Τζον Μπόιν, Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα από την Ιουλιέτα Αντωνίου

Το βιβλίο, «Το Αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα» του Τζον Μπόιν μάς μεταφέρει στην περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, όταν ο Χίτλερ και ο γερμανικός στρατός προσπαθούσαν να φτιάξουν το έθνος της «Αρίας φυλής», ποδοπατώντας άλλους λαούς. Μας διηγείται την ιστορία του εννιάχρονου Μπρούνο. Ο νεαρός Γερμανός μεγαλώνει κατά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αγαπά να διαβάζει περιπέτειες και να χαζεύει το σπίτι του στο Βερολίνο.

Ο πατέρας του δουλεύει ως αξιωματικός στο Ναζιστικό Κόμμα της Γερμανίας, ο Μπρούνο όμως δεν μπορεί να καταλάβει πολλά για την δουλειά του. Κύριες ασχολίες του είναι να ακολουθεί τους κανόνες του σπιτιού του, να αποφεύγει την μεγάλη του αδελφή και να περνάει χρόνο με τους τρεις κολλητούς του.

 Μια μέρα επιστρέφει σπίτι από το σχολείο και βλέπει την υπηρέτριά τους να πακετάρει τα πράγματα του.  Η μητέρα του, του εξηγεί πως ο πατέρας του είχε νέα δουλειά και θα έπρεπε να μετακομίσουν. Ο Μπρούνο βλέποντας το καινούργιο σπίτι τους δεν έμεινε ευχαριστημένος. Ήταν μικρότερο αλλά και πιο ψυχρό από εκείνο στο οποίο έμεναν. Το χειρότερο ήταν ότι υπήρχαν στρατιώτες παντού.

Στο νέο δωμάτιο του Μπρούνο μπορούσες να δεις ένα παράθυρο, που κοιτούσε την πίσω πλευρά του σπιτιού. Από εκεί, την μέρα της άφιξης τους, ο Μπρούνο παρατήρησε κάτι περίεργο.

 Είδε ένα ψηλό φράκτη με αγόρια και άντρες μέσα του, που φορούσαν ριγέ πιτζάμες. Πήγε να ρωτήσει τον πατέρα του για αυτό, και μετά από μια αντιπαράθεση τους για το νέο σπίτι, ο πατέρας του εξήγησε ότι δεν πρέπει να ανησυχεί για αυτούς, αφού  σύμφωνα με τα λόγια του «δεν είναι καν άνθρωποι». Πράγμα που του φάνηκε περίεργο…

 Ο Μπρούνο βαριόταν πάρα πολύ στο νέο του σπίτι, χωρίς φίλους και προσπαθούσε να βρει τρόπους να ψυχαγωγήσει τον εαυτό του. Έτσι, ένα απόγευμα μετά από τα μαθήματα του είπε να πάει να εξερευνήσει. Αποφάσισε να δει αυτόν τον ψηλό φράκτη από κοντά.

 Μόλις έφτασε, είδε ένα αγόρι με ριγέ πιτζάμες στην ηλικία του, και κάθισαν στο έδαφος ώστε να μιλήσουν, Έμαθε πως το αγοράκι, ο Σμούελ, και η οικογένεια του είχαν αναγκασθεί να μετακομίσουν σε αυτόν τον τόπο από τους στρατιώτες.

  Χαρούμενος πια που είχε ένα φίλο, ο Μπρούνο πήγαινε και τον έβλεπε καθημερινά. Μετά από έναν χρόνο η μητέρα του Μπρουνο αποφάσισε πως ήταν ώρα να επιστρέψουν στο Βερολίνο. Όταν είπε αυτά τα δυσάρεστα νέα στον Σμούελ, ο οποίος ήταν δυσαρεστημένος με την εξαφάνιση του πατέρα του, έκαναν πλάνα για την τελευταία μέρα τους μαζί.

  Αποφάσισαν λοιπόν ότι και ο Μπρουνο θα φορούσε ριγέ πιτζάμες και θα έψαχναν για τον πατέρα του Σμούελ.

 Τριγυρνώντας στον δρόμο με τις ριγέ πιτζάμες, κάποιοι στρατιώτες κλείδωσαναυτούς και πολλούς ακόμα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Εκεί ο Μπρούνο έπιασε το χέρι του Σμούελ και του είπε πως ήταν ο κολλητός του.

 Από τότε τα ίχνη του Μπρούνο έχουν χαθεί.

 Το βιβλίο αναφέρεται στο  φόβο, την  αλαζονεία, την κακία αλλά και τη συµπόνια των ανθρώπων. Μιλά για τα ανθρώπινα δικαιώµατα όπως την  ισότητα, την καταπολέµηση των διακρίσεων και του αποκλεισµού καθώς και για το πώς δημιουργούνται και στερεώνονται οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα.

Το βιβλίο έχει γίνει και ταινία.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης