Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Νάνος
Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, γνωστός και ως υπολογιστής των Αντικυθήρων ή αστρολάβος των Αντικυθήρων, χρονολόγιο των Αντικυθήρων, είναι ένα αρχαίο τέχνεργο, το οποίο λειτουργούσε ως αναλογικός, μηχανικός υπολογιστής και όργανο αστρονομικών παρατηρήσεων και παρουσιάζει ομοιότητες με πολύπλοκο ωρολογιακό μηχανισμό. Ο μηχανισμός Aποτελεί τον αρχαιότερο γνωστό πολύπλοκο, πλανητικής λειτουργίας, μηχανισμό και αποκαλείται ως ο πρώτος γνωστός αναλογικός υπολογιστής. Τα χαρακτηριστικά κατασκευής του υποδηλώνει ότι είχε κατασκευαστεί κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου.
Ανασύρθηκε, από αλιείς, σε ναυάγιο ανοικτά της ελληνικής νήσου Αντικύθηρα, νοτίως της Πελοποννήσου, μεταξύ των Κυθήρων και της Κρήτης. Με βάση τη μορφή των ελληνικών επιγραφών που φέρει χρονολογείται μεταξύ του 150 π.Χ. και του 100 π.Χ., αρκετά πριν από την χρονολογία του ναυαγίου, το οποίο ενδέχεται να συνέβη ανάμεσα στο 76 π.Χ. και 60 π.Χ. Θα μπορούσε να ήταν κατασκευασμένο μέχρι μισό αιώνα πριν το ναυάγιο. Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε το 1900 σε βάθος περίπου 40 με 64 μέτρων και πολλοί θησαυροί, αγάλματα και άλλα αντικείμενα, ανασύρθηκαν και βρίσκονται, σήμερα, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.
Με τον μηχανισμό ασχολήθηκαν σε πρώιμο στάδιο και άλλοι σπουδαίοι επιστήμονες, φυσικοί και αρχαιολόγοι (Π. Ρεδιάδης, Ι. Σβορώνος, Κ. Ράδος, ο ναύαρχος Ι. Θεοφανίδης, ο Γερμανός Α. Ρεμ κ.α.), που επισήμαναν την τεχνολογική του σημασία. Η εξωτερική διάβρωση όμως του μηχανισμού και τα περιορισμένα τεχνολογικά μέσα της εποχής δεν τους επέτρεψαν να βγάλουν περισσότερα συμπεράσματα. Ο αρχαιολόγος Ι. Σβορώνος όμως υπέθεσε ότι πρόκειται για κάποιο είδος αστρολάβου, ενώ ο Γερμανός A. Rehm συνέδεσε τον μηχανισμό με το πλανητάριο του Αρχιμήδη.
Ο καθηγητής Ντέρεκ Ντε Σόλα Πράις, φυσικός και ιστορικός της επιστήμης που εργαζόταν στο Πανεπιστήμιο του Γέηλ, δημοσίευσε ένα άρθρο για τον μηχανισμό αυτό, στο περιοδικό Scientific American τον Ιούνιο του 1959, όταν ακόμα ο μηχανισμός δεν είχε μελετηθεί πλήρως. Το 1973 ή το 1974 δημοσίευσε τη μονογραφία του με τίτλο «Γρανάζια από τους Έλληνες», βασισμένη σε σάρωση του μηχανισμού με ακτίνες γ που πραγματοποίησε ο ακτινοφυσικός του Ε.ΚΕ.Φ.Ε. «Δημόκριτος» Χαράλαμπος Καράκαλος. Ο Πράις υποστήριξε ότι η συσκευή αυτή θα μπορούσε να είχε κατασκευαστεί από τη Σχολή του Απολλωνίου στη Ρόδο. Τα συμπεράσματά του δεν έγιναν αποδεκτά από τους ειδικούς της εποχής, οι οποίοι πίστευαν ότι οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν το θεωρητικό υπόβαθρο αλλά όχι και την απαιτούμενη πρακτική τεχνολογία για μια τέτοια κατασκευή.
Η μελέτη του συνεχίζεται από Άγγλους και Έλληνες ειδικούς των Πανεπιστημίων του Κάρντιφ, των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σε μια διαπανεπιστημιακή ομάδα. Η σύγχρονη έρευνα υποστηρίζεται από την τελευταία τεχνολογία με τη βοήθεια μεγάλων εταιρειών, με πρωτοποριακά προγράμματα ψηφιακής απεικόνισης και έναν ειδικό τομογράφο, ο οποίος κατασκευάστηκε ειδικά για την έρευνα του μηχανισμού των Αντικυθήρων. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν ότι ο μηχανισμός φέρει 30 οδοντωτούς τροχούς οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από 10 άξονες. Η λειτουργία του μηχανισμού κατέληγε σε τουλάχιστον 5 καντράν, με έναν ή περισσότερους δείκτες για το καθένα. Με τη βοήθεια του τομογράφου έχουν διαβαστεί αρκετές από τις επιγραφές που υπήρχαν στις πλάκες και στους περιστρεφόμενους δίσκους, οι οποίες εμπεριέχουν αστρονομικούς και μηχανικούς όρους, και έχουν χαρακτηριστεί από τους ειδικούς ως ένα είδος «εγχειριδίου χρήσης» του οργάνου.
Ο μηχανισμός αυτός έδινε, με βεβαιότητα, τη θέση του ήλιου και της σελήνης καθώς και τις φάσεις της. Προβλέπει ακόμη και σήμερα σωστά τις εκλείψεις ηλίου και σελήνης βασιζόμενος στον κύκλο του Σάρου. Δείκτες όπως των ρολογιών, σε κυκλικές και ελικοειδείς κλίμακες δείχνουν την ημερομηνία σε δύο ημερολόγια, ένα ελληνικό (Ηπειρώτικο, Κορινθιακό Δωρικό) βασισμένο στον 19 ετών Μετωνικό κύκλο, ο οποίος αναπτύχθηκε από τον Μέτωνα τον Αθηναίο την εποχή του Σωκράτη και το οποίο σήμερα προσδιορίζει πότε έχουμε το Πάσχα, και ένα «αιγυπτιακό», που είναι ουσιαστικά αυτό, που αργότερα ονομάσθηκε Ιουλιανό ημερολόγιο και το οποίο ήταν και το κοινό «επιστημονικό» ημερολόγιο της ελληνιστικής, πτολεμαϊκής εποχής και χρησιμοποιείται και σήμερα από τους αστρονόμους και που είναι αυτό που ονομάζουμε «παλαιό ημερολόγιο».
Μια μερική ανακατασκευή του μηχανισμού πραγματοποιήθηκε από τον Αυστραλό επιστήμονα των υπολογιστών Άλαν Τζωρτζ Μπρόμλεϋ (Allan George Bromley, 1947-2002), του Πανεπιστημίου του Σίδνεϋ και τον ωρολογοποιό του Σίδνεϋ Φρανκ Πέρσιβαλ (Frank Percival). Η έρευνα αυτή ώθησε τον Μπρόμλεϋ να επανεξετάσει την ανάλυση ακτίνων Χ του Πράις. Ο Μπρόμλεϋ, με τη βοήθεια του Βρετανού Μάικλ Ράιτ, παρήγαγε επίσης νέες και ακριβέστερες ακτινοσκοπήσεις (απεικονίσεις με ακτίνες Χ) του μηχανισμού οι οποίες μελετήθηκαν τον μαθητή του Μπέρναρντ Γκάρντνερ (Bernard Gardner), το 1993.
Αργότερα, ένας Βρετανός κατασκευαστής μηχανικών πλανηταρίων ονόματι Τζων Γκληβ (John Gleave) κατασκεύασε ένα λειτουργικό αντίγραφο του μηχανισμού. Σύμφωνα με την ανακατασκευή του, η ανάγνωση του εμπρόσθιου τροχού υποδεικνύει την ετήσια πορεία του Ήλιου και της Σελήνης διαμέσου του Ζωδιακού Κύκλου κατά το Αιγυπτιακό ημερολόγιο. Η ανάγνωση του επάνω οπίσθιου τροχού παριστάνει μια περίοδο τεσσάρων ετών και συσχετίζεται με άλλες ενδείξεις που παριστάνουν τον Μετωνικό κύκλο των 235 συνοδικών μηνών, ο οποίος ισούται με 19 ηλιακά έτη. Συνοδικός μήνας ονομάζεται η περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο νέες σελήνες. Η ανάγνωση του κάτω οπίσθιου τροχού σκιαγραφεί τον κύκλο ενός και μόνου συνοδικού μήνα, ενώ ένας δευτερεύων τροχός καταγράφει το σεληνιακό έτος των 12 συνοδικών μηνών.
Το 2014 ο Έλληνας φυσικός Μάρκος Σκουλάτος ολοκλήρωσε έπειτα από διετή έρευνα το δικό του ακριβές λειτουργικό μοντέλο. Το αντίγραφο αυτό του Μηχανισμού των Αντικυθήρων σέβεται πλήρως τις διαστάσεις και γνωστές λειτουργίες του αρχικού. Ενσωματώνει όλες τις έως τότε έρευνες όπως το μηχανισμό πύρου-σχισμής για τη σελήνη, την ένδειξη των Ολυμπιακών αγώνων και τις ακριβείς αναγνώσεις των αρχαίων επιγραφών.
Τα θραύσματα του πρωτοτύπου φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Στη συλλογή χαλκών βρίσκονται σε προθήκη τα τρία μεγαλύτερα θραύσματα.