Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

 

1

Στο τέλος του καλοκαιριού το 1922, η ζωή στη Σμύρνη κυλούσε όπως άλλοτε. Το εμπόριο είχε αρχίσει να ορθοποδεί και στο λιμάνι είχε και πάλι κίνηση. Στην πρώτη ανακοίνωση, το Γενικό Επιτελείο Στρατού δήλωνε ότι οι ελληνικές δυνάμεις βρίσκονταν σε τακτική υποχώρηση. Στην πραγματικότητα ο στρατός είχε καταρρεύσει στα βάθη της Ανατολής και υποχωρούσε στα μικρασιατικά παράλια.

Όλοι ήταν βέβαιοι ότι, έχοντας 21 ξένα θωρηκτά στο λιμάνι, θα απέτρεπαν την είσοδο του Κεμάλ. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού εγκατέλειψαν την πόλη. Τότε οι κάτοικοι της Σμύρνης αντίκρισαν έντρομοι τον τουρκικό στρατό να μπαίνει στην πόλη. Όλοι οι κάτοικοι περιμένανε από τον ελληνικό στρατό ότι θα υπερασπιστεί  την Σμύρνη από την τουρκική προέλαση. Σε 2 μέρες ο Κεμάλ απόκτησε τον έλεγχο της πόλης. Η πυρπόληση και η καταστροφή της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922 οδήγησαν στον αφανισμό 2150 ελληνικών οικισμών της περιοχής. Κατά τους υπολογισμούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο αριθμός των προσφύγων έφτανε τους 250.000, μαζί με 15.000 Αρμένιους του εσωτερικού.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τη διαταγή, πως όλοι οι Έλληνες, ακόμα και οι Οθωμανοί υπήκοοι, από 17 έως 45 χρονών, θεωρούνταν αιχμάλωτοι πολέμου και η αναχώρησή τους απαγορευόταν με ποινή θανάτου. Οι υπόλοιποι, γέροντες, γυναίκες και παιδιά μπορούσαν να φύγουν μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου και μόνο αν ήταν εφοδιασμένοι με κανονικά διαβατήρια. Στις 14/9 μισό εκατομμύριο άνθρωποι βρισκόταν ακόμη στην προκυμαία. Στις 15/9 η φωτιά έκαιγε ότι είχε απομείνει. Στις 24/9 ο Άζα Τζέννινγκς, ξεκίνησε την μεγάλη επιχείρηση εκκένωσης με πλοία από την Ελλάδα. Στις 30/9 είχαν μείνει λιγότεροι από 50.000 πρόσφυγες και μετά από 8 μέρες έφυγαν όλοι. Μετά από εντολή του στρατιωτικού διοικητού Νουρεντίν ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος Καλαφάτης βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Η ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και εθνομάρτυρα.

 

2

 Η 96χρονη Ελευθερία θυμάται την καταστροφή της Σμύρνης. Μικρό παιδί, στην αγκαλιά της μητέρας της τότε, θυμάται σαν χθες τις τελευταίες ώρες που έζησε η οικογένειά της στην πόλη του πόνου. Ο παππούς, και ο πατέρας της 96χρονης, βλέποντας τις σκηνές που εκτυλίσσονταν, αποφάσισαν να πάρουν την οικογένεια και μαζί με τα όποια χρήματα είχαν, και κάποια απαραίτητα είδη, όπως παπλώματα και άλλα, αποφάσισαν να μπουν στα καΐκια και να ξεκινήσουν για την Θεσσαλονίκη.  Αρμενίζαμε μέρες μα τα κουπιά τότε δεν υπήρχαν μηχανές , μόνο πανιά. Ο μπαμπάς μου πριν εγκαταλείψουμε το σπίτι μα στη Σμύρνη, είχε πάρει ένα τσουβάλι λίρες  αλά ήταν χάρτινες . Μέσα στο καΐκι για να ζήσουμε καίγαμε τις λίρες για να τηγανίσουμε αυγά να φάμε . Ύστερα από μία σύντομη στάση στη Μυτιλήνη φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη.

 

3

 

4

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ

ΑΠΟ ΤΟΥΣ «ANONYMOUS THE BEST»

Σχολιάστε

Top