
Τα αυξημένα περιστατικά παραβατικότητας των νέων συνήθως αποδίδονται στο έλλειμα διαπαιδαγώγησής τους τόσο από το σχολείο όσο και από την οικογένεια, δηλαδή στην απουσία αγωγής που παρέχει αξίες και προσανατολίζει τους νέους σε υγιείς στόχους.
Ένας λόγος για τον οποίον ένας έφηβος μπορεί να οδηγηθεί σε μια τέτοια παραβατική συμπεριφορά είναι αρχικά η συχνή αδυναμία των σχολείων να λειτουργήσουν ως χώροι κοινωνικοποίησης και στήριξης των παιδιών, ειδικά αυτών που προέρχονται από μειονεκτικά περιβάλλοντα. Επιπλέον, συνήθως πίσω από την παραβατικότητα των εφήβων κρύβεται η έλλειψη υγειών οικογενειακών σχέσεων, που θα ικανοποιήσουν τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού, όπως τη ζεστασιά, τη στοργή, το ουσιαστικό ενδιαφέρον, την αποδοχή και την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, όλων αυτών των θετικών συναισθημάτων δηλαδή που θα έπρεπε να καλλιεργεί και να προσφέρει ένας γονιός.
Η συχνή παραβατικότητα των εφήβων μπορεί να αντιμετωπιστεί με την καθιέρωση ανοιχτής επικοινωνίας των γονέων με τους εκπαιδευτικούς για θέματα σχετικά με την απόδοση και την κοινωνική συμπεριφορά των μαθητών. Επιπρόσθετα, οι γονείς θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι για τις τρέχουσες εξελίξεις σε ζητήματα ανατροφής, ώστε να είναι κοντά στα παιδιά τους, να μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να μπορούν να τους προσφέρουν ασφάλεια, αγάπη και στήριξη. Η παιδεία από το σπίτι, άλλωστε, οξύνει την κρίση των νέων και είναι αυτή που τους δίνει τη δυνατότητα να διακρίνουν το καλό από το κακό και το δίκαιο από το άδικο.
Η απάντηση, λοιπόν, στο πρόβλημα της νεανικής παραβατικότητας δεν βρίσκεται στην αυστηρότητα, στην οποία καταφεύγουν οι σύγχρονες κοινωνίες, αλλά στην κατάλληλη παιδεία, στη βοήθεια των αδυνάμων και στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που γεννούν την εγκληματικότητα.
Μαρκέλλα Κοκώνη.
