Η Σύμη, το «μαργαριτάρι του Αιγαίου»

αρχείο λήψης (1)

Των Μανιάτη Παναγιώτη-Πανορμίτη , Γ2 και Μακριά Ειρήνης, Γ5

https://docs.google.com/presentation/d/1j7dRuFeECLm_obZigGlN78OztNi58c3C/edit#slide=id.p2

ΜΥΘΟΣ & ΙΣΤΟΡΙΑ

  Η ιστορία του νησιού πανάρχαια χάνεται στην αχλή των θρύλων και των παραδόσεων. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (Α΄,8) οι Φοίνικες πρέπει να ήταν οι πρώτοι κάτοικοι τού νησιού. Αργότερα οι Κάρες γνωστοί πειρατές κατέλαβαν το νησί το οποίο απελευθερώθηκε στη συνέχεια από τούς Πελασγούς και τούς Αχαιούς.

   Σχετικά με την προέλευση της ονομασίας τού νησιού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη το μυθικό πρόσωπο τής Σύμης ζευγάρωσε με τον Θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα και έφερε στον κόσμο τον Χθόνιο που έγινε ο αρχηγός των πρώτων κατοίκων πού έφτασαν εκεί από τη Θεσσαλία. Ο Στράβων, γνωστός Έλληνας γεωγράφος και ιστορικός (Α΄αι. π.Χ.), αναφέρει τις ονομασίες του νησιού στα πανάρχαια χρόνια όπως «Καρική», «Μεταποντίς», «Αίγλη» και «Έλκουσα» και ότι σύμφωνα με τον μύθο, ὁ Γλαύκος έκλεψε την Σύμη, κόρη της Δώτιδας και του Ιαλυσού και την έφερε στο νησί, όπου ασχολήθηκε με τις θαλασσινές τέχνες, ιδιαίτερα τις καταδύσεις και την ναυπήγησή και κατασκεύασε το πλοίο της Αργοναυτικής εκστρατείας, την Αργώ. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης στα «Γεωγραφικά» του (12ο αι. μ.Χ.), υιοθετεί τις προηγούμενες ονομασίες και αποδίδει το όνομα του νησιού στη Σύμη, τη σύζυγο του Γλαύκου που θεωρείται και ο πρώτος κάτοικος του νησιού.

  Η πρώτη έγγραφη μαρτυρία όμως είναι η αναφορά της Σύμης στην Ιλιάδα του Ομήρου στον κατάλογο των Νιών, για τη συμμετοχή του βασιλιά της Νηρέα στον Τρωϊκό πόλεμο.

«Νιρεύς αὖ Σύμηθεν ἄγε τρεῖς νῆας ἐΐσας,

Νιρεύς, Ἀγλαΐης υἱός Χαρόποιό τ’ ἄνακτος,

Νιρεύς, ὅς κάλλιστος ἀνήρ ὑπό Ἴλιον ἦλθε

τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ’ ἀμύμονα Πηλεΐωνα

ἀλλ’ ἀλαπανδός ἔην, παῦρος δέ οἱ εἵπετο λαός.»

(Ἰλιαδ. Β΄ 671-675)

(Δηλαδή ὁ Νηρέας από τη Σύμη οδήγησε τρία πλοία και ήταν γιός του Βασιλιά Χαρόπου και της Αγλαΐας ο πιο όμορφος άντρας που πήγε στην Τροία από τους άλλους Δαναούς, βέβαια μετά τον Αχιλλέα, είχε όμως μικρή στρατιωτική δύναμη.)

Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις βρήκε τον θάνατο πολεμώντας στην Τροία, όπου και ετάφη. Ως επιτύμβιο επίγραμμα γράφτηκε το ακόλουθο:

«Ἐνθάδε τόν κάλλιστον ἐπιχθονίων ἔχε γαῖα Νηρέα τόν Χαρόπου παίδα καί Ἀγλαΐης».

Ενδεικτικά των αναφορών αυτών είναι και τα κατάλοιπα Μυκηναϊκής κεραμικής πού βρέθηκαν στην Ακρόπολη της Σύμης, όπως επίσης και λείψανα από Πελασγικά τείχη πού υπάρχουν εκεί.

ΚΛΑΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Κατά τον «πατέρα της ιστορίας» Ηρόδοτο (480-420 π.Χ.), η Σύμη συμμετείχε γύρω στο 700 π.Χ. στη Δωρική αμφικτιονία-Δωρική εξάπολη, που την συγκροτούσαν η Ιαλυσός, η Λίνδος, η Κάμειρος, η Κως, η Αλικαρνασσός και η Κνίδος μαζί με μικρότερα νησιά. Διοικητικά άνηκε στη δικαιοδοσία της Ιαλυσού και λεγόταν το «κοινόν Σύμης». Σ’ αυτούς τούς χρόνους μάλλον ανάγονται και τα ελάχιστα διασωθέντα νομίσματα με την κεφαλή της Δήμητρας, όπως και ένα συγκεκριμένο ψήφισμα του «κοινού της Σύμης», σχετικό με το Ναό της «Άκρας Αθηνάς», το οποίο ήρθε στο φως στο χώρο του φρουρίου, εκεί πού τότε βρισκόταν ὁ Ναός αυτός. Ὁ Ηρόδοτος (VII, 93) αναφερόμενος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), γράφει ότι οι Δωρικές πόλεις της Καρίας και των άλλων νησιών – κατά συνέπεια και η Σύμη – υποχρεώθηκαν να δώσουν στον Ξέρξη 30 πλοία. Μετά την ήττα του όμως προσχώρησαν στην Αθηναϊκή Συμμαχία, με την υποχρέωση, όπως και οι άλλες πόλεις «σύμμαχοι», να πληρώνουν φόρο στην Αθήνα. Οι Σιμαίοι συνεργάστηκαν ακόμα με τούς Αθηναίους, στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου, προσφέροντας το νησί τους, ως σταθμό των στρατιωτικών τους δυνάμεων. Το 378 π.Χ. λαμβάνουν μέρος στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, ενώ κατόπιν συνέπραξαν με τον Μέγα Αλέξανδρο.

Στη συνέχεια, κατά τούς Ρωμαϊκούς χρόνους ἡ Σύμη διοικητικά άνηκε στο Δήμο «Θυσσανουντίων» της Περαίας. Επί Διοκλητιανού (300 μ.Χ.) αποτέλεσε με όλα τα Δωδεκάνησα την «Provincia Insularum» με πρωτεύουσα τη Ρόδο.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η Σύμη αρχικά υπάγεται στην «Επαρχία των νήσων» που είχε πρωτεύουσα τη Ρόδο, κατόπιν στο θέμα των «Κιβυρραιωτών» από το όνομα της πόλης Κίβυρα της Κιλικίας με επικεφαλής «Δρουγγάριο». Το θέμα αυτό είναι ναυτικό και οι Σιμαίοι, φημισμένοι ήδη από την αρχαιότητα, ναυπηγοί και ναυτικοί, χρησιμοποιούνται στην κατασκευή Βυζαντινών δρομώνων και στην επάνδρωσή τους. Την περίοδο αυτή, πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα στο νησί, όπως η υδατοδεξαμενή της «Κουλουντρής» και το χτίσιμο του Κάστρου.

Μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τούς Φράγκους, ὁ διοικητής της Ρόδου Λέων Γαβαλάς αυτοχρίσθηκε «Καίσαρας» και σχημάτισε δικό του ανεξάρτητο κράτος με έδρα τη Ρόδο, πού περιλάμβανε και τη Σύμη. Όμως το 1224 ὁ βυζαντινός στόλος του αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη, με επικεφαλής το Μέγα Δομέστιχο Ανδρόνικο Παλαιολόγο κατέλαβε τη Ρόδο. Έτσι ἡ Σύμη περιήλθε στην αυτοκρατορία της Νικαίας και το 1261 με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο ήταν και πάλι τμήμα του Βυζαντινού κράτους. Το 1278 ὁ διοικητής της Ρόδου Κριβικιώτης έδωσε τη Ρόδο και τα γύρω νησιά στον Γενουάτη κουρσάρο Δελκάβο. Το 1282 ὁ Γενουάτης ναύαρχος του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου έλαβε μαζί με τον αδελφό του Λουδοβίκο τα νησιά σαν «ανταμοιβή» για την αναχαίτιση Τούρκων και Καταλανών.

ΙΠΠΟΤΟΚΡΑΤΙΑ

Από το 1309, πού κατέλαβαν τη Ρόδο και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα οι Ιωαννίτες Ιππότες, ως το 1522, που πέρασαν στην κατοχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, η Σύμη αποτελούσε τμήμα του διεθνικού ιπποτικού κράτους, πού είχε ως έδρα τη Ρόδο. Την περίοδο της Ιπποτοκρατίας στη Σύμη μαρτυρούν οι εντοιχισμένοι στο κάστρο του νησιού θυρεοί. Υπό το καθεστώς της Ιπποτοκρατίας, η Σύμη απολάμβανε κάποιων προνομίων. Το Νησί ήταν αυτοδιοίκητο και οι κάτοικοι του προόδευαν στη ναυπηγική, τη ναυτιλία και το εμπόριο. Πλήρωναν μόνο στο τάγμα των Ιπποτών ένα φόρο , πού λεγόταν «Επιτάφιος» (mortuario) και το 1352 έφθανε τα 500 άσπρα.

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

Το 1522 και η Σύμη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, εξασφαλίζει όμως σημαντικά προνόμια από το Σουλτάνο, Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή. Με φιρμάνι που εξέδωσε το 1523, το νησί πλήρωνε φόρο κατ’ αποκοπή και πέτυχε αυτοδιοίκηση. Όλες τίς διοικητικές, δικαστικές και οικονομικές εξουσίες, τις ασκούσαν τοπικοί άρχοντες, οι Δημογέροντες, – ὁ Πρωτόγερος, πού λεγόταν και Προεστός και δώδεκα σύμβουλοι – πού τούς εξέλεγαν οι νησιώτες κάθε χρόνο σέ δημόσιες συγκεντρώσεις. Ειδικότερα οι Δημογέροντες ήταν Δήμαρχοι, ληξίαρχοι, ειρηνοδίκες, συμβολαιογράφοι, αγορανόμοι, εισπράκτορες των φόρων, ταμίες και επιπλέον οργάνωναν και διοικούσαν την εκπαίδευση και τη δημόσια περίθαλψη, και φρόντιζαν για κάθε λογής δημόσια έργα και καταστήματα.

Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι του νησιού να διακρίνονται στην κατασκευή γοργοτάξιδων σκαριών «σιμπεκίρ», – γι’ αυτό και οι Οθωμανοί τούς αποκαλούσαν «σιμπεκιλί» – να ξεχωρίζουν στο ναυτικό επάγγελμα και την αλιεία θαλασσινών και σφουγγαριών, πού μπορούσαν να διεξάγουν χωρίς περιορισμούς, σ’ όλες τίς θάλασσες της Αυτοκρατορίας. Το λιμάνι της Σύμης, εξάλλου, είχε κηρυχθεί ελεύθερο για τις υπηρεσίες πού πρόσφεραν οι Σιμαίοι με τα καράβια τους, μεταφέροντας ταχύτατα το Οθωμανικό ταχυδρομείο. Έτσι το νησί έζησε αυτόνομο ως Βακούφι του Σουλτάνου, προσκολλημένο στο Βιλαέτι της Ρόδου.

Από την εποχή αυτή, εντυπωσιακές είναι οι περιγραφές διαφόρων ξένων περιηγητών, για τίς ικανότητες των Σαμιακών σφουγγαράδων στο κολύμπι, τίς βουτιές, και την παραμονή κάτω από το νερό. Επισημαίνουν ιδιαίτερα την τεχνική του ψαρέματος των σφουγγαριών, που εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες επιφέροντας μεγάλα κέρδη στους κατοίκους. Συνέπεια αυτών επήλθε μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα στο νησί και ως σήμερα θαυμάζει κανείς, τον εξαιρετικό οικισμό, έξοχο δείγμα της ντόπιας αρχιτεκτονικής, με πολύ επιμελημένη διακόσμηση: ζωγραφισμένους τοίχους και ταβάνια, βοτσαλωτές αυλές με ωραία φυτικά και γεωμετρικά σχέδια, άλλα και πολυάριθμες Εκκλησίες και Μοναστήρια. Πρόοδος σημειώθηκε στα γράμματα και ιδρύθηκαν σχολεία, όπως ἡ Σχολή της Αγίας Μαρίνας (1765-1821) στην οποία δίδαξαν επιφανείς δάσκαλοι και μαθήτευσε ὁ Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος. Επίσης ακμάζει στο νησί σχολή Αγιογραφίας και Συμιακοί τεχνίτες, όπως οι ιερομόναχοι Γρηγόριος και Νεόφυτος οι Σιμαίοι, Κυριακός ὁ Καρακωστής κ.α. είναι περιζήτητοι και καλύπτουν τίς ανάγκες των γύρω νησιών. Στη Σύμη λειτούργησε επίσης το αρχαιότερο Αναγνωστήριο του Αιγαίου ἡ «Αίγλη», πού ιδρύθηκε το 1872. Δείγματα της πνευματικής ακμής του νησιού ακόμα, είναι ἡ περίτεχνη εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας, του ονομαστού Κρητικού ζωγράφου Γεωργίου Κλόντζα (β΄ ήμισυ 16ου αι.) πού σώζεται στη μεγάλη Παναγιά του Κάστρου, εκείνη της Φιλοξενίας του Αβραάμ της Μονής Ρουκουνιώτη κ.τ.λ.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821

Η ευημερία στη ναυτιλία και το εμπόριο πρωτίστως, έδωσε την ευκαιρία στους Συμαίους να επαναστατήσουν από τους πρώτους μήνες του αγώνα. Ήλθαν σε επαφή με τούς Υδραίους (29 Μαΐου 1821) και αναμίχθηκαν σέ συγκρούσεις. Το Μάϊο του 1823 με απόφαση της προσωρινής Διοίκησης και η Σύμη περιλήφθηκε στο διοικητικό σύστημα της επαναστατημένης Ελλάδας, στη 13η επαρχία του Αιγαίου. Στις 13 Απριλίου 1828 με το ψήφισμα του Καποδίστρια περιλήφθηκε στο ΣΤ΄ τμήμα των νησιών του Αιγαίου. Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) ἡ Σύμη και τα άλλα Δωδεκάνησα έμειναν έξω από τα όρια του Ελληνικού Κράτους, γεγονός πού οδήγησε τούς κατοίκους της, σε σύνταξη περιστολής διαμαρτυρίας προς τον Κυβερνήτη Ἰ. Καποδίστρια, στον οποίο ανακοίνωναν την απόφαση τούς «να ενωθούν με την ελληνικήν ολομέλεια, καθώς απ’ αρχής, της επαναστάσεως και αυτοί ορκισθέντες αποφάσισαν». Απάντηση του Καποδίστρια σώζεται μέχρι σήμερα στο Μουσείο της Ι. Μονής Πανορμίτου.

Η Υψηλή Πύλη στην συνέχεια, περιορίζοντας σημαντικά τα προνόμια της Σύμης καταργεί την ελευθερία του λιμανιού της, εγκαθιστά τελωνείο και ανεβάζει υπερβολικά τούς φόρους. Παρά τίς αντιξοότητες ἡ οικονομική άνοδος της Σύμης συνεχίστηκε. Οι εμπορικές συναλλαγές με τα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου έδωσε τη δυνατότητα στους Συμιακούς να χτίσουν πολυώροφα αρχοντικά και να στολίσουν το νησί με μεγάλες και πλούσια διακοσμημένες εκκλησίες. Μοναστήρια, όπως ὁ Ρουκουνιώτης, ο Πανορμίτης, κ.α. γνωρίζουν ακμή. Σχολεία πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια λειτουργούν στο Γιαλό και στο Χωριό. Υπάρχει κοινοτική ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη για τούς κατοίκους. Λειτουργεί τυπογραφείο και κυκλοφορεί εφημερίδα και περιοδικό.

ΙΤΑΛΟΚΡΑΤΙΑ

Στις 19 Μαΐου 1912 το νησί καταλήφθηκε από τους Ιταλούς και άρχισε μία περίοδος ακόμη πιο σκληρή και τυραννική για τους κατοίκους, όπως και των λοιπών Δωδεκανήσων. Επιχειρήθηκε ὁ αφελληνισμός τους και η αποκοπή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διωγμοί, εξορίες, καταπιέσεις, δεν λύγισαν την αντίσταση του Συμαϊκού λαού, υπήρξαν όμως οδυνηρές συνέπειες στην οικονομία της Σύμης. Η αντικατάσταση δε των ιστιοφόρων με τα ατμοκίνητα πλοία έπληξε θανάσιμα τούς Συμιακούς καραβοκύρηδες, ενώ οι ναύτες στράφηκαν αναγκαστικά σέ ξένες ιδιοκτησίες. Η σπογγαλιεία συρρικνώθηκε. Η άλλοτε ευημερούσα Σύμη γνώρισε μέρες δυστυχίας και φτώχιας. Η μετανάστευση πήρε τρομακτική έκταση. Την εικόνα ήλθε να επιδεινώσει ακόμη περισσότερο ὁ Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Στα δύσκολα εκείνα χρόνια η αντικατάσταση δεν κάμφθηκε. Ἡ Μονή Πανορμίτου είχε καταστεί κέντρο κατασκοπείας Υπέρ των συμμάχων με επικεφαλής τον Ηγούμενο Χρύσανθο Μαρουλάκη. Οι Ιταλοί όταν εντόπισαν τη δράση του τον εκτέλεσαν μαζί με τούς συνεργάτες του, στρατιώτη Φλώρο Ζουγανέλη και Μιχαήλ Λάμπρου, υπάλληλό του Μοναστηριού τον Φεβρουάριο του 1944 κοντά στην Παναγία τη Στρατερή στο δρόμο Πανορμίτη-Σύμης. Στη Μονή του Πανορμίτη είχε συνέλθει επίσης το 1919 και το Β΄ Παν δωδεκανησιακό Συνέδριο, πού εξέδωσε ψήφισμα για την ένωση των Δωδεκανήσων με την Μητέρα Ελλάδα.

Οι βομβαρδισμοί και οι ανατινάξεις προκάλεσαν στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου μεγάλες καταστροφές στα θαυμάσια νεοκλασικά αρχοντικά της Σύμης, αρκετά από τα οποία ερειπώθηκαν. Τα πιο πολλά από αυτά έχουν σήμερα αναστηλωθεί. Ανεπανόρθωτη καταστροφή έγινε στις 24 Σεπτεμβρίου 1944, όταν γερμανικές δυνάμεις κατέστρεψαν την Μεγάλη Παναγιά του Κάστρου. Δύο δάσκαλοι του νησιού, ο Αντώνης Αγγελίδης και ο Ανδρέας Μοσχόβης πλήρωσαν με το αίμα τούς τότε, την αντιστασιακή τους δράση.

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ

Στην περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου πολλοί Συμιακοί, εντός και εκτός του νησιού, άλλοι εξόριστοι και μέλη των παροικιών της Αττικής και της Αιγύπτου κατατάχτηκαν εθελοντικά στο Σύνταγμα Εθελοντών Δωδεκανησίων με πρώτο διοικητή το Συμαίο Μάρκο Κλαδάκη και στον Ιερό Λόχο πού συγκροτήθηκε στην Αίγυπτο το 1942. Έτσι διακρίθηκαν στον πανεθνικό αγώνα κατά των κατακτητών και αναδείχτηκαν σέ κύρια δύναμη κρούσεως, η οποία εξανάγκασε τούς Γερμανούς να παραδώσουν τη Δωδεκάνησο στους συμμάχους. Γι’ αυτό η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της παράδοσης της Δωδεκανήσου από τίς Γερμανικές δυνάμεις του Ν.Α. Αιγαίου στους συμμάχους, έγινε στις 8 Μαΐου 1945 στη Σύμη (οικία Καμψοπούλου).

Επικεφαλής των Γερμανών ήταν ὁ στρατηγός Wagener, ενώ των συμμάχων ὁ Συνταγματάρχης Auckland. Όμως η Αγγλική διοίκηση παίρνει χαρακτήρα κατοχής και οι νησιώτες βλέπουν την ένωση με την Ελλάδα να διακυβεύεται. Τότε ιδρύεται στην Κω το Εθνικό Μέτωπο Παν δωδεκανησιακής Απελευθέρωσης (Ε.Μ.Π.Α.). Το Ε.Μ.Π.Α. διαδίδεται και στη Σύμη. Ἡ Αγγλική διαχείριση κράτησε ως το Μάρτιο του 1947, οπότε, σέ εκτέλεση των αποφάσεων της Συνθήκης Ειρήνης (Παρίσι 10-2-1947) παρέλαβε η Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση υπό τον αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη την Αρχή. Ὁ νόμος 518/48 «περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα», δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως τον Ιανουάριο του 1948.

Η ΣΥΜΗ ΣΗΜΕΡΑ

Στα μεταπελευθερωτικά χρόνια, η Σύμη παρεμβλήθηκε δυστυχώς, με αποτέλεσμα το νησί να ακολουθήσει φθίνουσα πορεία. Υποβαθμίστηκαν οι πρωτογενείς δραστηριότητες, έσβησε η σπογγαλιεία και ατόνησαν οι βιοτεχνικές ασχολίες. Παρατηρήθηκε ισχυρό κύμα μετανάστευσης πού επέφερε ἡ μεγάλη οικονομική κρίση, με αρνητικές συνέπειες για τον τόπο.

Σήμερα ἡ Σύμη εξακολουθεί να δίνει το στίγμα της. Η εικόνα έχει ριζικά αλλάξει και το νησί αναπτύσσεται διαρκώς. Η ανάκαμψη ήρθε με την ανάπτυξη του τουρισμού, πού αποτελεί τη βασική δραστηριότητα των κατοίκων. Τουριστικός δορυφόρος της Ρόδου, διαθέτει σχεδόν τα πάντα, μα με τη δική της μοναδική φυσιογνωμία. Ὁ επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει τον πλέον καλοδιατηρημένο νεοκλασικό οικισμό στον Ελλαδικό χώρο, ο οποίος από το 1972 έχει κηρυχθεί διατηρητέος.

Καθημερινά τους περισσότερους μήνες του χρόνου οργανώνονται ημερήσιες εκδρομές τουριστών στο νησί με επιβατηγά πλοία, πού ξεκινούν από το Μανδράκι της Ρόδου. Τα ξενοδοχεία είναι πολλά και ακόμα περισσότερα τα παραδοσιακά σπίτια, τα οποία προσφέρονται για τη διαμονή των εκατοντάδων παραθεριστών, που γοητεύονται από τις φυσικές ομορφιές τούτου του ανεπανάληπτου τόπου. Το ξέγνοιαστο καλοκαιρινό πρωινό προσκαλεί δελεαστικά τον οποιοδήποτε, να γνωρίσει το Πέδι, τη Νανού, τη Μαραθούντα… μαγευτικές παραλίες της Σύμης με άγρια ομορφιά.

Ιδιαίτερος πόλος έλξης για τους επισκέπτες του νησιού αποτελεί και η πασίγνωστη Μονή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτου, χτισμένη στον μυχό ενός πανέμορφου όρμου, του Πανόρμου, απ’ τον οποίο πήρε και την ονομασία της.

Δεκάδες πολιτιστικοί και κοινωνικοί σύλλογοι, επίσης με σημαντικότατο έργο δραστηριοποιούνται εντός και εκτός Σύμης. Προϊόντα του έργου τους αυτού, αποτελούν τα γνωστά έντυπα: «Συμαϊκόν Βήμα», «Ο Συμιακός», «Η Φωνή της Σύμης» κ. ά.

Ξέχωρη πολιτιστική παρουσία είναι για το νησί και το διακεκριμένο φεστιβάλ του, πού διοργανώνεται κάθε καλοκαίρι από τον Δήμο Σύμης και περιλαμβάνει πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις (μουσικές συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις λαογραφίας, αθλητικές διοργανώσεις κλπ.). Τόσο η άνοιξη όσο και το φθινόπωρο είναι πολύ γλυκές εποχές στη Σύμη και ὁ καλός καιρός παρατείνει το καλοκαίρι κατά τα 2/3 του έτους, προσελκύοντας και τούς πιο απαιτητικούς στο νησί, πού δίκαια έχει χαρακτηριστεί το «μαργαριτάρι του Αιγαίου».

Η Σύμη ανακηρύχθηκε νωρίς ως διατηρητέος οικισμός και κατάφερε να διατηρήσει τον κεντρικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής της. Αυτό την κάνει μοναδική στο Αιγαίο, αφού στην Σύρο και την Μυτιλήνη οι νεότερες κατασκευές, αλλοίωσαν τον χαρακτήρα αυτών τον οικισμών. Συνυπάρχουν φυσικά και οι επιδράσεις από την αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική μαζί με ενετικά στοιχεία. Αυτό έγινε το 1971 και ο οικισμός κρίνεται “ιστορικός τόπος χρήζει ιδιαιτέρας προστασίας’’. Ώχρα, σωμών, κόκκινο, γαλάζιο, λευκό. Η παλέτα των χρωμάτων γίνεται όλο και πιο τολμηρή στα μεγάλα νεοκλασικά σπίτια του Γιαλού που έχουν αναστηλωθεί.

Ο υπόλοιπος οικισμός, μείγμα αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής με ενετικά στοιχεία, είναι εξίσου εντυπωσιακός σε όψη και μέγεθος. Νεοκλασικίζουσες προσόψεις, συμμετρικά ανοίγματα, παράθυρα και πόρτες με μπαλκόνια κάνουν τα κτίρια του Γιαλού να μοιάζουν με ανθρώπινα πρόσωπα.  Δίπατα και τρίπατα καπετανόσπιτα, βαμμένα με την παλέτα της χρωματικής ελευθεριότητας. Δώμα, αυλές στρωμένες με βοτσαλωτά, διακοσμητικά δάπεδα, αετώματα και κεραμοσκεπές. Εικόνες σε λουλακί και ώχρα που παραπέμπουν ευθέως στην περίοδο της μεγάλης ακμής, στον 19ο αιώνα και στο ρεύμα του νεοκλασικισμού.

Αυτό όμως που φυλακίζει αμέσως την ματιά του επισκέπτη είναι τα χρώματα, δίκαια χαρακτηρίζουν το νησί ως ένα από τα πιο πολύχρωμα σε όλο τον κόσμο.

Η Καλή Στράτα

Η Καλή Στράτα, έτσι ονομάζονται εν συντομία τα πέτρινα πλατιά σκαλοπάτια, 500 στο σύνολο, υπήρξε ανέκαθεν η κεντρική αρτηρία του νησιού, ο σύνδεσμος μεταξύ του Γιαλού και της Χώρας, την οποία οι ντόπιοι αποκαλούν λιτά κι απέριττα Χωριό. Τα πυκνοδομημένα νεοκλασικά σπίτια, οι ανθισμένες βουκαμβήλιες, οι επιβλητικές, αρχοντικές πόρτες, τα ανοιχτά παράθυρα που σε αφήνουν να «κλέψεις» εικόνες καθημερινότητας των Συμιακών φτιάχνουν ένα σκηνικό βγαλμένο θαρρείς από παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Στην διαδρομή αντιλαμβάνεται κανείς την ομορφιά του παραδοσιακού οικισμού μοναδικής αρχιτεκτονικής με τα διώροφα σπίτια, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, έτσι που να σχηματίζουν ένα «φυσικό» τείχος. Επίσης, σε αρκετά σημεία της διαδρομής ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα αρχοντικά σπίτια η θέα του απέραντου γαλάζιου και του γιαλού.

Η θέα από το Ποντικόκαστρο

Και λίγο πιο πάνω η απόλυτη θέα από το Ποντικόκαστρο, το αρχαίο κυκλικό κτίσμα δίπλα στους παλιούς Μύλους του νησιού. Στρέφεις το βλέμμα και ολόκληρος ο Γιαλός με τα υπέροχα χρωματισμένα σπίτια και τα αραγμένα σε ψυχαναγκαστική συστοιχία σκάφη να σου εντυπώνουν στο νου την εικόνα του αρχετυπικού ελληνικού καλοκαιριού. Αν η Σύμη είναι μια φορά φυσικά όμορφη, η Καλή Στράτα την κάνει δυο φορές όμορφη. Είναι σαν μια κοπιαστική αλλά υπέροχη ανάβαση μια ανάσα κοντύτερα στο θεό του καλοκαιριού.

Σχολιάστε