμε και  Νόκερ

Τα δύο αγαπημένα μου διηγήματα είναι το Ήρθε ο καιρός να φύγουμε και το Νόκερ. Το πρώτο διηγείται την ιστορία ενός Έλληνα στρατιώτη που κατά τη  διάρκεια της θητείας του στη Σμύρνη γνώρισε και ερωτεύτηκε μια πλούσια Σμυρνιά. Κάποια στιγμή, όμως, έπρεπε να μετακινηθεί μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα. Έτσι της έστειλε ένα τελευταίο γράμμα που έλεγε ότι όταν τελειώσει ο πόλεμος θα γυρίσει και θα την παντρευτεί. Βέβαια, ενδιάμεσα συνέβη η καταστροφή της Σμύρνης και έτσι αυτός πίστεψε ότι η Ανθή είχε πεθάνει. Όταν γύρισε στο χωριό του οι γονείς του τον ανάγκασαν να παντρευτεί. Αυτός, βέβαια, παρόλο που δεν ήθελε τελικά το έκανε. Μετά από κάποια χρόνια ήρθαν πρόσφυγες από τη Σμύρνη στην περιοχή που έμενε. Οι ντόπιοι ήθελαν να τους διώξουν. Όταν το έμαθε αυτό κατέβηκε αμέσως στην πλατεία του χωριού, γατί ήθελε να προστατέψει τους πρόσφυγες. Εκεί, όμως, συνειδητοποίησε ότι μια από τις πλέον φτωχές και ταλαιπωρημένες γυναίκες είναι η Ανθή, η αρχοντοπούλα που τόσο πολύ αγαπούσε. Αυτό το διήγημα που σίγουρα δεν είχε κάποιο ευχάριστο τέλος μου έκανε εντύπωση, γιατί δήλωνε με έντονο τρόπο πως ο πόλεμος μπορεί να καταστρέψει τις ζωές των ανθρώπων.

πρόσφυγες τότε

πρόσφυγες τώρα

Το Νόκερ ωστόσο είναι αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση. Αυτό αναφέρεται στην ιστορία ενός ανθρώπου, ο οποίος είχε σταλεί ως στρατιώτης στον Μικρασιατικό πόλεμο. Όταν επέστρεψε στο χωριό του έβλεπε παντού αίμα, βία σκοτωμούς και γενικότερα το μυαλό του ήταν πλήρως απασχολημένο με εικόνες του πολέμου. Οι γονείς του, που δεν τα γνώριζαν όλα αυτά, αποφάσισαν να διοργανώσουν ένα τραπέζι για να γιορτάσουν την επιστροφή του γιού τους. Εκεί, όταν ρωτήθηκε τι έκανε στον πόλεμο, ο πρωταγωνιστής άρχισε να εξιστορείται με περηφάνια όλες τις δολοφονίες, τους βιασμούς και τις βαρβαρότητες που είχε διαπράξει στο όνομα της πατρίδας, χωρίς να καταλαβαίνει ότι οι πράξεις δεν προξενούν χαρά αλλά φρίκη. Μετά από αυτό κανείς στο χωριό δεν ήθελε να του μιλήσει και έτσι αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου άρχισε να εργάζεται ως νόκερ. Πιο συγκεκριμένα η βία και το αίμα δεν τον είχαν αφήσει ανεπηρέαστο. Χρειαζόταν ένα επάγγελμα που θα ήταν συμβατό με αυτές τις έμμονες ιδέες και για αυτό βρήκε μια εργασία στην οποία έπρεπε απλά να κόβει τα κεφάλια δεκάδων ζώων καθημερινά.

στρατιώτης τώρα

    στρατιώτης τότε

Σοκαριστικό βρήκα ένα απόσπασμα στο οποίο ο πρωταγωνιστής αναφέρεται στη δουλειά του και σε αυτά που έκανε στον πόλεμο. Λέει χαρακτηριστικά: «Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνει σενιαρισμένοι και αλαμπρτσέτα με τις κυράδες τους και να μην βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπίρουνα με χέρια που δεν είναι πρησμένα από το αίμα και να κόβουνε την μπριζόλα χωρίς να λερωθούν. Αυτό πάει να πει να είσαι σιβιλάιζντ. Να πατάς τα σκατά με ψηλό τακούνι. Κρυφή η δουλειά μου στο γιούνιον, κρυφή και αυτή που έκανα στον πόλεμο απλά εδώ δεν με λένε κίλλερ με λένε νόκερ».

Το Νόκερ το βρίσκω τόσο ενδιαφέρον, γιατί αποτυπώνει με έναν απλό και ευρηματικό τρόπο τη φρίκη, τη βαρβαρότητα, τη σκληρότητα και την ικανότητα του πολέμου να διαφθείρει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, να τους στερεί κάθε ίχνος ανθρωπιάς, συμπόνιας και ενσυναίσθησης και να τους μετατρέπει σε αιμοσταγή βίαια όντα. Κριτικάρει, επίσης, με έναν πολύ έξυπνο και καυστικό τρόπο τις πολιτισμένες χώρες και γενικά τους ισχυρούς που βέβαια μόνο πολιτισμένοι δεν είναι, αφού είναι αυτοί που ευθύνονται για όλη τη βαρβαρότητα που έπειτα κατακρίνουν.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης