Δεν ήξερα τι με περίμενε όταν βρέθηκα μόνος στο δρόμο. Κρύο, πείνα, φόβος… όλα με κατακλύζανε. Ήμουν μόλις δύο χρονών και ένιωθα ότι ο κόσμος με είχε ξεχάσει. Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή τη μοναξιά, μια μικρή στιγμή καλοσύνης άλλαξε για πάντα τη ζωή μου. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου : Η ζωή ενός αδέσποτου σκύλου.
Νόμιζα πως ήμουν το μόνο σκυλάκι στο οποίο συνέβαινε αυτό το κακό, αλλά δεν μου πήρε πολύ καιρό να συνειδητοποιήσω ότι το φαινόμενο αυτό είναι πιο συχνό από ό,τι νόμιζα.Ήμουν μόλις δυο χρονών όταν οι παλιοί ιδιοκτήτες μου με παράτησαν έξω στο δρόμο μοναχό, χωρίς φαΐ, χωρίς στέγη, χωρίς τίποτα. Δεν τους θυμάμαι πολύ καλά, όμως απ΄ όσο μπορώ να ανακαλέσω την μπερδεμένη και στενάχωρη μνήμη μου, θυμάμαι ότι ο χρόνος μου μαζί τους κάθε άλλο παρά ευχάριστος ήταν… Δεν ήξερα τι με περίμενε στον έξω κόσμο και παρότι δεν περνούσα καλά με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες μου, τουλάχιστον είχα λίγα ψίχουλα και μια στέγη να μην βρέχεται η γούνα μου. Θα έλεγα πως ο έξω κόσμος δεν μου έκανε και την καλύτερη πρώτη εντύπωση… Ούτε δύο λεπτά δεν πέρασαν και αμέσως ένα παράξενο κινούμενο μηχάνημα, οδηγούμενο από έναν νεαρό άντρα μου πέταξε ό,τι νερό υπήρχε και δεν υπήρχε από τον δρόμο! Είχε κρύο και η βρεγμένη μου γούνα δεν βοήθαγε. Καθώς περπατούσα, συνεχώς έβλεπα αυτά τα παράξενα πλάσματα που πρόσφατα έμαθα ότι ονομάζονται ¨γάτες¨. Με κοιτούσαν με ένα τρομακτικό δολοφονικό βλέμμα, οπότε δεν τόλμησα καν να τις πλησιάσω. Ευτυχώς βρήκα έναν κάδο ο οποίος μου πρόσφερε λίγο φαγητό ,μην νομίζετε τίποτα σπουδαίο όμως , με το ζόρι τρωγόταν. Χωρίς άλλη ελπίδα , κάθισα κοντά στον κάδο και προσπάθησα να κοιμηθώ, για να περάσει επιτέλους αυτή η καταστροφική μέρα. Όποτε επιτέλους χαλάρωνα λίγο, ο ήχος των αυτοκινήτων με ξυπνούσε συνεχώς. Σαν να μην έφτανε αυτό, περαστικοί άνθρωποι μου έλεγαν παράξενες λέξεις τις οποίες δεν μπορούσα να καταλάβω ,αλλά ήξερα ότι δεν μου τις έλεγαν για καλό. Κάτι σαν ¨Φύγε από εδώ, βρομερό πλάσμα¨ ή ¨Κοίτα πώς κατάντησε η γειτονιά μας, με τέτοια άσχημα ζώα μες τους δρόμους¨. Και δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά με σπρώχνανε και με κλωτσούσανε συνεχώς!
Παρόλο που εκείνη η νύχτα ήταν από τις πιο δύσκολες της ζωής μου, κάτι μέσα μου έλεγε πως δεν έπρεπε να τα παρατήσω. Έτρεμα από το κρύο, πεινούσα και φοβόμουν, όμως έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να αντέξω μέχρι το ξημέρωμα.
Το επόμενο πρωί ,άνοιξα τα μάτια μου και άκουσα μία φωνή. Μια φωνή διαφορετική, γλυκιά. «Ωχ, μικρούλη. τι σου συμβαίνει;» Άνοιξα τα μάτια μου και είδα ένα μικρόσωμο αγοράκι να με κοιτάζει. Δεν έμοιαζε με τους προηγούμενους ανθρώπους που είχα συναντήσει. Δεν είχε θυμό στο βλέμμα του παρά μονάχα καλοσύνη.
Σιγά-σιγά άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου. Δεν με άρπαξε, δεν με πίεσε. Απλώς περίμενε. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, κάποιος νοιάστηκε για μένα. Έκανα ένα μικρό βήμα ,ένα ακόμα βήμα, τον μύρισα και άρχισα να τον γλείφω. Ο μικρός χαμογέλασε και με πήρε στην αγκαλιά του. Σε όλο τον δρόμο μου μιλούσε και μου έλεγε λόγια τρυφερά, λόγια αγάπης.
Με πήγε σε ένα σπίτι ζεστό, φωτεινό, με μυρωδιά από φαγητό και ανθρώπους που γελούσαν. Με στέγνωσαν, με έπλυναν, μου έδωσαν φαγητό , αληθινό φαγητό, όχι αποφάγια από κάδο. Μου έβαλαν κι ένα μικρό κόκκινο κολάρο. «Τώρα ξέρεις ότι είσαι δικός μου. Παντοτινά δικός μου. Μου ανήκεις και σου ανήκω», είπε ο μικρός.
Από εκείνη τη στιγμή , η ζωή μου άλλαξε. Με φρόντιζαν σαν να ήμουν το πιο πολύτιμο πλάσμα στον κόσμο. Κάθε μέρα με χάιδευαν, με αγκάλιαζαν, μου έλεγαν πως τώρα είμαι ασφαλής. Πως κανείς δεν θα με πληγώσει ξανά.
Μερικές φορές, όταν κοιμάμαι, θυμάμαι εκείνη τη νύχτα έξω, την ψύχρα, τους ανθρώπους που με έδιωχναν. Αλλά ανοίγω τα μάτια μου, βλέπω τον μικρούλη να χαμογελά, και ξέρω ότι όλα αυτά είναι πια παρελθόν. Γιατί τώρα έχω σπίτι. Έχω οικογένεια. Και πάνω απ’ όλα….έχω αγάπη.
Κοτσαρίνη Ελένη Β1
Κολυβά Ζωή Β1




