από τους Νικία Κόνσολα και Γαλήνη Κυριάι
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης και σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, αλλά γρήγορα αφοσιώθηκε στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία. Πνεύμα εξαιρετικά ανήσυχο, με μεγάλη αφομοιωτική και δημιουργική ικανότητα και άνθρωπος με σπάνια εργατικότητα, ταξίδεψε παντού, έμαθε πολλές ξένες γλώσσες και άφησε σημαντικό έργο, που απλώνεται σε ποικίλους τομείς. Στην επιστημονική μελέτη ανήκει η εργασία του για το Νίτσε. Στη φιλοσοφία, η Ασκητική (Salvatores Dei, 1927), κείμενο που εκφράζει τη μεταφυσική πίστη του συγγραφέα. Στην ποίηση ανήκει η Οδύσσεια (1938), το κατεξοχήν έργο του Καζαντζάκη, οι Τερτσίνες και το ποιητικό του θέατρο με τις τραγωδίες Πρωτομάστορας, Μέλισσα, Ιουλιανός, Προμηθέας κ.ά. Από όλα σχεδόν τα ταξίδια του μας έδωσε ταξιδιωτικές εντυπώσεις: Κίνα, Ιαπωνία, Ρωσία, Αγγλία, Ισπανία κ.ά. Μετά το Β” παγκόσμιο πόλεμο ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα: Αλέξης Ζορμπάς (1946), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1948), Καπετάν Μιχάλης (1950), Ο τελευταίος πειρασμός (1950-51), Ο φτωχούλης του Θεού (1952-53), Αδερφοφάδες (1954). Ένα είδος μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας με πολλά ποιητικά στοιχεία αποτελεί η Αναφορά στον Γκρέκο (1961). Με τα μυθιστορήματά του έγινε ευρύτερα γνωστός στο ελληνικό και το παγκόσμιο κοινό. Τέλος έχει μεταφράσει Όμηρο, Δάντη, Γκαίτε κ.ά. Το έργο του Καζαντζάκη, που διακρίνεται κυρίως για τη μεταφυσική ανησυχία και αναζήτηση, γνώρισε μεγάλη διάδοση.
Πηγή: Βιβλίο Νεοελληνικής Λογοτεχνείας Β΄Λυκείου
Ενδιαφέροντα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Νίκου Καζαντζάκη θα βρείτε στην ιστοσελίδα του Μουσείου »Νίκου Καζαντζάκη : http://www.kazantzaki.gr/
Διαβάστε το απόσπασμα από το έργο του Καζαντζάκη Αναφορά στον Γκρέκο ,το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευση για το μικρό αφιέρωμα του περιοδικού μας στις εμπειρίες από τη σχολική ζωή …
Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός από παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία “ τα πιο πολλά θά “χουν γίνει κρανία. Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερεις δάσκαλοι:
Ο Πατερόπουλος στην Πρώτη Τάξη, γεροντάκος, κοντός, αγριομάτης, με κρεμαστά μουστάκια, με τη βίτσα πάντα στο χέρι “ μας κυνηγούσε, μας περμάζωνε και μας έβαζε στη γραμμή, σα νά “μαστε παπιά και μας πήγαινε στο παζάρι να μας πουλήσει. «Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου, δάσκαλε» του παράγγελνε κάθε γονιός παραδίνοντάς του το αγριοκάτσικο παιδί του “ «δέρνε το, δέρνε το, ωσότου να γίνει άνθρωπος» (σ. 64).
Ο Τίτυρος βασίλευε στη Δευτέρα Τάξη “ βασίλευε, ο δύστυχος, μα δεν κυβερνούσε. Χλωμός, με γυαλάκια, με κολλαριστό πουκάμισο, με μυτερά στραβοπατημένα λουστρίνια, με μια μεγάλη μύτη τριχωτή, με λιγνά δάχτυλα, κιτρινισμένα από τον καπνό. Δεν τον έλεγαν Τίτυρο, τον έλεγαν Παπαδάκη “ μα μια μέρα τού “φερε ο κύρης του ο παπάς από το χωριό πεσκέσι ένα μεγάλο κεφάλι τυρί. «Τι τυρός είναι αυτός, πάτερ;» έκαμε ο γιός, τ” άκουσε μια γειτόνισσα που έτυχε στο σπίτι, τό “πε παραπέρα, πήραν τον κακομοίρη το δάσκαλο στο μεζέ και τού “βγαλαν το παρατσούκλι. Ο Τίτυρος λοιπόν δεν έδερνε, παρακαλούσε “ μας διάβαζεΡοβινσώνα, μας ξηγούσε την κάθε λέξη κι ύστερα μας κοίταζε με τρυφεράδα και αγωνία, θαρρείς μας παρακαλούσε να καταλάβουμε (σ. 64-65).
Στην Τρίτη Τάξη ο Περίανδρος Κρασάκης. ποιός ανέσπλαχνος νουνός έδωκε τ” όνομα του άγριου τύραννου της Κόρινθος στον καχεχτικό αυτόν ανθρωπάκο, με το αψηλό σκληρό κολάρο για να μη φαίνουνται οι σκρόφουλες στο λαιμό του, με τα λιγνά σαν του τζίτζικα ποδαράκια, με το άσπρο μαντηλάκι πάντα στο στόμα, να φτύνει, να φτύνει και να κόβεται η πνοή του; Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα “ κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τ” αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε αυτός, δεν παρακαλούσε, μα κουνούσε τη χοντρή, γεμάτη σπυριά κεφάλα του.
-Ζώα, μας φώναζε, γουρούνια, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι. [....] Το μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; [...]
Ώρες μας έπαιρνε τ΄ αυτιά ποιά φωνήεντα είναι μακρά, ποιά βραχέα και τι τόνο θα βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη” κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν, και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο “ γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά παγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.
Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι “ το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν” ακούμε για οξείες και περισπωμένες.Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλης, που “χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε “ σώπα, δάσκαλε, ν΄ακούσουμε το πουλί!
Κακόμοιρε Περίανδρε Κρασάκη! Μια μέρα τον θάψαμε, είχε ακουμπήσει ήσυχα το κεφάλι του στην έδρα,σπάραξε μια στιγμή σαν το ψάρι και ξεψύχησε. [....] (σ. 68-69).
Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ΄ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. [...] Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θά “ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική “ μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος “ η Παιδαγωγική έλειπε, θά “ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή και άρχισε να μας βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ότι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ” ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα “ αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα “ και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. [...] «Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!» Κι αλήθεια είδαμε” [...]
Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
- Πού “ναι κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
- Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου. Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
- Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει. Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
- Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός! (σ. 69-70)
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 64-70.