»Η Μουσική συναντά τον Ελληνικό κινηματογράφο»
Της Χατζηνικήτα Νικολέτας
Τι προσφέρει η μουσική στον κινηματογράφο;
Η μουσική μιας κινηματογραφικής ταινίας πρωτεύοντα στόχο έχει να δώσει ζωή στις εικόνες όπου οι διάλογοι και η δράση της ταινίας συνυπάρχουν αρμονικά. Εκατοντάδες συνθέσεις με ωραιότατη και το κυριότερο κηνιματογραφικά κατάλληλη μουσική έχουν γραφτεί για να επενδύσουν και να υπηρετήσουν τις ταινίες. Αυτή η μουσική υπογράμμιση μπορεί να δώσει μια γεύση ποίησης στις διάφορες σκηνές μιας ταινίας, τονίζει ακόμα και τις λεπτομέρειες που μπορεί να μην είναι τόσο εμφανής στα μάτια των θεατών. Η μουσική έχει την ικανότητα να εκφράσει οποιαδήποτε κατάσταση και να χρωματίσει οποιαδήποτε συναισθηματική χροιά. Μεταφέρει μηνύματα, εκτείνει τα νοήματα, τονίζει ή αποκαλύπτει κρυφές σκέψεις ή συναισθήματα συμπληρώνοντας τον διάλογο. Η μουσική δίνει ζωντάνια και ρυθμό στον χρόνο, στον τόποο, στα πρόσωπα και στις εικόνες. Βοηθάει στην ισορροπία των αντιθέσεων και το βασικότερο έχει τη δύναμη να μεταφέρει μηνύματα στους θεατές.
Θέτοντας τις βάσεις
Η ολίγον γνωστή ταινία σε εμάς, που ήταν και η πρώτη αυθεντική ομιλούσα ελληνική ταινία γυρίστηκε στο Xόλιγουντ στα στούντιο της Universal και ήταν ¨H γροθιά του σακάτη¨ το 1930 ενώ η πρώτη ομιλούσα και με μουσική ταινία που γυρίστηκε στην Ελλάδα και ηχογραφήθηκε στη Γερμανία ήταν »Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας» το 1931.
Στη δεκαετία του ’40, καθώς ο ελληνικός κινηματογράφος βάζει τα θεμέλια της οργανωμένης παραγωγής και οι ταινίες του διαμορφώνονται σε είδη, η μουσική αποτελεί πλέον στοιχείο και μάλιστα απαραίτητο της γλώσσας κάθε έργου.
Πρέπει να τονίσουμε ότι η δουλειά των συνθετών αυτών και ιδίως του Παλλάντιου, του Kουνάδη, του Bιτάλη και του Kαζάσογλου, θέτει τις βάσεις και τεκμηριώνει την αντίληψη του ρόλου της μουσικής μέσα στην ταινία. Oμως, περισσότερο απ” όλους, εκείνος, στον οποίο η μουσική του κινηματογράφου αυτής της περιόδου οφείλει την αρτιότητα, την ομορφιά και, κυρίως, το γνήσιο ελληνικό ύφος της, είναι ο Κώστας Γιαννίδης.
Η δεκαετία του ’50 είναι περίοδος ενηλικίωσης για τη μουσική του ελληνικού κινηματογράφου. Η παρουσία και η συμβολή της μουσικής αναγορεύεται σε σημαντικό παράγοντα όχι μόνο για το αισθητικό αποτέλεσμα της ταινίας, αλλά και για την εμπορική επιτυχία της. Για παράδειγμα, η σύνθεση του Κώστα Καπνίση για την ταινία του Ανδρέα Λαμπρινού ¨Mατωμένο ηλιοβασίλεμα¨ (1959) πέφτει ως κεραυνός εν αιθρία καταπλήσσοντας τους πάντες και πυροδοτεί προβληματισμό στους κινηματογραφικούς και στους μουσικούς κύκλους για το τι είναι, επιτέλους, αυτό που αποκαλούμε μουσική επένδυση στον κινηματογράφο.
Στα χρόνια που ακολουθούν, όλοι οι σημαντικοί συνθέτες της Ελλάδας (όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος κέρδισε για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» βραβείο Όσκαρ καλύτερης μουσικής, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Νίκος Μαμαγκάκης κ.ά.) πέρασαν από το χώρο της κινηματογραφικής μουσικής.
Τραγουδοποιοί και μιούζικαλ
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 και μέχρι την παρακμή του λεγόμενου παλιού ελληνικού κινηματογράφου παγιώνεται η κυριαρχία του τραγουδιού και ιδιαίτερα του λαϊκού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη θεαματική αύξηση των συνθετών και, κυρίως, των τραγουδοποιών -λαϊκών και μη- που έγραφαν μουσική και τραγούδια, αντίστοιχα, για τον κινηματογράφο.
Στην περίοδο αυτήν, κοντά στα άλλα διαμορφωμένα ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες είδη (δράματα, μελό, φαρσοκωμωδίες, ηθογραφίες κ.λπ.), προστίθεται και το μιούζικαλ. Στο είδος αυτό κυριαρχεί το ταλέντο, η γνώση και η δεξιότητα του Μίμη Πλέσσα, ο οποίος με την όμορφη και κατάλληλη μουσική του δείχνει ότι κατέχει το αντικείμενο.
Καθαρά εισαγόμενο είδος το μιούζικαλ, δεν άνθησε στην Ελλάδα, ίσως γιατί το μουσικό θέατρο και η επιθεώρηση που προϋπήρχαν, δεν του άφησαν πολλά περιθώρια. Σε αυτό συνέβαλε τόσο το υψηλό κόστος όσο και η έλλειψη έμψυχου υλικού. Ούτε οι θεατρικές σπουδές, ούτε οι μουσικές ή οι σπουδές χορού στη χώρα μας εκπαίδευαν καλλιτέχνες που να μπορούν να ανταποκριθούν στις τρισδιάστατες απαιτήσεις του είδους.
Στη μουσική των μιούζικαλ ξεχωρίζουν τα ονόματα των Μίμη Πλέσσα και Γιώργου Κατσαρού.
Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος
Οι τελευταίοι, απορρίπτοντας τη μουσική των συνθετών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου χωρίς να έχουν, στην πραγματικότητα, την ικανότητα να κατανοήσουν την αξία της και να εμπεδώσουν τα επιτεύγματά της, έστρεψαν την προσοχή τους σε προβληματισμούς και άκαρπες αναζητήσεις, παραμερίζοντας την αναγκαιότητα του μουσικού οπλισμού που όφειλαν να έχουν. Στην πλειονότητά τους ήταν συνθέτες χωρίς εμπειρία και επάρκεια μουσικών γνώσεων. Γενικά, τις περισσότερες φορές, η μουσική του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου δίνει την εντύπωση ότι δεν γεννιέται μέσα από τις ταινίες και τις ανάγκες τους αλλά μέσα από τη λογική και τα μέτρα που επιβάλλουν οι δυνατότητες των συνθετών της. Πολλές φορές, ακούγοντας τη μουσική μιας ταινίας του NEK δημιουργείται η αίσθηση ότι είναι ασύμβατη με τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν, ότι δεν γράφτηκε γι” αυτήν. Η συνεχής, και χωρίς εναλλαγές ροή της μουσικής που αδιαφορεί για τις εναλλαγές και τη ροή των εικόνων, είναι ασύμβατη με το πνεύμα του κινηματογράφου.
Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι για πολλά ζητήματα που αφορούν τη μουσική του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου δεν είναι υπεύθυνοι μόνο οι συνθέτες, αλλά και οι ταινίες.
Πηγές:
1) https://cinecinerama.blogspot.com/2012/09/blog-post_15.html
2) Βιβλίο Μουσικής Γ” Γυμνασίου
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.