Γειά σας! Είμαι ένα αγόρι, αλλά όχι όπως όλα τα άλλα. Είμαι αυτό που εσείς λέτε “δολοφόνο”! Το όνομά μου είναι Adamκαι πάω στην τρίτη λυκείου. Η οικογένειά μου είναι μια από τις λίγες ευκατάστατες στην πόλη, οπότε μεταξύ όλων αυτών των οικογενειών -όπως καταλαβαίνετε-υπάρχουν και πολλές διαμάχες. Η οικογένειά μου είναι οικογένεια δολοφόνων που σημαίνει ότι παίρνουμε τις διαταγές από τον “αρχηγό” μας, δηλαδή τον πατέρα μου.
Σήμερα είναι μια πολύ σημαντική ημέρα! Επιτέλους θα μπορέσω να πάρω μέρος κι εγώ στις αποστολές τις οικογένειας! Ντύθηκα, ετοιμάστηκα και κατευθύνθηκα προς το γραφείο του πατέρα μου.
Μαρία Νίτη Γ2
– Καλημέρα πατέρα, του είπα και αυτός απλά με κοίταξε και μετά είπε:
– Καλημέρα, λοιπόν σήμερα είναι μια πολύ σημαντική ημέρα για εσένα και έτσι θα αποδείξεις και την αξία σου στην οικογένειά μας! Για αυτό θέλω να με ακούσεις με προσοχή!, μου είπε.
– Φυσικά πατέρα, σε ακούω.
– Ξέρεις τον C.E.O. της εταιρείας ρούχων λίγο πιο κάτω, τον Leonard, σωστά;
– Ναι, φυσικά και τον ξέρω!
– Αυτό το κάθαρμα κλέβει χρήματα από την οικογένειά μας χρόνια τώρα! Οπότε, βρήκα έναν τρόπο για να τον κάνουμε να πληρώσει!
– Χμμ…ναι, μα τι ακριβώς;; ίσως αν του καταστρέφαμε την επιχείρηση να… , πήγα να πω και ένα χέρι με διέκοψε.
– Όχι, γιε μου, αυτό δεν είναι αρκετό! Θέλουμε κάτι ακόμα μεγαλύτερο!
– Σαν τι;;
– Λοιπόν, αυτός ο άντρας έχει μια κόρη, την Marianne. Αυτό που θέλω από εσένα είναι να πας και να την σκοτώσεις! Έγινε κατανοητό;
– Μάλιστα πατέρα!, είπα και έφυγα από το γραφείο του κλείνοντας την πόρτα.
Γεωργία Δέσποινα Σκαλιάρη Γ3
Την επόμενη ημέρα όπως το είχα σχεδιάσει, κατευθύνθηκα προς την εταιρεία του κυρίου Leonard και του ζήτησα να με προσλάβει για κάποια θέση στην εταιρεία, αλλά μου είπε ότι δυστυχώς δεν υπήρχαν κενές θέσεις εργασίας στην εταιρεία. Μιλούσαμε για κάποια ώρα και μου είπε ότι έψαχνε για έναν σωματοφύλακα για την κόρη του, το οποίο έκανε την δουλειά μου πολύ πιο εύκολη!, οπότε φυσικά και δέχτηκα!
Έτσι κι έγινε, το επόμενο πρωί πήγα στο σπίτι του κυρίου Leonard και με σύστησε στην κόρη του.
– Λοιπόν, Adam, να σου συστήσω την κόρη μου, Marianne, είπε.
– Χάρηκα για την γνωριμία!, απάντησα εγώ.
– Άκουσε, Marrianne, ο Adam θα είναι ο σωματοφύλακάς σου από εδώ και πέρα! Οπότε θα τον ακούς και θα είσαι συνέχεια μαζί του όσο λείπω! Εντάξει;
– Ναι μπαμπά, του είπε και συνέχισε:
– Θα πρέπει να βιαστείς! Περνάει η ώρα και θα πρέπει να πας στη δουλειά σύντομα!
– Σωστά! Λοιπόν φεύγω! Adam, τα υπόλοιπα θα τα πούμε όταν γυρίσω, στο γραφείο μου!
– Ναι, κύριε!, του είπα και έφυγε για τη δουλειά του.
Ήμουν πανέτοιμος να βγάλω το μαχαίρι μου και να σκοτώσω το κορίτσι αλλά οι ερωτήσεις της με έκαναν να βγω από τις σκέψεις μου.
Δήμητρα Μανωλίτσα Γ2
– Adam, σωστά; Λοιπόν πόσο χρονών είσαι;
– Είμαι 18 και θα γίνω 19 σε λίγο καιρό, είπα με ένα σοβαρό ύφος σαν μη με ενδιέφερε και πολύ αυτό που έλεγε.
– Ααα, ωραία! Δεν έχουμε μεγάλη διαφορά! Εγώ είμαι 17!, είπε με ένα χαμόγελο.
– Λοιπόν τι έχετε στο πρόγραμμά σας για σήμερα;
– Παρακαλώ!, μπορείς να μου μιλάς στον ενικό!, άλλωστε είμαι σίγουρη ότι θα γίνουμε καλοί φίλοι στο τέλος!
– Συγγνώμη, αλλά ένας σωματοφύλακας δε μπορεί να κάνει φιλίες με το αφεντικό του!
– Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι το αφεντικό σου!, μου είπε και της απάντησα:
– Φυσικά και είσαι! Αφού εσένα προσέχω! Και από εσένα παίρνω τις διαταγές, όσο λείπει ο πατέρας σου!
– Ακριβώς!, από εμένα παίρνεις απλά διαταγές, επειδή είσαι ο σωματοφύλακάς μου! Αλλά το αφεντικό σου είναι ο πατέρας μου!, και κατάλαβα ότι είχε κάποιο δίκιο.
Έτσι λοιπόν πέρασαν οι ώρες, με συζήτηση, αστεία και πολλές ακόμα ερωτήσεις. Μετά από λίγη ώρα γύρισε ο πατέρας της, μου έδωσε ένα δωμάτιο για να κοιμάμαι και να έχω τα πράγματά μου. Κατά το βραδάκι ο κύριος Leonard με φώναξε στο γραφείο του για να μιλήσουμε:
– Λοιπόν Adam, πώς πήγε η πρώτη μέρα σου εδώ;
– Πολύ καλά, έχω να πω! Αλλά, μπορώ να κάνω μια ερώτηση;
– Ναι, φυσικά! Τι θες να ρωτήσεις;
– Γιατί θέλατε έναν σωματοφύλακα για την κόρη σας; Εννοώ, δε φαίνεται σαν κάποια που να μην μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της!
– Ααα, ναι! Μα φυσικά μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της! Απλά -μεταξύ μας-υποψιάζομαι ότι κάποιος έχει στείλει κάποιον για να την σκοτώσει!
– Τι; Μα ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο; Αυτό είναι σκέτη τρέλα!, είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Αυτό όμως που δεν είχε παρατηρήσει κανένας από τους δύο μας ήταν η Marianneπου τόση ώρα κρυφάκουγε από την κλειστή πόρτα του γραφείου όπου συζητούσαμε εγώ και ο πατέρας της. Εκείνη τρομαγμένη, έτρεξε πάνω στο δωμάτιό της και κλείδωσε την πόρτα.
Την επόμενη ημέρα ετοιμάστηκα και κατέβηκα κάτω. Ο κύριος Leonardέτρωγε πρωινό με την κόρη του και εγώ απλά έκατσα σε μια άκρη.
– Adam παιδί μου, μην ντρέπεσαι! Έλα να φας κι εσύ μαζί μας!, μου είπε όλο χαρά και καλοσύνη.
Μα καλά, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος με την δική του εταιρεία να κλέβει χρήματα από εμάς; Φαίνεται τόσο καλός και στοργικός, και εγώ; ποιος είμαι εγώ για να μπορώ να μιλάω για στοργή, όταν το μόνο πράγμα που με έμαθαν οι γονείς μου ήταν πως να σκοτώνω; Και με αυτές τις σκέψεις, πήρα μια καρέκλα και έκατσα δίπλα στην Marianne.
– Καλημέρα, μου είπε όλο χαρά.
– Καλημέρα, της απάντησα με ένα ψεύτικο χαμόγελο προσπαθώντας να διατηρήσω την ταυτότητά μου κρυφή. Αλλά δεν είναι και καμιά χαζή, οπότε κατάλαβε αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, οπότε άρχισε πάλι τις ερωτήσεις.
– Μα καλά, τι έχεις; δεν κοιμήθηκες καλά;
– Όχι, απλά έτσι είμαι!
– Ααα, ναι;, Εμένα δε μου φαίνεσαι για τέτοιος άνθρωπος, μου είπε.
– Και πού ξέρεις εσύ τι άνθρωπος είμαι; δεν είμαι εδώ ούτε 2 μέρες!!
– Ο Adam έχει δίκιο γλυκιά μου, δεν είναι εδώ ούτε 2 ημέρες, άσε να τον μάθεις λίγο καλύτερα πρώτα πριν βγάλεις συμπεράσματα!, της είπε και εγώ συμφώνησα μαζί του.
– Και τι; Είναι απλά ένα κανονικό αγόρι! Όχι κανένας “δολοφόνος”, είπε και μου κόπηκε η ανάσα, την κοίταξα και είπα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα:
– Μα φυσικά και είμαι ένα κανονικό αγόρι! Τι νόμιζες; Ακόμα και δολοφόνος να ήμουν, η καρδιά μου δε θα με άφηνε να σκοτώσω κάποιον, της είπα ευχόμενος να πιστέψει το μικρό μου ψέμα.
– Καλά, είσαι τυχερός που δε μπορώ να σου θυμώσω!, μου είπε και γέλασα λίγο νευρικά.
– Χαχαχα, καλά, εντάξει, ό,τι πεις μικρή!, της είπα και χάθηκα στις σκέψεις μου για ακόμη μια φορά.
Έπρεπε οπωσδήποτε να ολοκλήρωνα την αποστολή το συντομότερο δυνατόν! Ήταν σχεδόν τρεις το πρωί και όλοι τους κοιμόντουσαν. Μπήκα στο δωμάτιο της Marianne, κλείδωσα την πόρτα και την πλησίασα. Η κοιμισμένη φιγούρα της ήταν στο κρεβάτι και εγώ ήμουν από πάνω της με το μαχαίρι μου έτοιμος να τελειώσω την αποστολή που μου είχε ανατεθεί.
Δήμητρα Μανωλίτσα Γ2
– Ας τελειώνουμε με αυτή την ιστορία, είπα χαμηλόφωνα προσέχοντας να μην την ξυπνήσω. Ήμουν έτοιμος να τη μαχαιρώσω, όταν άκουσα μια φωνή από πίσω μου να λέει:
– Θες πραγματικά να την σκοτώσεις; Γύρισα να δω ποιος ήταν αλλά δεν είδα κανέναν, αντιθέτως το μόνο που είδα ήταν ένα μικρό ιπτάμενο ανθρωπάκι που έμοιαζε με αγγελάκι, είχε ακόμα και φωτοστέφανο πάνω από το κεφάλι του!
Δήμητρα Μανωλίτσα Γ2
– Κάποιος πρέπει να μου κάνει πλάκα, σωστά; Δεν υπάρχει περίπτωση να είσαι αληθινός!, είπα τρομαγμένος πέφτοντας κάτω στο πάτωμα.
– Ωωω, Θεέ μου! Είσαι καλά;, με ρώτησε και πήγε να έρθει προς το μέρος μου όταν ένα άλλο παρόμοιο μικρό πλασματάκι εμφανίστηκε μπροστά του και τον σταμάτησε.
- Α, καλά είσαι βλάκας; κοίτα τι έκανες! Τώρα εγώ πως θα πάρω την προαγωγή μου, εεε;, είπε το άλλο μικρό ανθρωπάκι. Το παρατήρησα και δεν έμοιαζε καθόλου με το άλλο! Αυτό είχε δύο κόκκινα κέρατα και μια κόκκινη ουρά με ένα τριγωνάκι στο τέλος της!
– Τι θες να κάνω; Το σωστό κάνω! Είδες τι πήγε να κάνει!
– Εεε και; Άφησέ τον να το κάνει! Δεν σε καταλαβαίνω! Ποιο είναι το πρόβλημα σου;!
– Δεν είναι σωστό! Αυτό είναι το πρόβλημά μου!, συνέχισαν να μαλώνουν για λίγο μέχρι που τους διέκοψα.
– Θα μου εξηγήσει κάποιος τι στο καλό συμβαίνει; Τι είστε; Και γιατί είστε εδώ;, τους ρώτησα και με κοίταξαν προσπαθώντας να απαντήσουν στην ερώτησή μου.
– Με λίγα λόγια είμαστε οι φύλακές σου, εγώ είμαι ο Ash,ο φύλακας άγγελός σου, που σε αποτρέπει από το να κάνεις κάτι κακό! Και αυτός είναι ο Lucas, ο φύλακας δαίμονάς σου, που σε βάζει να κάνεις όλα αυτά τα απαίσια πράγματα που έχεις κάνει μέχρι στιγμής!, είπε και προσπάθησα να κατανοήσω τα όσα είχε μόλις εξηγήσει.
Κατερίνα Σταθώρη Β3
– Δηλαδή εσείς είστε οι φύλακές μου και υπεύθυνοι για το τι κάνω και την κάθε μου απόφαση;
– Ακριβώς! Μαθαίνεις γρήγορα και αυτό είναι καλό!, μου είπε ο Ash με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
– Ονειρεύομαι, σωστά; Δεν υπάρχει περίπτωση να είστε αληθινοί!, είπα και ο Lucas έμοιαζε κάπως θυμωμένος.
– Λοιπόν, άντε τελείωνε με την χαζοαποστολή σου επιτέλους!, μου είπε και σκέφτηκα: Αν δεν ολοκληρώσω την αποστολή, ο πατέρας μου θα θυμώσει και θα τελειώσει εκείνος την αποστολή μου μόνος του…Είχα μπερδευτεί, δεν ήξερα τι να κάνω πια, και εκεί ήταν που ο Lucas βρήκε την ευκαιρία να με ξεμπερδέψει.
Γκέρτα Ελέζι Γ2
– Λοιπόν, θες να θυμώσεις τον πατέρα σου και να μην σε εμπιστευτεί ποτέ ξανά;
– Όχι, μα φυσικά και όχι!
– Τότε τελείωνε με την αποστολή!, μου είπε ψιθυρίζοντας στο αυτί μου, πράγμα το οποίο με έκανε να πάρω λίγο παραπάνω θάρρος! Και πλησίασα το κρεβάτι της Marianne, σηκώνοντας το μαχαίρι μου και καρφώνοντάς το πάνω της.
– Τη σκότωσες…., είπε ο Ash ανήμπορος να μιλήσει απλά κοιτώντας το κορίτσι στο κρεβάτι.
– Ναι! Μπράβο! Τελειώσαμε! Οπότε, εγώ φεύγω!, είπε ο Lucas και εξαφανίστηκε. Γύρισα και είδα την Marianne, τότε ήταν που συνειδητοποίησα τι είχα κάνει.
– Μα τι έκανα;… Γιατί τη σκότωσα;
– Επειδή σου το είπε ο Lucas… Δεν φταις εσύ, απλά έπαιζε μαζί σου, μου είπε και συνέχισε:
– Καλύτερα να φύγεις όσο μπορείς ακόμα, γιατί, αν ξυπνήσει ο πατέρας της και σε δει εδώ…
– Σωστά!, είπα και μάζεψα τα πράγματά μου κι έφυγα.
Στέλλα Δημητριάδη Β1
Έφτασα έξω από το σπίτι μου και μπήκα μέσα. Με είδε η μητέρα μου και μου είπε να πάω στο γραφείο του πατέρα μου επειδή ήθελε να μου μιλήσει. Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα μέσα. ΟAsh δεν έφυγε από δίπλα μου ούτε στιγμή, αλλά ήμουν ο μόνος που μπορούσε να τον δει, εκτός κι αν εκείνος δεν το επέλεγε.
– Λοιπόν, γιε μου, τέλειωσες με την αποστολή που σου έδωσα;
– Ναι, πατέρα, τελείωσα.
– Μπράβο. Λοιπόν μπορείς να πας στο δωμάτιό σου τώρα και να ξεκουραστείς.
– Ναι, πατέρα, είπα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου.
– Ο πατέρας σου έχει μεγάλη επιρροή πάνω σου, το ξέρεις;, είπε ο Ash και τον κοίταξα.
– Το ξέρω…αλλά πρέπει να κάνω ό,τι λέει.
– Και γιατί να το κάνεις αυτό;
– Γιατί…δεν ξέρω…
– Ακριβώς! Δεν υπάρχει λόγος να τον ακούς! Μπορείς να κάνεις αυτό που θες χωρίς τον πατέρα σου να σε ελέγχει!, μου είπε και κατάλαβα ότι έχει κάποιο δίκιο.
Ελένη Θεοδωρούδη Γ1
– Σαν τι; Όλη μου τη ζωή το μόνο που έχω μάθει είναι το πώς να σκοτώνω.
– Ωχ, καημενούλη μου! Δεν σου έχει μάθει κανένας το πώς να αγαπάς και το πώς να ζεις τη ζωή σου όπως εσύ θες!, μου είπε και με κοίταξε, μετά συνέχισε:
– Αλλά μην ανησυχείς! Θα σε βοηθήσω εγώ!, είπε και πριν το καταλάβω είχαμε φτάσει στο δωμάτιό μου. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Κοίταξα τον Ash, και κατάλαβα ότι δεν έμοιαζε όπως ήταν πριν.
– Μα τι σου συνέβη; Tου είπα.
– Έχεις το ύψος μου τώρα και…τα φτερά σου και το φωτοστέφανό σου εξαφανίστηκαν!
– Ναι, το ξέρω! Σκέφτηκα ότι αν ήμουν και εγώ άνθρωπος σαν κι εσένα θα μπορούσα να σε βοηθήσω πιο εύκολα!, μου είπε και μου χαμογέλασε.
Οι μέρες περνούσαν ευχάριστα με την παρέα του Ash, έμαθα πολλά πράγματα και έχω μετανιώσει για πολλά άλλα επίσης…
– Λοιπόν, αυτά ήταν όλα που είχα να σου μάθω! Οπότε τώρα πρέπει να πηγαίνω!
– Γιατί να φύγεις; Μπορείς να μείνεις, αν θες!
– Το ξέρω, αλλά κανονικά δεν έπρεπε ούτε να σε είχα αφήσει να με δεις! Οπότε δεν είναι ακριβώς εύκολο, υπάρχει ακόμα και μια περίπτωση να μην μπορώ να σε προσέχω πλέον!, είπε και κοίταξε κάτω.
– Ναι, αλλά ακόμα και αν δεν μπορείς να με προσέχεις θα είσαι εδώ μαζί μου, σαν ένας καλός φίλος! Σωστά;
– Φυσικά!, είπε κάπως σκεπτικός.
– Λοιπόν; Ποια είναι η απόφασή σου;
– Χμμ…κάτσε να το σκεφτώ,…θα μείνω!, είπε όλο χαρά και με αγκάλιασε, το ίδιο έκανα κι εγώ.
Το μόνο που θέλω να πω είναι ότι λυπάμαι για ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ, και ελπίζω να μπορέσεις να με συγχωρέσεις κάποια στιγμή, Marianne.
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Κατερίνα Σταθώρη (Β3)
ΕΞΩΦΥΛΛΟ: Γεωργία Δέσποινα Σκαλιάρη (Γ3)
συγχαρητήρια σε όλους σας μπράβο παιδιά όλοι μαζί μια ομάδα