Στο χωριό του μπαμπά μου στη Γαλατινή Κοζάνης τηρείται την τρίτη μέρα του Πάσχα το έθιμο της Ρόκας.
Ο «χορός της ρόκας» γινόταν την τρίτη μέρα του Πάσχα κατά την δύση του ηλίου. Το έθιμο αυτό κρατά τις ρίζες του στην αρχαιότητα, σηματοδοτώντας τη μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη όταν η φύση και η γη αναγεννάται.
«Καλώς ήρθιν η άνοιξη λουλούδι μ” του Μαγιού. Κι άι λιανή δρουσούλα ήρθιν του καλουκαίρι».
«Δέσπω μ” ήρθιν η Πασκαλιά κι αυτές οι τρεις οι μέρες, κι συ Δέσπω μ” δε φάνηκες και στο χορό δεν βγήκες»
Το έθιμο του χορού της ρόκας συνδέεται κύρια με το επάγγελμα του οικοδόμου – μάστορα, κύριο επάγγελμα των κατοίκων του χωριού. Οι Γαλατινιώτες μάστοροι κατά μπουλούκια όργωναν τις πολιτείες παζαρεύοντας την εργατική δύναμη και τέχνη τους, δουλεύοντας εντός του ευρύτερου Μακεδονικού χώρου και φτάνοντας μέχρι Προύσα και Κωνσταντινούπολη. Ο χορός της ρόκας λοιπόν, ως ευρύτερη λαϊκή εκδήλωση ήταν και το ξεπροβόδισμα των αντρών που έφευγαν μετά το Πάσχα, για να δουλέψουν σαν χτίστες μακριά από τα σπίτια και τις οικογένειές τους. Θα έλειπαν για αρκετό χρονικό διάστημα (6-8 μήνες), αφού θα γυρνούσαν του Αγίου-Δημητρίου ή κοντά στα Χριστούγεννα.
«Ξινιτεμένου μου πουλί κι παραπουνιμένου πουλάκι μου, κι παραπουνιμένου αηδουνάκι μου.
Η ξινιτιά σι χαίριτι κι “γώ έχω τουν καημό σου πουλάκι μου, κι “γω έχω τουν καημό σ” αηδουνάκι μου».
Γενικότερα χορεύοντας οι γυναίκες τραγουδούσαν μια πληθώρα τραγουδιών με πλούσια θεματολογία και παραλλαγές. Κάποια από αυτά αναφέρονται στις κάθε είδους ανθρώπινες, διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις, άλλα εμπνέονταν από τα γεγονότα του γάμου, του θανάτου και άλλα χαρακτηρίζονταν από περιπαικτική διάθεση που θέλουν να δείξουν τον στενό δεσμό μεταξύ του ανδρόγυνου που μαζί αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής, άλλα δείχνουν τη θρησκευτικότητα και άλλα πάλι τη χαρά για τον ερχομό της άνοιξης. με το γνωστότερο «Διρπανάκι»
«Παίρνω το διρπανάκι μου σε κορφοβούνι βγαίνω τα δυο σου μαύρα μάτια. Να θέριζα τα βότανα να θέριζα τη Μάρω γυναίκα να την πάρω.
-Μάρω μ” για δεν παντρεύεσαι άλλον άντρα να πάρεις τα δυο σου μαύρα μάτια.
-Σαν ήθελα να παντρευτώ δεν έπαιρνα εγώ εσένα τα δυο σου μαύρα μάτια.
Μον” έπαιρνα πραματευτή να παίζω τα φλουράκια τα δυο σου μαύρα μάτια».
Στα τραγούδια του χορού της ρόκας φαίνεται πως η φιλοπατρία, η εθνική περηφάνεια και μνήμη και η πίστη στη Χριστιανική θρησκεία, παρά την Τουρκοκρατία δεν έσβησαν ποτέ.
«Δέκα καράβια τούρκικα και δεκαοχτώ ρωμέικα ενίκησαν τα τούρκικα και πήραν τα ρωμέικα. Μια Ρωμιοπούλα κυνηγούν και πάησαν να την πιάσουν. Στον Άη Γιωργη ανέβηκε και τον παρακαλούσε: – Κρύψε μ” Άη Γιώργη κρύψε με να μη με πάρν” οι Τούρκοι, θα σ” φέρω λαδ” με το φορτιό, κερί με τ’αραμπάδια, θα σ” φέρω κι άλογο γοργό να περπατείς καβάλα».
Τα βήματα του χορού άλλα είναι αργά και άλλα γρήγορα και πεταχτά, γιατί συμβολίζουν και τον ερχομό της άνοιξης.Το χορό έσερνε η γηραιότερη γυναίκα του χορού, τιμή μεγάλη γι” αυτήν και δείγμα σεβασμού από τις υπόλοιπες. Χορεύοντας κρατούσε κλώθοντας στα χέρια της μια ρόκα, από την οποία πήρε και το όνομα ο χορός. Οι υπόλοιπες γυναίκες παρατάσσονταν ανάλογα με το χρόνο γάμου τους.Καθώς χόρευαν λοιπόν κρατώντας τη ρόκα ήθελαν να δείξουν στους άνδρες, που παρακολουθούσαν, πως αυτές θα κρατήσουν το σπίτι όσο εκείνοι θα λείπουν.
Το γνέσιμο της ρόκας συμβολίζει και το πέρασμα του χρόνου, όπως ο χρόνος γυρίζει και μαζεύει στ ΄ αδράχτι του το νήμα της ζωής έτσι και η γριούλα γνέθοντας τη ρόκα της μαζεύει το νήμα από το μαλλί στ’ αδράχτι της.
Λίγο πριν τελειώσει η εκδήλωση η πιο ηλικιωμένη γυναίκα έπαιρνε τη ρόκα, έμπαινε μπροστά και άρχιζαν τραγουδώντας το χορό της ρόκας. Ξεκινώντας ο χορός την ίδια στιγμή πίσω από το γυναικείο κύκλο εμφανιζόταν ένας ανδρικός χορευτικός κύκλος με την ελληνική σημαία που κρατούσε ο πρώτος. Η κορυφαία του χορού τραγουδούσε κλώθοντας τη ρόκα «Με γλέπετε παιδάκια μου πως γνέθω εγώ τη ρόκα;» και οι υπόλοιπες απαντούσαν επίσης τραγουδιστά «Σε γλέπουμε μανίτσα μου πως γνεθ’ς εσύ τη ρόκα» . Ακολουθούσε το τραγούδι «Οι κακές οι συνυφάδες» με το οποίο σατύριζαν την ανοικοκύρευτη, οκνηρή και ανεπρόκοπη γυναίκα και το τραγούδι «Τετάρτη»
«Ήρθεν η Τετάρτη που να μην είχεν έρθει, τ” άρματα είναι ξένα και θα μας τα πάρουν οι βεζυροπούλες και οι χωριατοπούλες». Τελειώνοντας η «Τετάρτη» η κορυφαία του χορού με μια κίνηση του χεριού πετούσε ψηλά τη ρόκα, πράξη που συμβόλιζε το τέλος της γιορτής, το τέλος του χειμώνα όπου η ρόκα είχε βασική θέση στις οικιακές χειμωνιάτικες ενασχολήσεις και την αρχή της άνοιξης ως την αρχή μιας καινούριας ζωής.
Η επιστροφή στα σπίτια γινόταν τραγουδώντας :
«Μάη μ” Μάη μ” χρυσομάη μ” τι μας άργησες κι δε φάνηκες. Να μας φέρεις τα λουλούδια και την άνοιξη…»
Το έθιμο εξακολουθεί να αναβιώνει κάθε χρόνο με ιδιαίτερη λαμπρότητα και με την συμμετοχή και παρουσία όλου του χωριού.
Πηγή:
https://schoolpress.sch.gr/grafeisgalatinis/?p=202
Ραφαήλ Μέτσιος