Η πίπα της μάγισσας και άλλες φανταστικές ιστορίες

5669ba8c-bbb6-4195-bf04-60228ad386ae

βιβλιοπαρουσίαση από τον Κωνσταντίνο Π.

Τίτλος βιβλίου: Η πίπα της μάγισσας και άλλες φανταστικές ιστορίες

Συγγραφέας: Τζάννι Ροντάρι

Εκδόσεις: Πατάκης

Ο ξακουστός Τζάννι Ροντάρι μας ξαφνιάζει με τις ιστορίες του. Κλέφτες έξυπνοι και μπουνταλάδες, ταξίδια στο παρελθόν και το μέλλον… Οι ιστορίες σε αυτό το βιβλίο είναι πολλές, όπως:  τα τρία δεμένα αδέρφια, η πίπα της μάγισσας, ο μάγος Μπιρένο, ο Πακέτος  πηγαίνει στη θάλασσα, η παγίδα του χρόνου, ήλιος και Σαπουνάκης, το κοριτσάκι με τα χρυσά μαλλιά και το φορητό πικάπ.

1η ιστορία 

Η πίπα της μάγισσας 

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας βοσκός που τον έλεγαν Χαρωπό. Το κοπάδι του αποτελούνταν από μια προβατίνα, που μια μέρα την έχασε. Καθώς τη έψαχνε στους θάμνους, είδε μια μάγισσα να καπνίζει μια πίπα. Ο Χαρωπός ρουφήξει λίγο και είδε την προβατίνα του να την κρατούν δύο παλιάνθρωποι. Την είχε πάρει ο πρίγκιπας Δυσαρεστημένος. Ο πρίγκιπας ήταν οργισμένος, γιατί ο γιος του ο Γουισκάρδο δεν γύρισε από τον πόλεμο. Μόλις ρούφηξε ξανά από την πίπα, τον είδε σε ένα κελάρι αιχμάλωτο.

Ο Χαρωπός τον ψάχνει και σε λίγο φτάνει στο κάστρο του κόμη Στρογγυλού. Η κόρη του ήταν η Γουλιελμίνα ή αλλιώς κόμησα  Άσχημη. Η κόμησα ήταν όντως άσχημη η κακομοίρα και δεν την ήθελε κανείς για γυναίκα του, ούτε ο Γουισκάρντο, γι αυτό ο κόμης Στρογγυλός τον άφηνε να σαπίζει εκεί στο κελάρι όλη του τη ζωή. Ο Χαρωπός συλλογίστηκε για λίγο και έψαξε ξανά την πίπα του. Ξαφνικά είδε ένα υπέροχο παλάτι  και τότε  …

2η ιστορία 

Η παγίδα του χρόνου 

Ο Τζόνι είναι ένα παιδί που ζει με την οικογένειά του στους πρόποδες ενός βουνού. Μια μέρα, καθώς πήγαινε σχολείο μέσα από το μονοπάτι του δάσους, άκουσε το θείο του να τραγουδάει μια γνώριμη μελωδία. Τότε σκέφτηκε να του κάνει μια πλάκα. Έτσι λοιπόν, μπήκε σε μια κουφάλα μιας γέρικης καστανιάς.  Ξαφνικά ένιωσε σαν να τον κατάπιε η γη. Σκοτάδι παντού, η σιωπή μεγάλη. «Αχ! Ο αυχένας μου«, είπε ο Τζίνο και απ´ το πουθενά ένα φως άναψε. Ένας επιστήμονας εμφανίστηκε και η χρονιά από το 1965 έφτασε στο 2438.

Κατάφερε ο Τζόνι να ξεφύγει από την παγίδα του χρόνου;

(υπενθύμιση από του δάσκαλο της τάξης. Τη 2η ιστορία με τίτλο: «η παγίδα του χρόνου» τη συναντήσαμε στο Τ.Ε. της Γλώσσας, β´τεύχος της Ε´τάξης στην ενότητα 10) 

___________________________________________________________________________________

Το ίδιο βιβλίο διάβασε και ο Σπύρος και μας γράφει

βιβλιοπαρουσίαση από το Σπύρο 

Ο Παγετός πηγαίνει στη θάλασσα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δύο κλέφτες, ο Μάττι και ο Πακέτος. Ο Μάττι έστειλε τον Πακέτο στη Γαλάζια πανσιόν με ένα ραδιοφωνάκι που δε λειτουργούσε, γιατί ήταν ένας πομπός, για να πάρει πληροφορίες για τα θύματα που θα έκλεβαν.

Όταν έκαναν το πρώτο χτύπημα, κατάφεραν και διέφυγαν. Το σύστημα τους να συλλέγουν πληροφορίες  και να κλέβουν, λειτούργησε. Αργότερα εμφανίστηκε ο αστυνόμος Ντομίνιτος, που  τους γνώριζε, ο οποίος κατάλαβε ότι το ραδιοφωνάκι ήταν ψεύτικο, καθώς είδε τον Πακέτο στο καφενείο να ακούει τον αγώνα στο ραδιόφωνο του καφενείου! Τότε κατάλαβε το κόλπο τους και τους συνέλαβε αμέσως.

Τρία δεμένα αδέρφια

Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα κάστρο ζούσε ένας ετοιμοθάνατος βασιλιάς ο Αλκουίνο. Είχε 3 γιούς, το Μπράνο, το Μπρουνέττο και το Μπρουνονέ.

Όταν ο Αλκουίνο πέθανε, ο συμβολαιογράφος τους διάβασε τη διαθήκη. Ο βασιλιάς έλεγε ότι τα τρία αδέρφια έπρεπε να είναι δεμένα με ένα σχοινί 10 μέτρων για ένα χρόνο. Μέσα σε αυτό τον χρόνο θα πρέπει να ταξιδεύουν.

Τα αδέρφια άρχισαν το ταξίδι, αλλά κατά τη διαδρομή ο Μπρούνο γνώρισε μια νεαρή κοπέλα, όμορφη και μυαλωμένη.  Ο Μπρούνο δε μπορούσε να σταματήσει να τη σκέφτεται, γι΄ αυτό όταν τα κοιμήθηκαν τα αδέρφια του, έκοψε το σχοινί και πήγε να τη βρει.

Τα αδέρφια όταν ξύπνησαν είδαν το κομμένο σχοινί και κατάλαβαν ότι ο αδερφός τους έφυγε και συνέχισαν . μετά από λίγο καιρό σταμάτησαν στο εργαστήριο ενός ζωγράφου. Ο Μπρουνέττο ήθελε να γίνει ζωγράφος, αλλά ο πατέρας δεν τον άφησε. Ο Μπρουνέττο τη νύχτα δε μπορούσε  να κοιμηθεί και αποφάσισε να μείνει εκεί, για να γίνει ζωγράφος, κόβει το σχοινί και πάει στο εργαστήρι. Την άλλη μέρα ο Μπρουνόνε έμεινε μόνος αλλά συνέχισε το ταξίδι.

Μετά από λίγο καιρό, ο Μπρουνόνε έφτασε σε μια περιοχή και πήγε να επισκεφτεί το δήμαρχο της περιοχής. Ο δήμαρχος τον φιλοξένησε στο σπίτι του. Μιλώντας με το Μπρουνόνε του είπε να μην κυκλοφορεί το βράδυ, γιατί υπάρχουν κλέφτες που κλέβουν. Μόλις το άκουσε ο Μπρουνέτο του είπε ότι θα τους βρει και θα τους βάλει στη φυλακή.  Πήρε μαζί του μερικούς χωρικούς και άρχισε να ψάχνει. Μόλις τους βρήκε τους έπιασε, τους έδεσε σαν σαλάμια, αλλά από ένα πηγάδι εκεί κοντά ακούγονταν φωνές. Όταν κοίταξε μέσα στο πηγάδι, είδε τα δύο αδέρφια του. Οι κλέφτες τα είχαν απαγάγει. Όταν τα ανέβασε επάνω αποφάσισαν όταν τελειώσουν το ταξίδι, ο Μπρουνέττο να φέρει το γερο-ζωγράφο, ο Μπρούνο να πάρει τη γυναίκα του και να μη χωρίσουν την περιουσία τους, αφού θα έμεναν μαζί.