Όνειρο είναι… ;;; (Μέρος Πέμπτο)

Πως θα μπορούσα να μοιραστώ κάτι που η ίδια δυσκολευόμουν να πιστέψω.  Τα όνειρα συνεχίζονταν κάθε βράδυ .  Ήταν ατέλειωτα.  Έμοιαζαν τόσο εξωπραγματικά, μα και τόσο αληθινά.  Ένιωθα τη σκιά αυτού που με παρακολουθούσε να με πλακώνει, να γίνεται ένα με εμένα.  Με ακολουθούσε παντού.  Με παρακολουθούσε ακόμα και όταν κοιμόμουν.  Αισθανόμουν την παρουσία του και τα όνειρα όσο εξωπραγματικά και αν ήταν, με προστάτευαν, μου έδειχναν πράγματα που συνέβαιναν στο κοντινό μέλλον.  Αν και ποτέ δεν ήταν ξεκάθαρα, πάντα πριν συμβούν, υπήρχε κάποιο σημάδι. Χάρη σ’ αυτά τα σημάδια ήμουν ασφαλής.  Τον τελευταίο καιρό όλα έδειχναν ότι το σύμπαν συνωμοτούσε εναντίον μου συνέχεια.  Συνέβαιναν ανεξήγητα ατυχήματα γύρω μου και αν δεν ήμουν έτοιμη γι’ αυτά, δεν ξέρω πόσο σύντομο θα ήταν το ταξίδι της ζωής μου.

Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν ότι ήμουν μόνη σε όλο αυτό και φαινόταν ότι αυτό θα ήταν μόνιμο.  Αφού η Ελίνα, ο Έκτορας και ο Αλέξης αντάλλαξαν χαρτάκια κοροϊδεύοντάς με για την παράξενη συμπεριφορά μου.  σαιταΑν μια αποπροσανατολισμένη σαΐτα δεν κατέληγε στο δικό μου θρανίο, αντί αυτό της Ελίνας δε θα μπορούσα ποτέ να το πιστέψω.  Ο Ορέστης που καθόταν δίπλα μου έκανε μια αποτυχημένη βουτιά για να την πιάσει και να μη φτάσει ποτέ στα χέρια μου, όμως δεν τα κατάφερε και έπεσε στο πάτωμα.  Λίγο έλειψε η καθηγήτριά μας να δει τη σαΐτα, αλλά το τελευταίο λεπτό πρόλαβα και την έβαλα στην τσέπη μου.  Ο Ορέστης σηκώθηκε αργά και ξανακάθισε δίπλα μου.  Κανένας δε γέλασε, οπότε η πτώση του ξεχάστηκε γρήγορα.  Με κοίταζε στα μάτια, μη ξέροντας τι να κάνει για να με σταματήσει από το να ξεδιπλώσω τη σαΐτα, που έκανε τα χέρια μου να τρέμουν.  Παρόλο που ήμουν έτοιμη γι’ αυτό από την περασμένη νύχτα, από τον τρομαχτικό εφιάλτη που με είχε ξυπνήσει από τα χαράματα, ήμουν πολύ νευρική.  Το τελευταίο λεπτό, την ώρα που θα μάθαινα αν ο εφιάλτης μου ήταν βασισμένος στην πραγματικότητα, η γη άρχισε να κινείται κάτω από τα πόδια μου.  Γινόταν σεισμός.  Μερικά παιδιά άρχισαν να τρέχουν προς την πόρτα φωνάζοντας αγνοώντας την καθηγήτρια που μας φώναζε να μείνουμε όλοι κάτω από τα θρανία μας.  Μόλις είδε όμως ότι η πλειοψηφία των μαθητών είχε βγει έξω, μας είπε να μείνουμε όλοι εκεί, για να βρει τους υπόλοιπους.  Φαινόταν πραγματικά τρομοκρατημένη, όπως  και οι περισσότεροι μαθητές μέσα στην αίθουσα, γιατί ο σεισμός δεν ανήκε  ακόμα στο παρελθόν.

Η καθηγήτρια αργούσε να γυρίσει και επειδή οι μαθητές φοβόντουσαν για μετασεισμούς  είπαν να βγούμε από την αίθουσα.  Ο Ορέστης  και ο Φίλιππος όμως είπαν να μη βγει κανείς από κει, γιατί δεν ήξεραν τι υπήρχε μετά το διάδρομο.  Κατά τη διάρκεια του σεισμού είχαν ακουστεί κραυγές και πράγματα να πέφτουν.  Όμως ο τρόμος ξεπερνούσε τη λογική έτσι και άλλοι μαθητές βγήκαν έξω.  Είχαν βγει  όλοι εκτός από εμάς του οχτώ.  Μόλις τα παιδιά που είχαν βγει έξω πλησίαζαν την έξοδο ένας δεύτερος σεισμός διαδέχθηκε τον πρώτο.  Η βιβλιοθήκη της αίθουσας έπεσε κλείνοντας την έξοδο.  Είχαμε εγκλωβιστεί εμείς οι οχτώ πρώην καλύτεροι φίλοι.  Ο συναγερμός της φωτιάς άρχισε να ουρλιάζει προειδοποιώντας μας ότι τα πράγματα μπορούσαν να πάνε πολύ χειρότερα από όσο πιστεύαμε.  Και όμως τίποτα δε με φόβισε τόσο όσο το ότι ήμουν εγκλωβισμένη μαζί τους. Προτιμούσα να με κατάπινε η γη παρά να ήμουν εκεί. Ένιωθα ότι δεν έπρεπε να είμαι μαζί τους πια. Είχα καταφέρει να διαβάσω εκείνο το χαρτάκι ενώ ο Ορέστης  και ο Φίλλιπος έδιναν οδηγίες στα άλλα παιδιά. Τώρα ήξερα ότι τα όνειρά μου ήταν απολύτως αληθινά και ότι αν έμενα λίγο ακόμα εκεί θα άρχιζα να κλαίω. Κάτι που δεν έπρεπε να δουν, δεν έπρεπε να τους αφήσω να με ξαναπλησιάσουν. Έπρεπε να μείνουν μακριά μου για το καλό τους και γιατί είχαν ξεχάσει το ποια πραγματικά ήμουν κάποτε γι’ αυτούς. Ο Ορέστης πρόσεξε το χαρτάκι μες στο χέρια μου ήξερε ότι το είχα διαβάσει περίμενε να δει την αντίδρασή μου.  Δε μπορούσα να του δείξω πόσο πληγωμένη ήμουν. Γι’ αυτό το ξαναδίπλωσα και έδωσα στην Ελίνα ζητώντας συγνώμη που το είχα διαβάσει γιατί πίστευα ότι προοριζόταν για μένα και όχι ότι ήμουν σίγουρη ότι έλεγε για μένα.  Όπως ήταν λογικό φαινόταν να μην ενδιαφέρεται και τόσο και ότι είχε ξεχάσει την ύπαρξή του μιας και έξω ο κόσμος καταστρεφόταν .  Όταν το διάβασε φάνηκε στο βλέμμα της ότι ήθελε να μου ζητήσει συγνώμη.  Όμως νερό άρχισε να τρέχει από τους ανιχνευτές φωτιάς, προειδοποιώντας μας ότι ο συναγερμός πριν δεν ήταν εξαιτίας του σεισμού, αλλά επειδή το κτίριο είχε πιάσει φωτιά και ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι γρήγορα για να φύγουμε από αυτό το μέρος.  Ο Έκτορας και ο Αλέξης προσπαθούσαν να σηκώσουν τη βιβλιοθήκη, ενώ οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τη Σάντρα.  Φαινόταν πολύ σκυθρωπή, όπως τότε που την είχαν βρει στον πύργο, σε εκείνο τον απαίσιο εφιάλτη, που ήταν ότι πιο πραγματικό είχα ζήσει ποτέ.

Το ότι με αγνοούσαν με βοήθησε στο να αποδεχτώ ότι δεν αποτελούσα πια μέρος της φιλίας που μοιραζόμασταν.  Ακόμα και ο Ορέστης φαινόταν πολύ ταραγμένος με τη Σάντρα, που δε με είδε να ανοίγω το παράθυρο και να βγαίνω στην αυλή.  Ήθελα τόσο πολύ να είμαι στο πλευρό της Σάντρα, αλλά δε μπορούσα.  Τουλάχιστον ήμουν σίγουρη ότι δε θα με χρειαζόταν όσο θα ήταν μαζί τους.  Μαύρος καπνός έβγαινε από την αυλή της διπλανής αίθουσας.  Η φωτιά ήταν τόσο κοντά μας και δεν το είχαμε καταλάβει.

Τότε είδα τη σκιά που με παρακολουθούσε.  Ήταν στη διπλανή αυλή, στην αίθουσα που καιγόταν.  Πάντα κρύβονταν όταν την έβλεπα, αλλά τώρα δεν κουνήθηκε.  Ήξερε ότι δε θα την πλησίαζα.  Δε μπορούσα να τη διακρίνω καθαρά.  Ο καπνός την έκρυβε.  Ήταν τόσο κοντά στη φωτιά, αλλά δεν κουνιόταν.  Απλά με παρακολουθούσε και τότε πήρα την πιο τρελή απόφαση που έχω πάρει ποτέ.  Πήδηξα στην αυλή της αίθουσας που καιγόταν.  Άκουσα φωνές πίσω μου.  Ήταν η Ελίνα, η οποία με έψαχνε, γιατί η Σάντρα από εκεί που ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει, φώναζε το όνομά μου.σαντρα  Μόνο μια στιγμή γύρισα αλλού και η φιγούρα, που με παρακολουθούσε, είχε εξαφανιστεί, αφήνοντάς με εκεί με τον καπνό να με σκεπάζει.  Η Ελίνα ενώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά, είχε μπει μέσα για να φωνάξει τους άλλους, γιατί το λάθος που είχα κάνει να ακολουθήσω τη σκιά φαινόταν αδιόρθωτο.  Όλοι βγήκαν έξω στην αυλή εκτός από τον Ορέστη και τη Σάντρα.  Το να πηδήξω πίσω κοντά τους ήταν αδύνατον, αφού η αυλή που βρισκόμουν ήταν χαμηλότερη από την άλλη και το κενό από εδώ φαινόταν διπλάσιο από πριν.  Με κοιτούσαν απεγνωσμένα και μιλούσαν μεταξύ τους.  Ο Φίλιππος μου φώναξε και μου είπε να μη φοβάμαι και ότι θα έβρισκαν έναν τρόπο να με βγάλουν από κει γρήγορα.  Δε μπορούσα να μιλήσω, ο καπνός με έκανε να βήχω παρόλο που ήμουν σε ανοιχτό χώρο.  Ήταν σα να μην έβρισκε διέξοδο προς το ανοιχτό ουρανό.  Από τον πολύ καπνό δε μπορούσα να διακρίνω τα παιδιά πια.  Τα άκουγα όμως να φωνάζουν το όνομά μου, ελπίζοντας να απαντήσω.  Όμως δε μπορούσα.  Ήξερα ότι ήμουν αδύναμη, όπως σε εκείνο το όνειρο που μου είχε στερήσει τους φίλους μου, όμως δεν ένιωθα το ίδιο.  Αυτό ήταν η πραγματικότητα και έπρεπε να κάνω κάτι.  Θυμήθηκα το όνειρο που είχε δει εκείνο το βράδυ.  Ήξερα ότι αυτό που θα δοκίμαζα δεν περιείχε κανένα στοιχείο λογικής, θα έμπαινα μέσα στην αίθουσα από την οποία έβγαινε ο καπνός.  Μόλις μπήκα, είδα ότι παρόλο που η αίθουσα καιγόταν η πόρτα ήταν ανοιχτή.  Οι φλόγες δεν έρχονταν από το διάδρομο, αλλά από την ίδια την αίθουσα και χάρη στο νερό που έπεφτε από την οροφή οι φλόγες δεν είχαν τυλίξει την πόρτα.  Ήθελα να τρέξω προς την πόρτα, αλλά μέσα από τις φλόγες εμφανίστηκε η φιγούρα.  Ήταν ντυμένη στα μαύρα και η κουκούλα σκέπαζε το πρόσωπό της.  ΄Εμεινα  ακίνητη.  Δεν ήξερα τι άλλες επιλογές είχα.  Άρχισε να με πλησιάζει.  Οι φλόγες είχαν τώρα καλύψει τα παράθυρα.  Δε μπορούσα να κάνω βήμα πίσω.  Δεν ήξερα τι ήθελε, αλλά ήμουν αρκετά θαρραλέα, μετά από όσα είχα περάσει, ώστε να μάθω.   Άπλωσε το χέρι του προς τα εμένα, ήθελε απλά να του δώσω το χέρι μου γι’ αυτό με παρακολουθούσε τόσο καιρό.  Μετά από όλα αυτά τα παράξενα που είχαν συμβεί δε μπορούσα να ξαφνιαστώ από αυτό.  Οι φλόγες τώρα με πλησίαζαν ακόμα περισσότερο.  Έπρεπε να αποφασίσω γρήγορα.  Ένιωθα ότι δεν έπρεπε να τον ακουμπήσω, θυμήθηκα ότι την προηγούμενη φορά γελούσε μαζί μου σε εκείνο το πρώτο μου όνειρο.  Όμως ήμουν σίγουρη ότι δε θα με άφηνε να φύγω.  Ενώ ήμουν τόσο απεγνωσμένη, ένας τρίτος μετασεισμός με έσωσε.  Το πάτωμα κουνιόταν τόσο πολύ που έπεσε κάτω.  πυροσβεστικήΔε συνέβη όμως το ίδιο και με μένα που βρήκα την ευκαιρία να βγω επιτέλους από την αίθουσα χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω.  Τα παιδιά είχαν βγει και αυτά τα είδα ακριβώς πίσω μου και δεν το πίστευαν ότι ήμουν καλά.  Τρέξαμε προς την κεντρική έξοδο.  Οι πυροσβέστες μόλις είχαν καταφέρει να ανοίξουν την έξοδο.  Ο Ορέστης δεν ήταν μαζί τους.  Κόντεψα να τρελαθώ όταν το συνειδητοποίησα.  Είχε πηδήξει μου είπαν στην αυλή με τις φλόγες για να με βρει.  Θυμήθηκα τα παράθυρα που είχαν καλυφθεί από φλόγες.  Είχε εγκλωβιστεί για να με σώσει.  Έπρεπε να κάνουμε γρήγορα, δεν είχαμε πολύ χρόνο.  Όλοι οι πυροσβέστες μας ακολούθησαν στην αίθουσα, έσβησαν τη φωτιά πολύ γρήγορα και όλοι τρέξαμε στα παράθυρα.  Η φιγούρα και ο Ορέστης δεν ήταν πια εκεί.

… συνεχίζεται

Αντωνία Ποδότα

Σχολιάστε

Top