Ελευθέριος Βενιζέλος

Ελευθέριος Βενιζέλος

Θεατρικό κείμενο του μαθητή της Γ Λυκείου, Σταύρου Ροντίρη

Πρόσωπα:

Ελευθέριος ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πέτρακας

Παπα-Θανάσης (ιερέας)

Πρίγκιπας Γεώργιος

Γραμματέας του πρίγκιπα

Θυρωρός του πρίγκιπα

Καπετάν Στραβαντώνης (ηλικιωμένος πρώην οπλαρχηγός-πεθερός του Πέτρακα)

Μανώλακας (γιος του)

Κωνσταντίνος Μάνος

Μαριώ Βενιζέλου (γυναίκα του Ελευθερίου)

Κρητικοί

Κρητικοπούλες

smart Screenshot_20240430_123129

Α” ΠΡΑΞΗ

Έτος :1905

Σκηνικό: η αυλή ενός γραφικού σπιτιού στο χωριό Θέρισο της Κρήτης. Σε μια καρέκλα κοντά στην πόρτα του σπιτιού κάθεται ο Βενιζέλος, κρατάει ένα γράμμα στα χέρια του και αναγνώθει φωναχτά. Διαβάζει σοβαρός, δίπλα του υπάρχει μια γλάστρα με βασιλικό. Ο Βενιζέλος είναι γύρω στα 40, με γυαλιά και κοστούμι σαν επίσημος.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(αναγνώθει)

Φίλε μου Λευτέρη,

σου γράφω να σου πω το τι συμβαίνει εδώ στην πόλη και σε παρακαλώ να καταλάβεις την αγανάκτηση του λαού σου, που αρνήθηκες να βοηθήσεις όσο κρατούσες στα χέρια σου το υπουργείο δικαιοσύνης. Ζητά τη βοήθεια σου ο λαός, σε παρακαλάει κρυφά να του απλώσεις το χέρι και να τον γλυτώσεις απ’ τα ξένα τα κοράκια πια. Παρακαλάει να στυλώσεις την Κρήτη στα πόδια της, να την κάνεις Ρωμέικη όπως παλιά. Δεν τον θένε τον πρίντζιπα που όρισεν η Ευρώπη, τον φτύνουν και τον βλαστημούν, εσύ είσαι πια η ελπίδα τους, δικός τους άνθρωπος, Κρητικός, σε ευχαριστούν και προσεύχονται για σένα που άφησες την Αθήνα και ήρθες στο νησί να τους κάνεις Ρωμιούς, να πάψουν να’ ναι πια ραγιάδες. Μάθε και τούτο, ο πρίγκηπας Γεώργιος δεν δέχθηκε την δεύτερη παραίτηση που υπέβαλες στο υπουργείο σου. Πες με φαντασμένο κι αλαφροΐσκιωτο μα νιώθω πως όλα είναι γραμμένα απ’ το Θεό να μείνεις στο υπουργείο και να αναστήσεις την Κρήτη. Σου υπόσχομαι πως εγώ μέσω της εφημερίδος μου και της επιρροής μου στο λαό θα σε υποστηρίξω στην απόφαση που θα πάρεις και θα ξεσηκώσω λαούς, Θεούς και δαιμόνους για να δω τρανό το γένος μας. Χαιρετίσματα έχεις από τον Κωστή, τον άντρα της αδελφής σου, είναι καλά στην υγεία τους και εύχονται τα καλύτερα για σένα. Ό,τι είχα να πω το ’πα.

Ο φίλος και συνεργάτης σου Κωνσταντίνος Φούμης.

(ο Βενιζέλος διπλώνει το γράμμα, το ασπάζεται και το μπήγει στο χώμα του βασιλικού)

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ζητά τη βοήθειά μου ο λαός, (σαρκαστικά) με παρακαλά λέει να στυλώσω την Κρήτη στα πόδια της. Αυτή είναι η μοίρα σου λοιπόν πατρίδα, να παρακαλάς για μπροστάρηδες κι ύστερα να τους θάβεις. (αναστενάζει) Πολύ αδύναμη τη νιώθω την ψυχή μου τούτη την ώρα. (δεύτερος αναστεναγμός) Θέ μου συγχώρα με, μα βαρέθηκα, βαρέθηκα πια. (Σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό, ο ήλιος τον τυφλώνει, βάζει την παλάμη του πάνω από τα φρύδια) Μα άραγε μ’ ακούς; Ακούς λοιπόν τη φωνή του μεγάλου αυτού κι αθάνατου νησιού; κάνε κάτι. Στείλε ένα σημάδι να μου δείξεις ότι ακόμα μας κρατάς στο παντοδύναμο χέρι σου. Ας είναι… (Χαμηλώνει το βλέμμα, με τα δάχτυλα του ταρακουνάει το βασιλικό να απλώσει τη μυρωδιά του, ύστερα μυρίζει τα δάχτυλά του. Βήματα ακούγονται, στρέφει το βλέμμα, είναι ο Παπαθανάσης, ιερέας ηλικιωμένος, γαλήνιο βλέμμα, χαμογελαστός, με μακριά γενειάδα πλησιάζει τον Βενιζέλο που ως να τον δει σηκώνεται με ενθουσιασμό να τον καλωσορίσει)

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Ώρα καλή αξιότιμε υπουργέ.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Του ασπάζεται το χέρι) Καλώς σε βρίσκω Παπαθανάση, πιο γλυκιά αναγάλια δεν μπορούσε να μου στείλει ο Θεός αυτήν την ώρα. Έλα, (φέρνει μια καρέκλα από την άκρη της σκηνής και την βάζει δίπλα σε αυτήν που κάθονταν νωρίτερα) κάθισε να μου κάνεις παρέα. Θέλεις να σου ψήσω καφέ;

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Όχι…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Δεν είναι κόπος…

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

(ενώ κάθεται) Κάτσε τέκνο μου να σου μιλήσω, διόλου δεν ήρθα για καφέ. Ήθελα να κουβεντιάσουμε, ήρθα και ακάλεστος με συγχωρείς…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Καλά έκαμες. Πες μου λοιπόν, λαχτάρα έχω να ακούσω τι έχουν δει τα μάτια σου κοντά στο Θεό που βρίσκεσαι τόσο καιρό που εγώ στης διπλωματίας τα χαρτιά είμαι σκυμμένος.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Ο Κύριος, μεγάλη η χάρη του, άπλωσε τη γαλήνη στο έρμο τούτο το χωριό από τότε που τα τουρκικά ποδάρια δεν τα ακούει η γη. Ας πούμε ότι όλα μείναν όπως τα ξες.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ευχάριστο αυτό.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Δόξα τον Πανάγαθο. (Σιωπή για λίγο) Εσύ τέκνο μου; Πες μου, μίλα μου για τις τρανές θύμισες που έχεις απ’τα αλισβερίσια σου με τα αξιώματα των υπουργείων. Αμαρτία για τα γέρικα γένια μου η περιέργεια, μα απ” όταν έμαθα από ένα κοπέλι πως ο υπουργός δικαιοσύνης της Κρήτης έφτασε στο χωριό που τα χρόνια τα αθώα του πέρασε, δεν μπόρεσα την ανθρώπινη αμαρτία να πολεμήσω.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Σκληρά αυτά που θα σου πω για την ψυχή μου, αμαρτίες θαρρώ είναι, μόνο στην εξομολόγηση θα τολμούσε η ψυχή μου να τα ξεστομίσει.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Ας είναι κι έτσι Λευτέρη, πες πως πνευματικός σου τώρα είμαι.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πώς δηλαδή;

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Μπορεί να μην έχω το χρυσό, το βαρύ πετραχήλι μου, μα κι άλλες πολλές ψυχές έχω αλαφρώσει, ο Θεός λέω πως θα μου το συγχωρήσει αυτό το κρίμα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Καλά, ας είναι κι έτσι. Ντρέπομαι που θα το πω παπά μου, ντρέπομαι…

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Κακώς. Μην ξεχνάς πως αυτά τα χέρια που θωρείς σε βάφτισαν πριν από σαράντα χρόνια υπουργέ.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ντρέπομαι παπά μου την πατρίδα, την πατρίδα που μου εμπιστεύτηκε χρέος φοβερό, αυτήν ντρέπομαι…

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Απ’ τα λόγια σου νιώθω πως η ψυχή η Κρητική σου δεν έχει ανάγκη να μου στορίσει το τι είδε στην ελεύθερη Ελλάδα που σπούδασε, μα τα βάσανα που ’χει το ίδιο σου το νησί.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Για μένα δεν έχει διαφορά η Αθήνα από τα Χανιά. Ίδιους Ρωμιούς έχουνε κι ας μην είναι οι ανθρώπινοι προστάτες τους ίδιοι. (παίρνει απότομα θάρρος για να μιλήσει) Βαρέθηκα πια παπά μου, βαρέθηκα.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Έτσι, μίλα, συνέχισε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Βαρέθηκα πια τους Ρωμιούς, δεν θέλω να ακούω πια για το δήθεν φιλότιμό τους και για την περηφάνια τους, που ζητάν μπροστάρηδες να τους οδηγήσουν στην Πόλη λαβαροφόρους, κι ύστερα κλείνουν τα αυτιά τους να μην ακούσουν το καλό τους. Δεν το θέλουν το καλό τους… Να συνεχίσω;

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Ναι, θέλω να τα ακούσω όλα. Με ποιον τα ’χεις; μήπως με τον πρίτζιπα;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναίσκε.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Μην ξεχνάς πως έχει και αυτός λαό που τον υποστηρίζει.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ε τότε δεν είναι τίμιοι. Δεν έχουνε φιλότιμο αυτοί οι άνθρωποι, που λαό τους ονομάζεις.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

(Ήρεμος) Γιατί τέκνο μου;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Γιατί στα σιρίτια τα χρυσά του πρίγκιπα αρμοστή όταν κοιτούν, ξεχνάν τις αρετές του μυαλού που ο θεός τους έδωσε και κοιτούν να βουλώνουν τα στόματα με αυτούς που δεν συμφωνούν.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Και πώς το κατάλαβες αυτό;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πήγαινε και κοίτα μέσα στο αρχοντικό του πρίγκιπα και θα το γροικήσεις κι εσύ.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Δεν μπορώ παιδί μου, γέρος είμαι. Πες μου εσύ.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ε λοιπόν άκου. Μάθε πως μέσα στο πριγκιπικό το συμβούλιο και το υπουργείο κανείς δεν με στηρίζει, μόνο λόγια βάζουνε στον αρμοστή για μένα, να του λέμε πως είμαι ύπουλος και καιροσκόπο. Για αυτό και εγώ φεύγω από το γραφείο μου. Φεύγω και το κατώφλι του υπουργείου δεν θα με ξαναδεί.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Παραιτήθηκες;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι, μα ανάθεμά τον ο υψηλότατος ο Γεώργιος την αρνήθηκε την παραίτηση μου.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Πώς το ξες;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μου ’στειλε γραφείο φίλος μου από την πολιτεία. Δεν το λέει μα και αυτός απογοητεύτηκε με μένα.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Μου φαίνεται πως και συ ξέχασε στις αρετές του μυαλού που έχεις από το Θεό.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Δεν έχω. Δόξα να ’χει ο Κύριος, μα μόνο αυτό εδώ το σπίτι έχω από αυτά που μου χάρισε. Εγώ τον υμνώ που το σπίτι είναι σε υψηλό μέρος και μπορώ και αγναντεύω το πέλαγο.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

(Δείχνει γύρω του) Τον βλέπεις αυτόν τον μακρύ βράχο που τ’ ανάσκελα στη θάλασσα έχει ριζώσει; Αυτή είναι η Κρήτη, τόσα χρόνια το πέλαγο την χτυπά μα αυτή κάνει κουράγιο στα χτυπήματά του. Το χρωστάει στους πολεμιστές που χάθηκαν για αυτήν. Και εσύ τέτοιο χρέος έχεις. Κάνε κουράγιο παιδί μου.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Γιατί;

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Γιατί εσένα επέλεξε η πατρίδα να σηκώσει στο μεγάλο της νησί από τη σκλαβιά και να του ενώσεις με τις υπόλοιπες ελεύθερες άκρες της.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Όχι, δεν μπορώ. Λάθος κάνεις.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Το στον κύρη σου και τον αδερφό σου, που πολεμώντας έπεσαν προσπαθώντας να λευτερώσουν το μέρος τους.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Με το ντουφέκι και με την παλικαριά όμως όχι με χαρτιά και με την άτιμη τη διπλωματία. Ας ήταν να ’μουνα και εγώ έτσι σαν κι αυτούς…

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Ο Πλάστης ξέρει πως μοιράζει τα χαρίσματα. Κάνε κουράγιο παιδί μου. Η θέση σου είναι στο υπουργείο. Έτσι θα μας βοηθήσεις.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Είναι και κάτι ακόμα. Μετανιώνω με τον εαυτό μου που αντί να νιώσει το λαό να ’ρθει κοντά του, έκατσε να λογαριαστεί με πρίγκιπες. Ο λαός μάθε είναι πιο δυνατός από αυτούς και η φωνή του είναι ίση με του θεού το αστροπελέκι. Ο λαός εγώ πιστεύω, είναι η φωνή Του.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Δίκιο έχεις. Να που ο Παντοδύναμος σου δίνει την ευκαιρία να τον ακούσεις τώρα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πώς;

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Τώρα αμέσως θα πάω στους καπετανέους του χωριού, αυτού του τιμημένου Θερίσου, για να τους πω να τρέξουν στον υπουργό, να του πουν πώς σκέφτεται ο λαός και να τον πέμψουν στον πρίγκιπα με μαχαίρι κοφτερό ανάμεσα στα δόντια τη φωνή Του. Τι λες; (ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ δεν απαντά) Πες ναι γιε μου, το χρωστάς τους προγόνους που γίναν γης και την πατούμε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Καλώς, θα στο κάνω το χατίρι. Θα την ακούσω την φωνή του λαού και θα αποφασίσω αν πρέπει να μείνω στο υπουργείο. Πες τους να έρθουν εδώ στο σπίτι που μεγάλωσα να τους ρωτήσω.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

(Γελώντας) Εύγε παιδί μου, την πήρες την απόφαση, τρέχω κιόλας να τους βρω. (Κάνει να φύγει)

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Είσαι κιόλας σίγουρος ότι θα πάρω κουράγιο από το λαού τα λόγια;

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

(Κοντοστέκεται) Έχε του εμπιστοσύνη. (φεύγει)

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Του φωνάζει) Την ευλογία σου.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

( ενώ βρίσκεται ήδη έξω από τη σκηνή) Ευλογία Κυρίου κι Έλεος.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(μόνος του κοιτάζοντας προς το μέρος που έφυγε ο παπάς) Αααχ, ψυχή γεροντική της Κρήτης ας έχει ο θεός καλά που δίνεις κουράγιο στις νέες καρδιές που έχασαν την πίστη τους. (πάει μέσα στο σπίτι. Σε λίγο ξαναεμφανίζεται, κρατάει φλυτζάνι του καφέ, το αφήνει δίπλα του στην καρέκλα που κάθεται -σε ένα τραπεζάκι π.χ.- ρουφάει μία γουλιά και μιλάει)

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μου θύμισε τον πατέρα μου ο γέροντας. Μπορεί εκείνος να μη φόραγε ράσα, μα ήταν ίδια ηρεμία και στον δύο τα ηλικιωμένα πρόσωπα. Ίδια και η φλόγα του ματιών τους. ( σταυροκοπιέται) Ελαφρύ το χώμα του. Τρανός πολεμιστής της νήσου. Ας ήταν να ’μουν σαν κι εκείνον. ( έχει κιόλας πάει απόγευμα. Ο Βενιζέλος πίνει τον καφέ του και αγναντεύει το πέλαγος. Τα κύματα ακούγονται στο κοινό) Πόσα χρόνια με πάει πίσω αυτή η εικόνα. Ας ήταν Θεέ μου να γύριζα για λίγο πίσω το χρόνο. Μόνο για λίγο, θα μου ’φτανε αυτό για να πάρω κουράγιο. (τρίβει τα μάτια του είναι κουρασμένος. Ξαφνικά ακούγονται δρασκελιές. Ο Βενιζέλος γυρίζει απότομα σαν να γνωρίζει από πού προέρχονται. Είναι ο Πέτρακας, ο αντίποδας του Βενιζέλου, βέρος Κρητικός, μόνιμα χαμογελαστός, παιδικός φίλος του Ελευθέριου, ψηλός, ξερακιανός, μάτια παιχνιδιάρικα, μουστακαλής. Λαχανιασμένος προβάλλει στην είσοδο της αυλής. Είναι μελαχρινός και στη ζώνη του διακρίνεται ένα κρητικό μαχαίρι. Μόλις οι δύο φίλοι είδαν ο ένας τον άλλον, χαρούμενοι έτρεξαν να αγκαλιαστούν)

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ωρέ Λευτέρη (γέλιο).

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Κάτσε, κάτσε. Περίμενε να σου φτιάξω καφέ.

ΠΈΤΡΑΚΑΣ

Οσκε, όσκε…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Να σου φέρω νερό;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Τίποτα δε θέλω, κάτσε μονάχα να σε δω.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μα γιατί δε θες τίποτα;

ΠΈΤΡΑΚΑΣ

Ε, δεν είμαι δα και τόσο τρανός να βάλω κοτζαμάν υπουργό να φτιάχνει καφέδες. (γελούν) Ίντα κάνεις αδερφέ μου; τι απόγινες;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τυραννίστηκα αγαπητέ μου φίλε. Σε πανεπιστήμια κι ανάκτορα μπαινόβγαινα αντί να ’χω το νου μου στη φαμίλια μου.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Και;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Παντρεύτηκα φίλε μου κι έκαμα και εγώ παιδιά. Μα έφυγε από κοντά μου η σύντροφός μου η Μαριώ.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Μαριώ την έλεγαν;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι, και ήταν καθαρή ωσάν τη θάλασσα. (βουρκώνει)

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

(αλλάζει την κουβέντα) Μα για να σε δω, ώφου και ίντα έμορφο ρούχο είναι αυτό που φοράς. Σαν Αρχάγγελος είσαι πανάθεμά σε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Γελά) Εσύ; παντρεύτηκες; Βρήκες τη νεράιδα που μου ’λεγες πως έψαχνες παλιά;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Την βρήκα… Τώρα εγώ τη βρήκα ή αυτή με βρήκε θα στο στορίσω τώρα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Για πες μου.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Μία μέρα οπού ’βρεχε στο χωριό εγώ ήμουνα καβάλα στ’ άλογο μου και πήγαινα για το ποτάμι…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Γιατί;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ετσά.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μες στη βροχή βρε Πέτρακα;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ήθελα με το μυαλό μου να δείξω του θεού (σταυροκοπιέται) -μεγάλη η χάρη του- πως οι ανθρώπινη τρέλα είναι πιο πάνω από τις δυνάμεις του (ο Βενιζέλος γελά) και που λες να πηγαίνουμε εγώ με το άλογο και να αστραποβροντάει και να με βλέπουν οι κακόμοιροι συγχωριανοί από τα σπίτια τους και να νομίζουν… (ξεσπά σε γέλια)

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(με ανυπομονησία) Ναι, τι;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ότι είμαι λέει ο Αϊ Μηνάς και κατέβηκα από το κόνισμα μου να βιγλίσω το χωριό (γέλια και από τους δύο). Με το φτωχό μου το μυαλό, το περήφανος σκέφτομαι και εγώ πως από Πέτρακας και γιος του Καστρογιώργη έγινα άγιος και πηγαινοέρχομαι στα εικονοστάσια.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(γελώντας) Βρε τον Πέτρακα!

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

… Και το άλογο -μα τον Θεό σου λέω- ένα κι ένα μαζί μου, θάρρεψε κι εκείνο πως ήταν αγίου άτι και περπατούσε καμαρωτό με τη μούρη αψηλά και με γρήγορα βήματα να σκίσει τη βροχή. Στα άξαφνα, «Γκραου» ένα αστροπελέκι και σκίζει το ντουνιά στα δυο…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Τρόμαξε το φουκαριάρικο το άτι -με το δίκιο του, εδώ εγώ σκιάχτηκα- σηκώνεται που λες τα δυο ποδάρια και μουγκρίζει και να σου ο Πέτρακας τ’ ανασκελα στη γης.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πω πω φουκαρά μου…

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Λιγοθύμησα, όντες ξύπνησα αντίκρισα εκείνη. Η Βασιλική με το όνομα. Στεκόταν πάνω απ” το κεφάλι μου και κοίταε μην έχω πάθει ζημιά. (εν τω μεταξύ χαμογελάει) Τι να σου πω Λευτέρη μου, με έσυρε κάτω από ’να δέντρο να μην βρέχομαι. Ώσπου να συνεφέρω είχε ξαναβγεί ο ήλιος. Έτσι όπως την αντίκρισα να στέκει από πάνω μου θάρρεψα πως ήταν η ίδια η Κρήτη, πώς έγινε άνθρωπος και ήρθε να με μαλώσει για την αποκοτιά οπού ’καμα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Χαμογελάει) Τελικά;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Για κάνα δυο μέρες πάλευα με τον σεβντά μου. Ώσπου μια και δυο κινάω για το σπίτι της. Καλοντυμένος κι αρματωμένος, έτοιμος και για χαρά (του κλείνει το μάτι) και για άρπαγμα. Να ’βλεπες με τι χαρά δέχθηκε ο πεθερός να δώσει την ευχή του. (προσποιείται τη φωνή του Στραβαντώνη) «έχε την ευκή μου παλικαρά μου. Ίσα με σήμερα σε είχα σα γιο μου, από σήμερα γίνεσαι κι εσύ παιδί μου» μου είπε. Να μην ξομπλιάζω, περνώ ζωή χαρισάμενη Λευτέρη μου. Όσο για κείνη τι να σου πρωτοπώ, όχι σαν Αϊ Μηνά, σαν Αϊ Γιώργη με ξανοίγει.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(τον ακουμπάει στον ώμο) Συγχαρητήρια αγαπητέ μου.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Και το πιο σπουδαίο, στις δέκα του Μάρτη βαφτίζω το παιδί μου.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τι λες;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ναίσκε. Ξες πως θα το βγάλω;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πώς;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Λευτέρη.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Λευτέρη; δηλαδή…;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Σαν κι εσένα Λευτέρη μου…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μα γιατί;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Τι γιατί; δεν έχεις καταλάβει;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ομολογώ πως όχι.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Εεεε καημένε Λευτέρη. Τότε που ήμασταν μικιά πρέπει να ξέρεις πως όλοι σε θαυμάζαμε γιατί ήσουνα αλλιώτικος. Εσύ είχες αγέρα Ελλαδίτικο. Μορφωμένος ήσουνα και σοβαρός σαν μεγάλος. Τώρα μάλιστα ακόμα πιο πολύ σε καμαρώνουμε. Να, σαν δάσκαλο σε βλέπαμε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(συγκινείται) Καλοί μου φίλοι…

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Πάνε σχεδόν όλοι τους. Μικρά παιδιά τα βρίσκαν οι τουρκαλάδες και τα ξερίζωναν.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Με λαχτάρα) Πες μου όμως χορεύεις ακόμα;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ναι, άκου λέει. Παλιά μου τέχνη…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πω πω, πως σε θυμάμαι που χόρευες όταν ήμασταν κοπέλια, πετούσες φίλε μου… Και δε σε καμαρώναμε μόνο εμείς τα παιδιά, σε καμάρωναν και οι μεγάλοι, άντρες – γυναίκες…

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Κι ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

… Και φώναζαν όλοι στον κύρη σου «Να σου ζήσει ο Πέτρος, ο σταυραετός σου καπετάν Καστρογιώργη». Και σωστού καμάρωνε κι εκείνος. Κι εσύ όμως κουράγιο που το ’χες, σε κάθε γλέντι πιανόσουν ένα κι ένα με τους μεγάλους και χόρευες. Εκείνοι άλλο που δε σε ήθελαν, σ’ έβαζαν πρώτο να σέρνεις το χορό και να φκιάνεις ταλίμια.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Τότε ήταν που μου κόλλησαν το παρατσούκλι.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι ναι, το «στοιχειό» έτσι σ έλεγαν.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ναίσκε, γιατί ήμουνα λιγνός και αψηλός.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι και γιατί όταν πετούσες στον χορό τους θύμιζες λέει το στοιχειό της Κρήτης που την προστάτευε απ’ τον κίνδυνο και στις γιορτές εγλεντούσε με τους ανθρώπους.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Αλαφροΐσκιωτες κρητικές ιστορίες.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και να που το «στοιχειό» επαντρεύτηκε και έκαμε και παιδί.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Καλά, τα δικά σου παιδιά;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Στην Αθήνα. (βγάζει μια μικρή φωτογραφία απ’ την τσέπη του και τη δείχνει στον Πέτρακα) Να ο πρώτος μου ο Κυριάκος.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

(Την βλέπει) Να σου ζήσει φίλε μου. Ολόκληρο παλικάρι. Παλιά οι Κρητικοί λέγανε «έτοιμος για ντουφέκι». Ε, έτοιμος για ντουφέκι κι ο δικός σου.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ε, μην κοιτάς, παλιά οι πατεράδες μας ήταν πολέμαρχοι. Με το παραμικρό έφευγαν στα βουνά.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Θυμάσαι τους δικούς μας; καπετάνιοι τρανοί. Μαζί σε όλα και στα γλέντια και στον πόλεμο…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και στη ζωή και στο θάνατο…

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Κι έτσι φύγανε, με τα άρματα στο χέρι. Ο ένας έκλεισε τα μάτια του άλλου. (παύση) Βρε Λευτέρη θυμάσαι τον Στραβαντώνη;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Το πρωτοπαλίκαρο του πατέρα σου;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ναι, τον τυφλό από το ένα μάτι.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τον θυμάμαι.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ε, αυτός είναι ο πεθερός μου.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μπα;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ναίσκε, καλός άνθρωπος, δεν το ξέχασε το χρέος που ’χε στον κύρη μου. Ούτε γιος του να ’μουνα έτσι που μ’ έχει.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και τώρα που μεγάλωσες βρε αδερφέ και άφησες και μουστάκια είσαι ίδιος ο κύρης σου (γέλια). Λες και αναστήθηκε ο Καστρογιώργης. Μα λύσε μου μια απορία. Ο Στραβαντώνης κι όλοι οι χωριανοί από τότες που η Κρήτη έριξε τα άρματα τι κάνουν;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Περιμένουν πότε θα τα ξανασηκώσει.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Απ’ ούλα κάνουν, μα δουλειά κανονική εμείς έχουμε μόνο το τουφέκι.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Κι όταν δεν γίνεται πόλεμος;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Καρτερούνε να ξαναγίνει.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και μέχρι τότες;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Δεν το πιάνουνε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Κι όταν το πιάσουνε;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ε, τότες άντε να τους το πάρεις. Χα χα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ε, δεν μπορείς να με καταλάβεις Πέτρο.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Περιμέναμε και εμείς από τον Πρίτζιπα ότι θα μας ενώσει με την πατρίδα και θα δώσει στους παλιούς πολέμαρχους πόστο στρατιωτικό, αλλά μας έκαμε στην άκρη. Αλήθεια, ιντα λέει ο Πρίντζιπας για την ένωση;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(με θυμό) Τίποτα. (τρίζει τα δόντια του)

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Πώς, έτσι τίποτα;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι φίλε μου.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ 

Α, δε μας τα λέει καλά ο υψηλότατος. Κι εσύ; εσύ τι λες;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Κάνω ό,τι μπορώ Πέτρακα, μα δε μ’ ακούει κανείς. Ακούνε όλοι αυτούς τους Αθηναίους που έσυρε κοντά του ο αρμοστής. Αυτούς και τους ξένους.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Άλλο λέω, εσύ τι προτείνεις;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Να στήσει αυτί στο λαό. Να δώσει σ’ εκείνον τα γαλόνια και να τον αφήσει αγάλια – αγάλια να κάμει την Κρήτη Ρωμέικια. Έξω από ξένους και Τούρκους. Εξουσία στο λαό αυτό προτείνω.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ε, μπράβο καλά τα λες.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι, μα εγώ δεν είμαι λαός.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Πα’ να πει;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Εγώ είμαι χαρτογιακάς μεγαλωμένος στην Αθήνα. Έπαψα πια να είμαι το κοπέλι του καπετάνιου του Θερίσου.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ε κι εμείς γιατί είμαστε εδώ; Εμείς θα σε υποστηρίξουμε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ποιοι εσείς;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Εγώ, οι χωριανοί, ο πεθερός μου, ο κουνιάδος μου ο Μανώλακας… Κι εκείνος στάθηκε πολεμιστής στις δύσκολες ώρες.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και τι θα κάνετε;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ:

Άκου λέει, θα ’ρθομε η ίδιοι στον Πρίντζιπα να του μιλήσουμε, να δεις τότε, ακούει για δεν ακούει;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Του ήρθε ιδέα) Τι λες; (σκέφτεται λίγο ακόμα) Πέτρακα, φίλε μου, θες να ’ρθεις μαζί μου; Στον πρίγκιπα να του μιλήσεις εσύ, εκπρόσωπος του λαού.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

(Με ενθουσιασμό) Άκου λεει. Ό,τι θέλεις φίλε μου Λευτέρη. Πάμε τώρα;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τώρα; μα θα αφήσεις τις δουλειές σου;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Η δουλειές είναι για τους νοικοκύρηδες όχι για τους Θερισιώτες. Σήκω, πάμε τώρα οπου ’μαστε ζεστοί. Θες να πάω να πω και τον πεθερό μου;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι, μπράβο. Ποτέ θα τους πεις;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Τώρα που θα φεύγουμε, θα περάσουμε από το σπίτι να τους γνωρίσεις και να τους καλέσουμε μαζί. Άντε πάρε την απόφαση.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Την πήρα κιόλας. Περίμενε μόνο να ασπαστώ τα εικονίσματα, να πάρω δύναμη και φύγαμε (μπαίνει για λίγο μέσα στο σπίτι).

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Άντε κοπέλι μου. (Κόβει ένα κλωνάρι απ’ το βασιλικό, το μυρίζει και το κρεμάει στ’ αυτί του. Ταυτόχρονα τραγουδάει μεγαλόφωνα)

Πότε θα σπα, πότε θα σπάσει η παγωνιά

Να λιω, ε, να λιώσουνε τα χιόνια…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Βγαίνει από το σπίτι χαμογελαστός) Το τοσοτραγουδάς αντάρτικα φίλε μου;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Έτσι τραγούδαγαν κεφάτα και οι πρόγονοί μας όντες πήγαιναν στον πόλεμο.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ε όχι δα, δεν πάμε και σε πόλεμο. Αν είναι να τραγουδήσεις κάνε μου τη χάρη να πιάσεις κάτι πιο χαρούμενο.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Άντε χαλάλι σου. (τραγουδάει κεφάτος μια μαντινάδα)

Το κάστανο θέλει κρασί

και το καρύδι μέλι

(του κάνει νεύμα με το χέρι) Άντε τραγούδα μαζί μου.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Κάνει να τραγουδήσει μα στρέφει απότομα το κεφάλι προς μία μεριά της σκηνής σαν να είδε κάτι)

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ίντα ’παθες;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μου φάνηκε πως ο Ψηλορείτης, η μεγάλη γέρικη κορφή του νησιού που φαίνεται από μακριά άστραψε.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

(Τον ακουμπάει φιλικά στην πλάτη) Η καρδιά σου είναι που άστραψε φίλε μου γι’ αυτό σου φάνηκε. Άντε πάμε ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας. (φεύγουν. Καθώς φεύγουν ο Πέτρακας τραγουδάει τη μαντινάδα του παρασέρνοντας τον Βενιζέλο ο οποίος σε λίγο τραγουδάει μαζί του)

Το κάστανο θέλει κρασί

Και το καρύδι μελι

Έλα, έλα και το καρύδι μέλι

Κοπέλι θέλει η κοπελιά

Κι η κοπελιά κοπέλι

(έχουν πια φύγει από τη σκηνή)

 Τέλος Α” πράξης

Β΄πράξη

Σκηνικό: η σάλα του αρχοντικού του πρίγκιπα. Κάνα δυο καναπέδες και ένα μικρό τραπέζι στο κέντρο της σκηνής. Όλα μεγαλοπρεπή, κεριά, ντιβάνια, κουρτίνες κ.λπ. Όλα εντελώς ξένα από την ανατολική νοοτροπία. Μια πόρτα στο κέντρο της σκηνής οδηγεί στο γραφείο του πρίγκιπα. Στην άκρη της σκηνής η είσοδος στη σάλα. Στον ένα καναπέ κάθεται σταυροπόδι ο Κωνσταντίνος Μάνος. Όμοιος κι αυτός με τον Βενιζέλο, κοστούμι, γυαλάκια και κοντή γενειάδα. Νευρικός, περιμένει κάτι. Σε λίγο μπαίνει στη σκηνή ο θυρωρός του ανακτόρου. Αγνοεί τον Κ. Μάνο και αφοσιώνεται στις δουλειές της σάλας. Έξω έχει νυχτώσει.

Screenshot_20240508_224831Screenshot_20240508_224820

ΜΑΝΟΣ

(νευρικός απευθύνεται στον θυρωρό) Τι θα γίνει λοιπόν; νύχτωσε. Που είναι ο κύριος γραμματέας;

ΘΥΡΩΡΟΣ

(μεσήλικας, γαλήνιος, από τα ρούχα του φαίνεται ντόπιος) Δεν έχω υπόψιν μου. (ανάβει τα κεριά στα μανουάλια της αίθουσας. Η σκηνή φωτίζεται)

ΜΑΝΟΣ

Και γιατί μ” εχει στημένο τόσην ώρα εδώ; να προσμένω;

ΘΥΡΩΡΟΣ

Δεν γνωρίζω.

ΜΑΝΟΣ

Δεν πας να του πεις να έρθει καμιά φορά;

ΘΥΡΩΡΟΣ

Τι λέτε τώρα; Αδύνατον.

ΜΑΝΟΣ

Μπα;

ΘΥΡΩΡΟΣ

Ο κύριος γραμματεύς δεν μου επιτρέπει να του κάνω παρατηρήσεις.

ΜΑΝΟΣ

Πολύ τσαούσης δεν το παίζει η αφεντιά του;

ΘΥΡΩΡΟΣ

Δικαίωμα του. (αναστεναγμός) Αφού κανείς δεν βρέθηκε να του κόψει το θάρρος…

ΜΑΝΟΣ

Καλά κι ο πρίγκιπας;

ΘΥΡΩΡΟΣ

Δεν νομίζω πως έχει γνώση για την εξουσία του οργάνου του.

ΜΑΝΟΣ

Παρ” το αυγό και κούρεψ” το.

ΘΥΡΩΡΟΣ

(Γελάει με πίκρα) Πείτε το κι έτσι.

ΜΑΝΟΣ

Με το μαστίγιο σαν να λέμε σας έχει η αυτού μεγαλειότης ο χαρτογιακάς.

ΘΥΡΩΡΟΣ

Θα μπορούσε και χειρότερα. (με το δεξί του χέρι τρίβει το αριστερό του μπράτσο) Έχω ζήσει και Τούρκους εγώ και ξέρω.

ΜΑΝΟΣ

(Μετά από μικρή παύση) Και τι θα σε κάνει δηλαδή ο πρίγκιπας άμα πας και του μιλήσεις, θα σε σκοτώσει;

ΘΥΡΩΡΟΣ

Μακάρι να με σκότωνε, να γλίτωνα πια.

ΜΑΝΟΣ

(Αρχίζει να αγριεύει) Ναι, όμως κι εγώ δε μπορώ να περιμένω πότες θα καλοκαρδίσει να του μιλήσω.

ΘΥΡΩΡΟΣ

Κάντε υπομονή. Εσείς οι νέοι δεν έχετε πια “πομονή.

ΜΑΝΟΣ

Είδα κι εσάς τους παλιούς που έχετε.

ΘΥΡΩΡΟΣ

Ε, μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς; Σακατευτήκαμε με τους πολέμου, πρέπει να υπακούμε. Εμένα που με βλέπεις πολεμιστής ήμουνα με άρματα και με φαμίλια ολάκερη. Όλα μου τα ξέκαμαν οι Τούρκοι. Μόνο ο γιος μου απόμεινε στήριγμα. Ψαράς αυτός, έτσι ζει. Μα εγώ που σακάτεψα το χέρι μου στον πόλεμο, άλλο τίποτα δε μπορώ εγώ να κάνω πάρα μόνο να πηγαίνω με τα νερά των παλιοελλαδιτών του πρίγκιπα.

ΜΑΝΟΣ

Συμπάθα με μπάρμπα, τζάμπα τ” άκουσες εσύ. Συμπάθα με, μα πλάνταξα μέσα μου.

ΘΥΡΩΡΟΣ

Δεν πειράζει, μαθημένος είμαι πια μη νοιάζεσαι.

ΜΑΝΟΣ

(Φωνάζει επίτηδες να ακουστεί στην αίθουσα) Ας ήταν να” ταν κι εκείνος σαν κι εσέ, να μπορούσα τότε να μιλήσω μαζί του όπως έπρεπε. (Ανοίγει η κεντρική πόρτα, βγαίνει ο γραμματέας, κρατάει στα χέρια του διάφορα χαρτιά, ο θυρωρός ως να τον δει, προσκυνάει σαν να βλέπει προύχοντα και από τραβιέται σε μια γωνιά)

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Αθηναίος, γεμάτος ειρωνεία κι εξουσία) Καλησπέρα, απ” ότι βλέπω ο αγαπητός κύριος ΜΑΝΟΣ έχει λάβει απόλυτη εξουσία στο αρχοντικό του ύπατου αρμοστή, τόση που μπορεί ελεύθερα να φωνάζει στους ενοίκους.

ΜΑΝΟΣ

Καλησπέρα, (από μακριά, χωρίς χειραψία και επίσημο χαιρετισμό) δεν θα “πρεπε να σας εκπλήσσει αυτό αγαπητέ, πολλοί έλαβαν εξουσία που δεν τους άξιζε.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Σε τι ωφείλουμε την τιμή κύριε Μάνο;

ΜΑΝΟΣ

Ήρθα να μιλήσω με την εξουσία, μεταφέρω παράπονα του λαού.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ποια εξουσία και ποιο λαό μελετά ο επισκέπτης μας;

ΜΑΝΟΣ

Εσένα κι εμένα. Ελόγου σου δεν είπες προχτές στο λαουτζίκο στην αγορά πως είσαι το στόμα του πρίγκιπα; Σ” εσένα δεν είπες πως πρέπει να απευθυνόμαστε;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Απλώνει το χέρι, του κάνει νόημα να μη μιλάει, απευθύνεται ύστερα στο θυρωρό) Πήγαινε.

ΘΥΡΩΡΟΣ

(Σκύβει το κεφάλι και βγαίνει από την ακριανή έξοδο) Μάλιστα.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(πλέον είναι μόνος του με τον Κ. Μάνο) Δεν φαντάστηκα ότι θα έπαιρνα αυτήν την απάντηση.

ΜΑΝΟΣ

Θα “πρεπε. Μα που να το φανταστείς τέτοια λειψή εξουσία που είσαι.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τέτοιος λειψός λαός που είσαι τέτοια εξουσία σου πρέπει.

ΜΑΝΟΣ

(Τον πνίγει ο θυμός) Λειψός λαός ε; Ποιος φταίει για αυτό λοιπόν κύριε γραμματέα; Η εξουσία η δικιά σου φταίει. Όταν απλώνεις το χέρι και κάνεις στην άκρη τις κεφαλές του λαού εσύ τότε τον κάνεις λειψό.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τις κεφαλές; ποιες κεφαλές;

ΜΑΝΟΣ

Τους Κρητικούς που πάλεψαν με Τούρκους και τώρα κοιτάζουν τους Ιταλούς που έβαλε η αυτού εξοχότης στα πόστα. Και χώρια απ” τους παλιούς υπερασπιστές του νησιού, τον υπουργό.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τον Βενιζέλο;

ΜΑΝΟΣ

Ναι. Απόγονος κι αυτός παλιού πολέμαρχου. Παραγκωνισμένος κι αυτός.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Απαιτώ να πάψει αυτό το κήρυγμα.

ΜΑΝΟΣ

Απαιτείς;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ναι απαιτώ. Με ποιο δικαίωμα κύριε Μάνο μιλάτε ως λαός;

ΜΑΝΟΣ

Με το ίδιο δικαίωμα που μιλάς και εσύ σαν εξουσία. Και με περισσότερο ακόμα, με το δικαίωμα που μου έδωσαν τα βουνά της Μακεδονίας και της Κρήτης, που παράδερνα στις επαναστάσεις της πατρίδας.

ΜΑΝΟΣ

Με το δικαίωμα του ξεπεσμένου αντάρτη λοιπόν. Τώρα όμως δεν έχετε θέση στα πράγματα αγαπητέ. Μπορεί να νομίζετε ότι στην αγορά που βρίσκεστε πλησιάζεται τον κόσμο, όμως πρέπει να το πάρετε απόφαση πως ο καιρός σας πέρασε. Αφού δεν μπορείτε να κρατήσετε και πάλι ντουφέκι στα βουνά, αποδεχτείτε πως κάποιος άλλος κρατάει τα ηνία του λαού.

(ο Κ. ΜΑΝΟΣ προσπαθεί να βρει μια απάντηση, δεν μπορεί. Το κλίμα διακόπτει ο θυρωρός που μπαίνει βιαστικός)

ΘΥΡΩΡΟΣ

Ο κύριος υπουργός.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Τι λες;

ΘΥΡΩΡΟΣ

Ο κύριος Βενιζέλος  έφτασε.

ΓΡΑΜΜΑΤΈΑΣ

(Ταράζεται) Καλά, πήγαινε. (ο θυρωρός βγαίνει)

ΜΑΝΟΣ

Ας μιλήσει τώρα και ο λαός αγαπητέ μου. (μπαίνει ο Βενιζέλος )

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Μπαίνει φουριόζος, φέρεται σαν να βρίσκεται κάπου οικεία) Καλησπέρα, κύριε γραμματέα που βρίσκεται η αυτού εξοχότης;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Αν δεν κάνω λάθος στο γραφείο του.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ  

Δεν κάνεις λάθος εσύ, εκεί θα “ναι. Πες του τόνε γυρεύω.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ευχαρίστως, μα η εξοχότητά του μου απαγόρεψε να τον ενοχλήσω.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μπα; Σαν να παραπήρε εξουσία η χάρη του που δεν μας αφήνει να τον δούμε κιόλας.

ΜΑΝΟΣ

(Με ενθουσιασμό) Κύριε Βενιζέλε…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Παρακαλώ;

ΜΑΝΟΣ

(Προτείνει το χέρι του) Κωνσταντής λέγομαι. Κωνσταντής Μάνος.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Χειραψία) Α, σας έχω ακουστά. Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία.

ΜΑΝΟΣ

Παρομοίως

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Δε μου λέτε, (τον περιεργάζεται) πιστεύετε στο ένστικτο;

ΜΑΝΟΣ

Με συγχωρείτε;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Λέω, πιστεύετε στο ένστικτο; στην συναίσθηση;

ΜΑΝΟΣ

Όχι ιδιαίτερα. Δεν πιστεύω πως ο άνθρωπος προμαντεύει τη μοίρα του.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ε, λοιπόν εγώ που πιστεύω και το ένστικτό μου σπάνια με γελάει, λέω πως θα γίνουμε καλοί φίλοι.

ΜΑΝΟΣ 

Μα πώς;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Φαίνεται, φαίνεται απ” τη ματιά σας αγαπητέ μου, κοφτερή σαν στιλέτο Κρητικό. (στρέφεται στον γραμματέα που τους κοιτάει σαστισμένος) Τι χαζεύεις ωρέ γραμματικές; ακόμα εδώ είσαι;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Φωνάζει) Κύριε υπουργέ, υπερβαίνετε τα όρια. (με το άκουσμα των φωνών έρχεται τρέχοντας ο θυρωρός)

ΘΥΡΩΡΟΣ

Τι έτρεξε; Τι φωνές είναι αυτές;

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Φεύγα και συ, να μην ανακατεύεσαι όταν μιλούν αρχόντοι. Εμπρός τράβα στη δουλειά σου.

ΘΥΡΩΡΟΣ

(Σκύβει το κεφάλι ντροπιασμένος και φεύγει) Μάλιστα, πάω.

ΜΑΝΟΣ

(Ρίχνει ένα βλέμμα αηδίας στον γραμματέα και απευθύνεται στον Βενιζέλο) Είδατε κύριε υπουργέ αυτόν τον άνθρωπο; αυτός ήταν τρανός εκπρόσωπος τον ανθρωπίνων βασάνων. Σήκωσε το όπλο στους Τούρκους και εκείνοι το ορφάνεψαν, μόνο το γιο του αφήκαν ζωντανό. Να τώρα που σκύβει το κεφάλι αυτός ο αδάμαστος πολεμιστής.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κύριε Μάνο, φοβάμαι πως πρέπει να σας ζητήσω να φύγετε.

ΜΑΝΟΣ

Θα φύγω, δεν αντέχω πια εδώ μέσα, μου βρόμισε το χνώτο ο αγέρας. (Στον Βενιζέλο) Παρόλο που δεν πιστεύω στο ανθρώπινο το ένστικτο, κάτι μου λέει πως σύντομα οι Κρητικοί θα πιάσουν ξανά τα όπλα. Εγώ δεν έχω δουλειές και νιτερέσα να σκέφτομαι, έναν όρκο μόνο. Ορκίστηκα να παλεύω όσο παλεύει η πατρίδα. Αν ξανά αντηχήσουν πιστολιές στο νησί ή αν ξανά οι Κρητικοί σύρουν χορό πολεμικό και κλέφτικους ύμνους, μαζί σου κι εγώ κύριε Βενιζέλε. (πάει να φύγει) Εγώ κι ο δικός μου ο λαός, ζωντανοί μα και πεθαμένοι και πιστέψτε με, οι πεθαμένοι είναι τρομερότεροι από τους ζωντανούς. (φεύγει) Καλήν αντάμωση.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μη φοβάσαι γραμματικέ, εγώ δεν έχω σκοπό να σου πω για πόλεμο, να μιλήσουμε ήρθα.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ασφαλώς και ήρθες γι’ αυτό. Άκου πόλεμο. Αυτά είναι φαντασιώσεις αυτουνού του…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Με σεβασμό να μιλάς για τους παλιούς στρατιώτες της Ελλάδας.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Έξαλλος, κάθε τόσο χτυπάει τη γροθιά του στο τραπεζάκι) Σεβασμό να “χετε εσείς για αυτούς που κρατούν το νόμο, αυτοί κρατούν τα γκέμια, την ευθύνη και την υπευθυνότητα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μίλα μου ήρεμα…

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δε γνωρίζετε ηρεμία εσείς οι Κρητικοί. (Ανοίγει η πόρτα, εμφανίζεται ο ύπατος αρμοστής της Κρήτης, ο πρίγκιπας Γεώργιος. Μεγαλόσωμος, λάμπει από σιρίτια, παράσημα και γαλόνια)

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

(Ήρεμος, στέκεται μπροστά από την πόρτα και μιλάει) Μιλήστε με σεβασμό κύριε γραμματέα, ο κύριος Βενιζέλος, αν μη τι άλλο κατέχει αξίωμα εδώ μέσα.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(Σκύβει το κεφάλι) Ζητώ συγνώμη εξοχότατε.

ΠΡΊΓΚΙΠΑΣ

Πώς και από το φτωχικό μου τέτοια ώρα κύριε υπουργέ;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Επιθυμώ να μιλήσουμε εξοχότατε.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Κανονικά δεν θα ’πρεπε να σας επιτρέψω, τέτοια ώρα δε συνηθίζω να συγκαλώ συμβούλιο.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Δεν πρόκειται περί συμβουλίου, αλλά περί απλής συζήτησης.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

(χασμουριέται) Σας ακούω.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Εδώ;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Μάλιστα, στη σάλα γίνονται οι συζητήσεις.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Καλώς. Την ώρα τούτη που μιλάμε εξοχότατε πρόκειται να απλωθούν οι γνώμες του λαού σε τούτη την αίθουσα.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Γίνατε κιόλας λαός από υπουργός;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ίσως όχι, μα την τρανή του γνώμη σας φέρνω εδώ.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Πάει να πει;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Άμεση λύση στο ζήτημα της ενώσεως.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Νομίζω πως αυτά τα ξεκαθαρίσαμε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ακούστε…

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Η Ένωση θα μας έρθει από τις μεγάλες δυνάμεις. Αυτές έχουν το κουμάντο σε Κρήτη και Ευρώπη.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Δεν καίγονται αυτές για την Κρήτη εξοχότατε. Διώξτε από το νησί.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Μα τι λέτε τώρα; η Κρήτη χρειάζεται προστασία.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Θα την έχει. Την έχει ήδη. Το λαό που η οργή του λεν πως είναι του Θεού η φωνή.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Δεν έχουν Θεό οι μεγάλες δυνάμεις, μόνο βασιλιά.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι, αλλά εσείς…

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Κι εγώ το ίδιο. Τον πατέρα και βασιλιά μου έχω στα γραφεία μου να προσεύχομαι κι αυτός με συμβουλεύει και με προστατεύει.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

… Και η φωνή του ποια είναι; Μήπως οι Ιταλοί καραμπινιέροι που πατούν στην ελευθερία των Κρητών;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Ίσως, μια φορά έτσι έχουν τα πράγματα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και οι άνθρωποι της Κρήτης;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Ας έρθουν οι ίδιοι να μου μιλήσουν. Δεν χρειάζεται να έχουν δραγουμάνο τον υπουργό.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μπορεί να ήρθαν κιόλας. (Φεύγει από την έξοδο, κάτι λέει με το θυρωρό)

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εξοχότατε ζητώ άδεια…

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Σώπα. (μπαίνει ο Βενιζέλος μαζί με τον Στραβαντώνη και τον Μανώλακα. Ο πρώτος είναι ηλικιωμένος πρώην πολεμιστής, κρατάει κρητικιά μαγκούρα, το ένα του μάτι είναι τυφλό και έχει πειρατική καλύπτρα. Είναι χαμογελαστός, κεφάτος. Ο δεύτερος είναι ο γιος του Στραβαντώνη, νέος, λεβέντης, αμίλητος.)

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Χαιρετώ την πατρίδα. (ασπάζεται εγκαρδίως τον πρίγκιπα, εκείνος τραβιέται) τα σέβη μου εξοχότατε πρίντζιπα.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Τι γίνεται εδώ;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ο κύριος είναι παλιός οπλαρχηγός της Κρήτης. Είναι ο καπετάν Στραβαντώνης, που έχασε το μάτι του στον πόλεμο με την τουρκιά.

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Γι’ αυτό μου κόλλησαν το παρατσούκλι «στραβός» στο όνομα μου.

ΜΑΝΩΛΑΚΑΣ

Κι εγώ είμαι ο γιος του ο Μανώλακας. Τα σέβη μου.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Κύριε Βενιζέλε, ποια η δικαιολογία γι’ αυτό;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ήθελα να ακούσετε το λαό να σας μιλάει αυτοπροσώπως.

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Συμπάθα μας πρίντζιπα που ερχόμαστε έτσι απρόσκλητοι στο αρχοντικό σου, μα δε μπορούσαμε να πούμε όχι στον συμπατριώτη μας που μας προσκάλεσε. (δείχνει τον Βενιζέλο) Μα, η αλήθεια είναι πως θέλαμε και να σου μιλήσουμε.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

(Μπερδεύει τα λόγια του) Για ποιο θέμα;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Θα ακούσετε.

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Θέλαμε να σε ρωτήσουμε πρίντζιπα, αν μας επιτρέπεις βέβαια, τι θα γίνει με την Κρήτη. Λαχταράνε οι Κρητικοί να ενωθούν με την Ελλάδα.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Οι Κρητικοί; ποιοι Κρητικοί;

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Ούλοι, νέοι, γέροι, παιδιά, γυναίκες κι άντρες.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Σαν να τα παραλές τώρα καπετάνιο. Εγώ γιατί δεν την ακούω τη λαχτάρα τους;

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Δεν κατέχω.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

(Στον Μανώλακα). Εσύ μήπως κατέχεις;

ΜΑΝΩΛΑΚΑΣ

Όχι, μα που δεν ακούς τους πατριώτες πρέπει να κατηγορήσεις τον εμαυτό σου. Αυτός φταίει που δεν ακούει τους ανθρώπους.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

(Θυμώνει) Γιατί ήρθατε ως εδώ κύριοι; Για να με κατηγορήσετε; Σας το λέω και χώνευε το, η Κρήτη που μελετάτε δεν είναι οι ψαράδες και οι κυνηγοί και οι σακατεμένοι πολεμιστές όπως νομίζετε. Όχι. Αυτή είναι η Κρήτη. (Δείχνει τριγύρω το κτήριο) Αυτή είναι. Αυτό το αρχοντικό. Εάν αποφασιστεί εδώ μέσα μπορεί να ενωθεί η νήσος με την Ελλάδα. Εάν όχι τότε δεν θα ενωθεί ποτέ. Εάν πάλι αποφασίσω ότι θα την κάψω πέρα ως πέρα τότε αυτό θα γίνει. Εγώ αποφασίζω, καταλάβατε; Για μένα θα μιλάτε οπότε σκέφτεστε την Ελλάδα.

ΜΑΝΩΛΑΚΑΣ

Ώστε έτσι ε πρίγκιπα;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Έτσι και χωνέψτε το.

ΜΑΝΩΛΑΚΑΣ

Ε, τότε μην υπολογίζεις με το νου σου πως εμάς μας έχεις στο πλευρό σου. Μικρή είναι η Κρήτη η δικιά σου και δε μας χωρεί. Εμείς τη φανταζόμαστε τρανή δίπλα στη μάνα Ελλάδα…

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Έχετε μεγάλη φαντασία λοιπόν.

ΜΑΝΩΛΑΚΑΣ

Καλά κάνουμε, από δω και πέρα να ξες πως είσαι μόνος σου απέναντι στους κρητικούς.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Και πως μιλάς εσύ εκ μέρους ολονών των Κρητικών; Ποιος σου δίνει το δικαίωμα;

ΜΑΝΩΛΑΚΑΣ

Το ντουφέκι μου. Το κράτησα πρώτη φορά όταν ήμουν δέκα χρονών κι έπρεπε να προστατεύσω τη φαμίλια μου από τους Τούρκους, που σακάτεψαν τον πατέρα μου και του βγάλαν το μάτι στη μάχη. Κι άμα δε με πιστεύεις, ρώτα τη θάλασσα και τα Χανιά και τα βράχια και τον Ψηλορείτη να στο πούνε. Έχε γειά εξοχότατε, τζάμπα ήρθα ως εδώ. (Πάει να φύγει, πάει να φύγει, απευθύνεται στον Στραβαντώνη) Πατέρα, πάμε;

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Πήγαινε έξω κι έρχομαι (ο Μανώλακας βγαίνει). Πρίντζιπα, εμένα θα μ” ακούσεις; Βετεράνος είμαι του πολέμου και το μάτι μου το ’χασα στον πόλεμο. Ένας Τούρκος μου το “βγαλε με το στιλέτο του.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Τι θέλεις να μου πεις;

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Πώς τον λαό τον έχεις ανάγκη.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Δεν έχω ανάγκη κανέναν.

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Ούτε εμάς τους παλιούς πολεμιστές;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Κανέναν.

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Τότε κι εγώ παύω να στέργω με το μέρος σου. Ως τώρα σε υποστήριζα…

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Να μου λείπει. Δεν έχω ανάγκη από υποστηρικτές.

ΣΤΡΑΒΑΝΤΩΝΗΣ

Τότες τραβώ το χέρι μου από πάνω σου. (του δείχνει τη μαγκούρα) Το βλέπεις αυτό; όταν ανθίσει και βγάλει κλαριά και γενεί λευκά ως ήταν πρώτα, τότε ξανά θα έρθουμε με το μέρος σου. (πάει να φύγει, στρέφεται στον Βενιζέλο) Όσο για σένα, που μας κουβάλησες εδώ να μας ρεζίλεψεις, έννοια σου και ίδια μοίρα θα ’χεις κι εσύ με δαύτον. (φευγει) Καλές αντάμωσες.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Στον πρίγκιπα) Τι έκανες τώρα; Έδιωξε από κοντά μας το λαό;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Τα παράσιτα μόνο, τίποτα άλλο.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Έτσι τους αναγκάζεις να ξαναπιάσουν πάλι το ντουφέκι καταλαβαίνεις;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Ας το πιάσουν δεν τους φοβάμαι.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Δε φοβάσαι που θα τους έχεις αντιμέτωπους.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Να φοβηθώ τους χωρικούς;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Δεν θα ’χεις να αντιμετωπίσεις μόνο αυτούς αλλά κι εμένα.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Εσενα;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι.

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Κύριοι, κύριοι προς Θεού…

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Εντάξει λοιπόν κύριε υπουργέ, εμπρός ξεσηκωθείτε, πάρτε το ντουφέκι, γίνεται λαός. Μα θα παραμείνετε λαός.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τι πάει να πει αυτό;

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Πάει να πει πως δεν θα ξαναπατήσετε το πόδι σας εδώ μέσα σας ξηλώνω. Όταν θα αποτύχετε λοιπόν στον ξεσηκωμό αυτόν, δεν θα “χετε τη θέση του υπουργού να παρηγορηθείτε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Δεν με φοβίζει αυτό.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

Καλώς, εγώ πάντως θα αρχίσω να σας κλαίω από τα τώρα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Στην πατρίδα μου λέμε πως τους αντρειωμένους δεν τους κλαίνε.

ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

(Ειρωνικά) Θα “πρεπε να ευχηθώ καλή αντάμωση λοιπόν ή καλό βόλι. Αν και θα το δούμε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Θα το δούμε. (φεύγει έξαλλος)

 Τέλος Β΄ Πράξης

Γ” πράξη

 Screenshot_20240513_202407 Screenshot_20240513_202420

Σκηνικό: το σπίτι του Βενιζέλου στο Θέρισο (ίδιο σκηνικό με την α” πράξη). Στην καρέκλα κάθεται ο Πέτρακας, έχει ακουμπισμένο στο τραπέζι τον αγκώνα του και στη γροθιά του το πρόσωπό του. Κοιμάται ροχαλίζοντας. Σε λίγο πάει το πρόσωπο του να γύρει από το χέρι του. Ξυπνάει απότομα. Είναι πρωί.

 

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Όφου, διάολε τσ” απολυμάρες σου. (τρίβει τα μάτια του, σηκώνεται, τεντώνεται. Πάει στο πορτάκι του σπιτιού και χτυπάει) Ε, Λευτέρη που είσαι; Είπες να μπεις να προσευχηθείς αλλά το παράκανες. Έβγα ντε. Δε χρειάζεται να στεναχωριέσαι δα και τόσο γι αυτό που “γινε. Πάμε τώρα να γλεντήσουμε που βαφτίζω σήμερα τον κανακάρη μου. Πάμε και να δεις πως θα τα ξεχάσεις όλα.

(ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο Βενιζέλος, φοράει εντελώς διαφορετικά ρούχα. Φοράει Κρητική φορεσιά, με φυσεκλίκια, αρματωμένος. Στο χέρι κρατάει ένα ντουφέκι)

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Βλέπει τον Πετρακα που μόλις τον είδε τρόμαξε) Τι έπαθες; Ετρόμαξες;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Να με συμπαθας, θαρρεψα πως ζωντάνεψε ο κυρης σου. Ίδιος είσαι παναθεμά σε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πέτρακα, συγχώρα με μα δε θα “ρθω στις χαρές σου.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Γιατί; μη μου πεις…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι φίλε μου, θα πάρω το ντουφέκι, θα ξεσηκώσω την Κρήτη. Όσο να πεις κάποιος θα έρθει μαζί μου.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Πόσοι; Πόσους υπολογίζεις; χίλιους;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και λιγότερους ακόμα. Εκατό παλιό-Ιταλοί φιλάνε ολόκληρη την Κρήτη. Θα τους ριχτώ και αλίμονο τους. Αφού δε ξεσήκωσα τους πατριώτες ως υπουργός, θα το κάνω ως λαός κι εγώ.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Κι αν κάνεις δε σε στηρίξει;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τότε κι εγώ θα ανέβω μοναχός μου στο βουνό του Θερίσου, που από κει βλέπεις την πόλη και θα σύρω μοιρολόι κλέφτικο, Κρητικό και θα παίξω μπαλωτιές με την ψυχή μου, να ξεπλαντάξω, να ακούσει όλη η πατρίδα. Κι ύστερα, ετοιμάστε μου το σάβανο.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Εε, Εε όχι κι έτσι ρε Λευτέρη. Να σε νεκροφιλήσουμε δηλαδή ακόμα δε σ” είδαμε;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Έτσι πρέπει, ούτως ή άλλως εγώ τελειωμένος είμαι.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Τι κουζουλάδες είναι αυτές; Ποιος τα λέει αυτά; ο πρίντζιπας;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Όχι, μα το “νιωσα σαν να το “λεγε το βλέμμα του.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Ας το “λεγε. Έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου κι ας μην το νιώθεις. Η πατρίδα Λευτέρη σε χρειάζεται ζωντανό, κατάλαβες;

ΒΕΝΙΖΈΛΟΣ

Η πατρίδα αν με χρειάζεται, ας έρθει κοντά μου να με στηρίξει. Κι εγώ τη χρειάζομαι. Ας έρθει λοιπόν, να δούμε τι μούτρα έχει να με δει.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Μη λες βαριά λόγια.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Όχι, θα πω. Ενώπιον του Κυρίου το δηλώνω, περιμένω την πατρίδα να γίνει σώμα και να “ρθει να μου μιλήσει.

(Ακούγεται ένα σκυλί που κλαίει και ουρλιάζει)

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Τα ζώα που “χουν ένστικτο νιώσανε την προσβολή σου. Φτάνει Λευτέρη, πάμε τώρα να γλεντήσουμε στο κονάκι μου, να προσευχηθούμε με το χορό, να συγχωρεθούμε κι ύστερα να αποφασίσουμε με καθάριο νου.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μα τι είν” αυτά που λες; Εγώ τώρα καίγουμαι κι εσύ μου μελετάς χορούς; Σάμπως να σκέφτεσαι μόνο τον Πέτρακα και να ξεχνάς την πατρίδα.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Δεν είναι έτσι και το ξες.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μια φορά εγώ κοντά μου θέλω πολεμάρχους. Αν σου είναι βαρύ το ντουφέκι τότε φεύγα.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Εμένανε διώχνεις;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

(σκέφτεται για λίγο, συγκρατεί όσο μπορεί το θυμό του) Καλά Λευτέρη, φεύγω. (πάει να φύγει, κοντοστέκεται στην άκρη της αυλής) Να είσαι έτοιμος να μετανιώσεις για αυτά που “πες. Τώρα θα ιδείς ποιος είναι ο Πέτρακας. (φεύγει)

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Μένει μόνος του, είναι εξουθενωμένος, κάθεται στη γη κι αφήνει το ντουφέκι δίπλα του) Έφυγε κι αυτός από κοντά μου. (Στρέφει το βλέμμα στον ουρανό) Πες μου Κύριε, τι σε κρατάει απ” το να πάρεις την ψυχή μου, εμένα που βάρυνα την ψυχή του παιδικού μου φίλου; Αχ παντέρμη Κρήτη, συγχώρα με μα δύο νύχτες έχω να κοιμηθώ. Ας πα” να μείνεις σκλάβα στους ξένους. (Τώρα ακούει μόνο το πέλαγος, έπαψε να ακούγεται το σκυλί. Ο Βενιζέλος ηρεμεί. Λιγοθυμάει. Εμφανίζεται μπροστά του ή νεκρή γυναίκα του, ή Μαριώ.)

ΜΑΡΙΩ

Λευτέρη, Λευτέρη σήκω.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Ανοίγει τα μάτια του) Τι; (τρομάζει) Ποια είσαι “συ; Κάτι μου λέει η θωριά σου. Μπας κι είσαι η πατρίδα, η Κρήτη κι έρχεσαι να με ορμηνέψεις;

ΜΑΡΙΩ

Τόσο πια με λησμόνησες και δε με γνωρίζεις;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Την γνωρίζει απότομα, σηκώνεται, πάει κοντά της, της φιλάει τα χέρια) Μαριώ μου, είσαι “συ; Μαριώ μου αγαπημένη…

ΜΑΡΙΩ

Σ” άφησα Αθηναίο και σε βρίσκω Κρητικό. Γύρισες επιτέλους στο νησί που ελάτρευες και τόσες φορές μου μίλησες γι” αυτό.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Με πίκρα) Ναι.

ΜΑΡΙΩ

Γιατί όμως είσαι λυπημένος Λευτέρη μου; Θα” πρεπε να πετάς απ’τη χαρά σου.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Αχάριστος είναι της πατρίδας ο λαός. Απόκαμα μωρέ Μαριώ.

ΜΑΡΙΩ

Θα” πρεπε να το ξες αυτό, από τότε που πρωτομπλέχτηκες μ” αυτόν.

ΒΕΝΙΖΈΛΟΣ

Ναι μα, βαριέστησα πια. Τελείωσε πια η καριέρα μου.

ΜΑΡΙΩ

Τελείωσε κιόλας, που τόσα θυσίασεις γι” αυτήν;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ναι, τελείωσε. Μα δεν θα σβήσω έτσι άδοξα. Θα πέσω με τιμή. Έτσι, πολεμιστής θα “ρθω κοντά σου, ένδοξος.

ΜΑΡΙΩ

Μη βιάζεσαι Λευτέρη, δεν ήρθε ακόμα η ώρα να αφήσεις τον κόσμο. Κοίτα…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τι; (Κοιτάει εκστατικός το άπειρο) Τι να δω;

ΜΑΡΙΩ

(Όσο μιλάει ακούμε τα όσα λέει κινηματογραφιά σε χαμηλή υπόκρουση) Δες τον λαό σου. Τους Κρητικούς. Γλεντάνε και πανηγυρίζουν, φωνάζουν «ζήτω του Βενιζέλου». Χορεύουν και πίνουν. Άκου τη λύρα και το τούμπανο και την ασκομαντούρα. Σε χαιρετούν περήφανοι…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Απλώνει το χέρι) Μνήστητι μου Κύριε. Ζήτω της Ένωσης παιδιά.

ΜΑΡΙΏ 

Είδες που έχεις ακόμα δρόμο μπροστά σου; Δες τώρα που στέκεις περήφανος στη Βουλή των Ελλήνων, βοήθησες κι εσύ Λευτέρη στο να σταθεί όρθια. Μην ακούς αυτούς που σε αποδοκιμάζουν, άκου τα χειροκροτήματα και τα μπράβο του λαού.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Βλέπω όμως και πόλεμο και ντουφεκιές και σπάθες και άλογα και λάβαρα.

ΜΑΡΙΩ

Εσύ τους έσπρωξες σε αυτό.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Εγώ;

ΜΑΡΙΩ

Ναι.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μα, είναι όλοι Ρωμιοί… Ρωμιοί χαρούμενοι, εύζωνες που χορεύουν και βούκινα και ζητωκραυγές.

ΜΑΡΙΏ 

Έχει κι άλλα, δες τα όλα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

… Η Μακεδονία και η Θράκη… Η Μικρασία, ο Πόντος… Όλα Ρωμέικα. (σταυροκοπιέται) Να τοι πάλι οι εύζωνες, πεζοί, καβαλάρηδες στρατιώτες στη Σμύρνη, στα τουρκοπατημένα δικά μας χώματα. Να κι η σημαία με το Σταυρό λίγο παραέξω απ” την Άγκυρα.

ΜΑΡΙΩ

Έχε ανοιχτά τα μάτια σου, πάρε όλη τη γνώση που απλώνεται εμπρός σου.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

… Και πρώτος ανάμεσα στους Ρωμιούς ένας μαυριδερούλης αξιωματικός, καβαλάρης σε μούρτζινο άλογο, περήφανος.

ΜΑΡΙΩ

Κάνε κουράγιο τώρα…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Μα, μα τι έγινε; γυρνάν πίσω οι Έλληνες, κατσουφιασμένοι, βρώμικοι και κουρασμένοι απ” τις μάχες. Και μαζί τους πλήθος λαός, λαβωμένοι, άοπλοι, ξεπεσμένοι… Αναθεματίζουν… Παιδιά και γυναίκες περπατούν κουρασμένοι… Χήρες και ορφανά που κλαίνε, μοιρολογούν και χτυπιούνται. Κουράγιο αδέρφια… (πυροβολισμός) Τι ήταν αυτό που σφύριξε δίπλα στ” αυτί μου; σ” εμένα έριξαν; που μοχθώ για το λαό;

ΜΑΡΙΩ

Ψωροπέρφανος ο λαός σου Λευτέρη μου. Κοίτα τώρα… Το όνομα σου χαραγμένο σε πλατείες και δρόμους, και η όψη σου ανδριάντες γεννά στη χώρα. (Το όραμα που άπλωσε μπροστά του η Μαριώ σταματάει) Έχε γεια Λευτέρη μου, πρέπει να φύγω τώρα. (Κάνει βήματα να φύγει)

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Που πας; τόσο γρήγορα φεύγεις; Ακόμη δεν σε είδα.

ΜΑΡΙΩ

Ήρθα μόνο να σου δώσω κουράγιο. Τώρα πρέπει να γυρίσεις στο πρόβλημα της πατρίδας. (Στέκεται στην άκρη της σκηνής) Σου λέω όμως κάτι ακόμα. (Δείχνει με το χέρι της ξανά το άπειρο. Ο Βενιζέλος κοιτάει πάλι εκεί) Εάν ο λαός σε στηρίξει σ” αυτή σου τη δοκιμασία, θα πρέπει να σφίγγεις συνεχώς τα δόντια σου, να ξαναφτιάχνεις τη ζωή σου απ” την αρχή. Το πιο δύσκολο παιχνίδι για τον άνθρωπο, να πολεμά τα συναισθήματά του. Ν” αφήνεις πίσω αναμνήσεις και να μην τις ξαναβλέπεις. Άτιμο, πρόστυχο πράγμα οι αναμνήσεις… Δέχεσαι Λευτέρη αυτήν την δοκιμασία, για την πατρίδα σου, για την Κρήτη, για τη Ρωμιοσύνη;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Συνεχίζει να κοιτάει το άπειρο, σηκώνει το χέρι) Ναι, δέχουμαι.

(Μια φωνή από έξω διακόπτει το όνειρο του Βενιζέλου. Η Μαριώ εξαφανίζεται. Ο Βενιζέλος συνέρχεται και βρίσκεται έτσι όπως τον άφησε το όνειρο, όρθιος, στο κέντρο της αυλής, με ορθό το χέρι)

ΦΩΝΗ

(γυναικεία) Κύριε Βενιζέλε, κύριε Βενιζέλε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Ζαλισμένος ακόμα απ” το όνειρο δεν δίνει σημασία στη φωνή) Σχώρα με πατρίδα μου, τώρα σαν ξαστέρωσαν όλα. (Μπαίνει στη σκηνή η Βασιλική, η γυναίκα του Πέτρακα. Λαχανιασμένη, έτρεχε να του μιλήσει)

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Κύριε Βενιζέλε…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

(Συνέρχεται απότομα) Τι συμβαίνει; ποια είσαι “συ;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Είμαι η γυναίκα του αδερφικού σου φίλου, του Πέτρακα.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Α, ναι. Τι τρέχει Βασιλική;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Συμπάθα με, μα έπρεπε να τρέξω, να στα προλάβω τα μαντάτα. Ο Πέτρακας…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τι; τι έπαθε;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Στο γλέντι, αφότου γύρισε από το κονάκι σου…

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ε, τι έγινε;

ΒΑΣΙΛΙΚΉ

… Ήτανε νευριασμένος, μόλις πάτησε το πόδι του στην αυλή μας, που γίνονταν το γλέντι της βάφτισης, πήγε ίσα στους οργανοπαίχτες και φώναξε «Ε, σύντεκνοι, παίχτε κάτι γρήγορο με τρώνε τα ποδάρια μου». Θεόψυχά μου ένας χορός. Αμέσως άρχισαν να τσιρίζουν τα όργανα, όμοια με τα αρπαχτικά της Κρήτης φάνηκε η φωνή τους. Αμέσως τιναχτήκαν απ” τα σκαμνιά τα ξαδέρφια του Πέτρακα και οι θειοι του να τον συντρέξουν. Όλοι τους χορευτές, μα ο πιο νέος και σβέλτος ο Πέτρακας. Πιάστηκαν στον κύκλο, πρώτος ο άντρας μου. Χόρευε, χτυπούσε τα μεριά του και τις φτέρνες του με την απαλάμη του. Πηδούσε στον αγέρα, μιλούσε με τα στοιχειά του ουρανού κι όντας τέλευε μ” εκείνα, έπεφτε στη γης και έπαιρνε απόκριση κι απ” τους προγόνους. Τα “νιωθε ούλα τα πνεύματα στο σώμα του. Κι όντας προσευχήθηκε με τη λύρα και πήρε απόφαση και τέλεψε η μουσική, άρπαξε μια καρέκλα, την έστησε στη μέση της αυλής και ανέβηκε πάνω.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Σας μίλησε;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Ναι, «Ε, αδέρφια» είπε, «Ακούστε ένα λόγο που θα ειπώ. Μιλούσα με τον φίλο μου το Λευτέρη, άσχημα τα πράματα στην πολιτεία. Ο πρίγκιπας δε μας τα λέει καλά, τον λογιάζαμε για φίλο μας, μα αυτουνού του τραβάν τα αυτιά οι μεγάλες δυνάμεις. Φτάνει πια σύντεκνοι να θωρούμε τη μάνα μας, την Κρήτη χαμηλά, ξέχωρα απ” την Ελλάδα. Ήρθε καιρός να τις κάνουμε ένα, κάτω ο Τούρκος αλλά και ο πρίγκιπας. Αυτούνοι είναι που κρατάν σφιχτά την Ελλάδα και δεν την αφήνουν να ανασάνει».

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Και τι του αποκρίθηκαν;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Του είπαν πως μολογάει βαριά λόγια και τον ρώτησαν τι να κάνουν.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Κι αυτός, τι αποκρίθηκε;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Είπε» Η Κρήτη ξαναφωνάζει να αρπάξουμε το ντουφέκι και οι πρόγονοί μας μέσα απ” τη γη παλεύουν να μας δώσουν κουράγιο και μας έστειλαν Έλληνα σπουδαίο να μας κατευθύνει…»

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Τον λεν;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

«… Λευτέρη Βενιζέλο…»

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Πώς; πιστέ μου φίλε…

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

(Συνεχίζει)»… Φίλος μου από παλιά, γενιά πολεμική σαν και τη δικιά μου, Κρητικός και σπουδαγμένος. «Μέχρι να του απαντήσουν οι Κρητικοί, πετάχτηκε ο γέρος Παπάς ο Παπαθανάσης που πριν λίγες ώρες κρατούσε πάνω απ” τη κολυμπήθρα το παιδί μου, είχε στην αγκαλιά το “κόνισμα της Παναγιάς και φώναξε» Ε, αδέρφια, κοιτάξτε, άλλαξε το ύφος στο βλέμμα της Παναγιάς, έσμιξε τα φρύδια, μα χαμογελά, λες και μας μιλάει για ξεσηκωμό. Εμπρός παιδιά, κοιτάξτε». Όντως έτσι έγινε. Τρανό σημάδι στάλθηκε απ” τον ουρανό. Όλοι τότε, σταυροκοπιόνταν και δάκρυζαν, ως και ο πατέρας μου ο πολέμαρχος και ο αδερφός μου, το θεριό, ο Μανώλακας. «Άϊντε παιδιά » συνέχισε ο γέροντας «Πάντε να βρείτε τα παλιά σας άρματα που” χετε απ” τους κύρηδές σας και πάμε να βρούμε τον καπετάν Βενιζέλο».

ΒΕΝΙΖΈΛΟΣ

Κι ύστερα;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Ασπάστηκε ο Πέτρακας το παιδί του και μπήκε μπροστάρης του λαού. Βγήκαν στους δρόμους, ξεσήκωσαν όλο το Θέρισο, βγάλαν απ” τα μπαούλα τα παλιά λάβαρα και τα αιματοβαμμένα άρματα κι έρχονται.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Έρχονται;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Ναι. (Ακούγεται η βαβούρα του λαού που έρχεται, το ποδοβολητό και οι ομιλίες τους) Ορίστε, ιδού.

(Έρχονται στη σκηνή πλήθος Κρητικών, άνδρες, γυναίκες. Μαζί τους ο Στραβαντώνης, ο Μανώλακας, ο Παπαθανάσης που κρατάει το εικόνισμα της Παναγίας και αρχηγός ολονών ο Πέτρακας. Οι Κρητικοί είναι όλοι αρματωμένοι, με φυσεκλίκια και ντουφέκια. Κάποιοι κρατούν λάβαρα και σημαίες. Είναι όλοι τους χαμογελαστοί)

(Στον Βενιζέλο με υπερηφάνεια) Καλώς σε βρίσκουμε καπετάνιο. Τι βλέπω; Έβαλες κιόλα τα άρματα;

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Ήρθατε φίλοι μου;

ΜΑΝΩΛΑΚΑΣ

Ναι, την πήραμε την απόφαση καπετάν Λευτέρη. Μαζί σου στον αγώνα που θα κάνεις στον αγώνα μας.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Όλοι μαζί σου Βενιζέλε, σε αγώνα και σε θάνατο.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Όλοι εσείς ήρθατε για να με συντρέξετε;

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Αν τι θαρρούσες; Όλοι μαζί σου. Έτσι δεν είναι μωρέ παιδιά;

ΌΛΟΙ ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ

Ναι, όλοι, ζήτω του Βενιζέλου. Ζήτω του καπετάν Λευτέρη.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Να “στε καλά αδέρφια. Σας ορκίζομαι πως δε θα λιγοκαρδίσω στον αγώνα μας. Για δαύτο φόρεσα και τούτη τη φουφούλα βράκα και τα στιβάνια και τα φυσεκλίκια, του κύρη μου είναι. Είθε να μην τον ντροπιάσω, να κάμω το καθήκον μου.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Κι εγώ μαζί σας τέκνα μου. Με την ευχή της γλυκιάς μας Παρθένας θα κάνουμε ξανά ένδοξη τη νήσο μας. Όλοι στο πλευρό σου καπετάν Λευτέρη, καπετάνιε του Θερίσου, κι ας κατέχω πως δεν θα με ξαναϊδείς ζωντανό.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Γιατί το λες αυτό γέροντα;

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗΣ

Γιατί άμα πετύχεις, θα την αφήσεις την Κρήτη, θα πετάξεις πάνω απ” την Ελλάδα και θα κάμεις εκεί ρίζες. Ας είναι όμως… Με την ευχή της Παναγιάς λοιπόν.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Με την ευχή της. (Κάνει το σταυρό του, ασπάζεται την εικόνα) Η απόφαση της μοίρας πάρθηκε παιδιά, από δω θα ξεκινήσουμε, απ” το Θέρισο, φυσικό φρούριο είναι ο βράχος τούτος. Θα πάρουμε τα βουνά λοιπόν και ως αύριο θα “χουμε γεμίσει την πόλη με προκηρύξεις για τον ξεσηκωμό μας. Σήμερα, 10 Μαρτίου του 1905 θα ξυπνήσουμε τους Έλληνες για τον ιερό σκοπό μας.

ΠΕΤΡΑΚΑΣ

Μπες μπροστάρης λοιπόν.

ΜΑΝΩΛΑΚΑΣ

Ναι, μπες ομπρός καπετάνιε μας και μεις ακολουθούμε.

ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

Εμπρός λοιπόν λαέ της Κρήτης, όλοι μαζί…

(Ξεκινούν την πορεία τους για τα βουνά, μπροστάρης ο Βενιζέλος. Μαζί με την πορεία ξεκινούν και να τραγουδούν παλιό, πολεμικό, ριζίτικο άσμα της Κρήτης. Κάνει την αρχή ο Βενιζέλος, ύστερα το λένε όλοι μαζί)

Ποτέ θα κα, πότε θα κάμει ξαστεριά

Ε, πότε θα φλεβαρίσει, πότε θα φλεβαρίσει

Να πάρω το, να πάρω το ντουφέκι μου

Να πάρω το, να πάρω το ντουφέκι μου

Ε, την όμορφη πατρώνα, την όμορφη πατρώνα

Να κατεβώ, να κατεβώ στον ομαλό…

ΑΥΛΑΙΑ

Επιμέλεια: Αλβανίδου Γεωργία

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης