Οι λέξεις

 

91a4d4e79cc1c5abb7b4ac282dd4d063

 

Η ποιήτρια κ. Αντωνία Μποτονάκη ολοκληρώνει τις δράσεις του σχολείου μας σχετικά με το αφιέρωμα στην ποίηση που ξεκίνησε τον Μάρτιο. Καλεσμένη στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου μας σε μια διαδικτυακή συνάντηση συνομίλησε ξεχωριστά με την κάθε τάξη, διάβασε ποιήματα, μας κάλεσε στον ποιητικό της κόσμο και απάντησε στα ερωτήματά μας. Εμείς χαρήκαμε πολύ αυτή την ιδιαίτερη συνομιλία, την ευχαριστούμε από καρδιάς που βρήκε χρόνο μέσα στο καθημερινό τρέξιμο και την πολύβουη πια ζωή μας να ανταποκριθεί στο μικρό κάλεσμά μας! Τέσσερα ποιήματα είχαμε την απόλαυση να ακούσουμε να τα απαγγέλει η ίδια η ποιήτρια -τα δυο ανέκδοτα-, να μας αποκαλύπτει μικρά μυστικά, να μιλάμε για τις λέξεις, τη συγχώρεση, τη συμπόνοια, την ίδια την ποίηση  Κι η απόλαυση τέτοια που θέλουμε κι αυτά να τα μοιραστούμε!

 

 

Ο ι  λ έ ξ ε ι ς

 

Οι λέξεις είναι αγκάθια

Στο τέλος του χειμώνα

θα κάτσω να, εκειδά

στην άκρη της αυλής μας

-το μόνο ηλιόλουστο κομμάτι του σπιτιού μας-

εκεί θα κάτσω

κι ένα προς ένα

-ανώδυνο δε θα ´ναι-

απ´ το κορμί μου θα τα βγάλω

-ένα μπουκέτο αγκάθια ματωμένα-

μ´ αυτά

τα ποιήματά μου

θα καρφώνω

ενώπια ενωπίοις

 

(ανέκδοτο)

 

Ε π έ κ ε ι ν α

 

Σαν έφτασε έτσι ωχρός κι αδύνατος

σα καύκαλο χελώνας ο νεκρός

έτσι ξεπαγιασμένος

με κείνα τα γελοία εσώρουχα

-δε βρίσκανε άλλα τέτοιαν ώρα-

κι ως να μην έφταναν αυτά

μπογιαντισμένος -ως είθισται στις μέρες μας-

με παραγεμισμένα μάγουλα και κολλημένα χείλη.

Έτσι ελεεινός στην πόρτα στάθηκε του Κάτω Κόσμου.

Σα βγήκε ο άγγελος για την παραλαβή, φοβήθηκε ο νεκρός

Να κλαίει άρχισε, να οδύρεται

Δεν ήμουνα καλός, να λέει

Μήτε πατέρας, μήτε σύντροφος

Οκνός, δειλός, και γυναικάς και πότης

Κι άλλα πολλά ετοιμαζότανε να πει

Μα ο άγγελος σήκωσε τη ρομφαία

-μακάρι να ΄ταν χέρι δροσερό-

και τον σταμάτησε.

Σε είχα δει, έτσι του είπε τρυφερά

Σε είχα δει, πώς μπόλιαζες τα δέντρα

πώς έπλαθες τη λάσπη

και πώς, με τις ασφοδυλιές έφτιαχνες ανεμόμυλους

Κι ακόμα

τόσο που έκλαψες, εξέπλυνε το κρίμα σου η αρμύρα.

 

Και πέτρα λησμονιάς του ‘δειξε να καθίσει.

 

(ανέκδοτο)

 

 

 

Α φ ύ π ν ι σ η

 

Όταν πέθανε, πριν ένα χρόνο ακριβώς, ο πατέρας μου

δεν πέθανα· όπως φοβόμουν.

Όταν σκοτώσανε ένα μήνα μετά το γάτο μου

δεν τρελάθηκα· όπως φοβόμουν.

Όταν αποφάσισα -σήμερα μόλις- να κάνω ευθανασία στο γέρικο σκυλί μου

δεν έκλαψα.

Χτες βράδυ, είδα τις φωτογραφίες των νεκρών παιδιών στη Γάζα·

κι όμως κοιμήθηκα σχεδόν καλά.

 

φοβάμαι ότι έχω πεθάνει από καιρό…

 

Τέρμα Θεού, εκδόσεις Ιωλκός

 

 

Ά σ κ η σ η   γ ρ α μ μ α τ ι κ ή ς

 

Ποίημα δεν είναι η στιγμή

που κόπηκε και κύλησε

στο πάτωμα το χέρι.

 

Δεν είναι ο πόνος

ούτε το θλιβερό κολόβωμα

ούτε η παλιά πληγή.

 

Προ πάντων ποίημα δεν είναι

το πρόσθετο το μέλος.

Αλλ” αντιθέτως.

 

Ποίημα είναι ο πόνος-φάντασμα

στο χέρι που χει λείψει.

Το αίσθημα του πόνου – αν με καταλαβαίνεις.

 

Όχι ο πόνος.

Μονάχα το »αλγείν» που χρόνισε

στη διάρκεια του παρατατικού.

 

Συντασσόμενο σε όλες τις φωνές

σε όλους τους χρόνους.

 

Τέρμα Θεού, εκδόσεις Ιωλκός

 

 

Πίνακας: Alena Hennesy

Υπεύθυνη δράσης: Σεβαστή Κωνσταντινίδου

 

 

 

 

 

 

 

2 σχόλια στο "Οι λέξεις"

  1. Ευχαριστώ για την φιλοξενία. Κι εσείς και τα παιδιά ήσασταν υπέροχοι. Με συγκινήσατε ιδιαίτερα

Σχολιάστε

Top