Σόκαρε όλη την Ελλάδα η είδηση της δολοφονίας του πεζογράφου Μένη Κουμανταρέα τα ξημερώματα της Κυριακής 7 Δεκεμβρίου. Ο πεζογράφος βρέθηκε δολοφονημένος στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη και οι ιατροδικαστές λένε ότι γρονθοκοπήθηκε στην κοιλιά και το κεφάλι και στη συνέχεια ο δράστης τον στραγγάλισε. Δεν εντοπίστηκαν αμυντικά τραύματα, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα ο δράστης ή οι δράστες τον είχαν ακινητοποιήσει. Στο πλαίσιο της έρευνας για τη δολοφονία του η αστυνομία εξετάζει τη δικογραφία που είχε σχηματιστεί προ μερικών ετών από την Ασφάλεια Αττικής, σύμφωνα με την οποία ο Μένης Κουμανταρέας είχε καταγγείλει ότι είχε πέσει θύμα εκβιασμού από δύο Αλβανούς.
Πριν λίγο καιρό ο 83χρονος Μένης Κουμανταρέας είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θησαυρός του χρόνου» (εκδόσεις Πατάκη), που μιλάει για την απώλεια, την οδύνη της παρουσίας, τον κερδισμένο χρόνο, το πέρασμα του χρόνου και το μοίρασμά του ανάμεσα σε ίσκιους και αναμνήσεις από μια περασμένη ζωή. Το βιβλίο γράφεται εξαιτίας της άρρωστης γυναίκας. Ή καλύτερα, γράφεται για την απώλεια που θα φέρει η αρρώστια της. Ο συγγραφέας γνωρίζει ότι εκείνη δεν πρόκειται να το διαβάσει ποτέ, όμως συνεχίζει την αναπόληση της κοινής τους ζωής από τις πρώτες στιγμές της γνωριμίας τους. Αποκαλυπτικό, τολμηρό και, δυστυχώς, προφητικό το χαρακτηρίζει σε μια κριτική του η Τέσυ Μπάιλα.
«…εγώ με τα τωρινά γκρίζα μου αραιά μαλλιά είμαι πια σε ηλικία να τα αναπαράγω όλα, ομολογημένα κι ανομολόγητα-ιδίως αυτά- σαν να πρόκειται για τα τελευταία σημάδια που θ’ αφήσω πίσω μου…»
Μένης Κουμανταρέας
Στη μνήμη του κορυφαίου Έλληνα πεζογράφου η Εταιρεία Συγγραφέων αποφάσισε ομόφωνα να θεσπίσει βραβείο μυθιστορήματος «Μένης Κουμανταρέας» για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς. Η Εταιρεία Συγγραφέων εξηγεί, για την απόφαση της θέσπισης του βραβείου:
«Στο έργο του Μένη Κουμανταρέα, η συγγραφική δεινότητα και η ξεκάθαρη ματιά αποτελούν αρετές που συντέλεσαν στη διαμόρφωση του πεζογραφικού τοπίου στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και επηρέασαν το έργο πολλών νεότερων πεζογράφων. Ο Μένης Κουμανταρέας όχι μόνο υποστήριζε τους νέους συγγραφείς, αλλά και με το συγγραφικό του ήθος αποτέλεσε γι” αυτούς λαμπρό παράδειγμα, ώστε να συνεχίσουν τη μεγάλη παράδοση που ήδη είχε η χώρα μας μετά την περιώνυμη γενιά του ’30 και τους μεταπολεμικούς πεζογράφους. Το έργο του, απαλλαγμένο από νατουραλίστικες ευκολίες, οδηγεί τον αναγνώστη στις δύσκολες ατραπούς της απαιτητικής λογοτεχνίας και σηματοδοτεί μια νέα πορεία στην ελληνική πεζογραφία, μακριά από ηθογραφικούς ακροβατισμούς και σχοινοτενείς περιγραφές. Η κάθε λέξη του έχει λόγο να υπάρχει μέσα στο κείμενο και φωτίζει απαραίτητες πτυχές που καθιστούν τους ήρωες του αναγνωρίσιμους και το ύφος του ξεχωριστό.
Για τον λόγο αυτό, η θέσπιση του βραβείου για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς αποτελεί και ένα στοίχημα τόσο για την Εταιρεία Συγγραφέων που το θεσμοθετεί όσο και για τους νέους συγγραφείς, για τους οποίους ευελπιστούμε ότι θα αποτελέσει σημείο αναφοράς».
Ο Κουμανταρέας πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1962 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων Τα μηχανάκια. Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα Εκλογή, Επιθεώρηση Τέχνης, Τραμ, Ηριδανός, Ο Ταχυδρόμος, Οδός Πανός, η λέξη και άλλα. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας πήρε μέρος στην αντιστασιακή έκδοση 18 κείμενα και οδηγήθηκε τέσσερις φορές σε δίκη για το έργο του Το αρμένισμα.
Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος (1967 για το Αρμένισμα) και το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1975 για τη Βιοτεχνία υαλικών).
Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και από το 1982 ως το 1986 ήταν μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Η γραφή του κινείται στα όρια ανάμεσα στον κοινωνικό ρεαλισμό με έμφαση στην απεικόνιση των αλλοτριωτικών κοινωνικών μηχανισμών και την ποιητική έκφραση του αισθήματος της φθοράς και της χαμένης αθωότητας της νεανικής ηλικίας.
Ταινίες για τη τηλεόραση και τον κινηματογράφο έγιναν τα βιβλία του: Κυρία Κούλα, Τα καημένα, και η Φανέλα με το 9.
Αναλυτικά τη συγγραφική του παραγωγή του μπορείτε να διαβάσετε στην ιστοσελίδα του EKEBI.
Τσίτση Μαριάνθη και Κώστογλου Ανθή, μαθήτριες της Β΄ Τάξης