Ο Οδυσσέας, μετά την επιτυχή επιστροφή του στην Ιθάκη, πίστευε πως οι περιπέτειές του είχαν ολοκληρωθεί. Αλλά έκανε ένα τεράστιο λάθος. Ένα δύσκολο βήμα έμεινε για να πάρει πίσω ότι του ανήκει. Αυτά περιγράφονται στη ραψωδία χ της Οδύσσειας.
Μεταμφιεσμένος σαν «ζητιάνος», βρέθηκε στο παλάτι του, ενημερωμένος από τον υιό του πως 108 μνηστήρες βρίσκονταν εκεί, ποθώντας τη γυναίκα του, την Πηνελόπη και σπαταλώντας την περιουσία του. Αφού ο Οδυσσέας προχώρησε μέσα, προσπερνώντας αυτή την οχλαγωγία, πραγματοποιήθηκε ο θεσμός της φιλοξενίας από τους υπηρέτες της Πηνελόπης, με ένα πλούσιο δείπνο, γεμάτο θεσπέσια εδέσματα. Οι μνηστήρες όμως, δεν τον πήραν με καλό μάτι.
Μετά από αυτό το νόστιμο γεύμα, κατέβηκε η θεόμορφη Πηνελόπη από την κάμαρη της και τους προσφώνησε πως, όποιος τεντώσει το τόξο του Οδυσσέα και περάσει το βέλος μέσα από τα δώδεκα στεφάνια που ήταν τοποθετημένα στο κέντρο του παλατιού, θα τον παντρευτεί. Ταυτόχρονα, ο Οδυσσέας είχε καταστρώσει σχέδιο με τον υιό του, ώστε να εξολοθρεύσουν τους μνηστήρες. Μετά από τις αποτυχημένες τους προσπάθειες να τεντώσουν το τόξο, ο ζητιάνος προσφέρθηκε να δοκιμάσει. Καταφέρνοντας να το τεντώσει, στόχευσε και πέρασε το βέλος από τα δώδεκα στεφάνια, συγκλονίζοντας τους μνηστήρες. Τότε , ο Οδυσσέας έκανε νεύμα στον Τηλέμαχο να βγάλει το όπλο του ώστε να ξεκινήσει η μάχη. Μόλις ο Εύμαιος έκλεισε τις πόρτες με ένα μεγάλο ξύλο, ο ζητιάνος έστρεψε το τόξο του στον πιο προκλητικό από όλους τους μνηστήρες, τον Αντίνοο, έχοντας τον πρώτο νεκρό αυτής της μάχης. Οι υπόλοιποι αναστατώθηκαν και άρχισαν να τον απειλούν.
Όμως μπροστά στα μάταια λόγια τους, ακούστηκαν οι κατηγορίες του ζητιάνου και τότε κατάλαβαν ποιος στα αλήθεια ήταν. Ο Ευρύμαχος ζήτησε έλεος, υποσχόμενος πλούσια αποζημίωση, αλλά ο Οδυσσέας αρνήθηκε κάθε συμβιβασμό και τους ζήτησε αναμέτρηση. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν ο Αμφίνομος και ο Ευρύμαχος. Οι τοξεύσεις συνεχίστηκαν ενώ ο Τηλέμαχος φρόντιζε να εφοδιάζει την τετραμελή ομάδα με ασπίδες, κράνη και δόρατα. Από την βιασύνη του όμως, ξέχασε την πόρτα με τα πολεμοφόδια ανοιχτή. Με αυτό τον τρόπο οι μνηστήρες είχαν πρόσβαση στα όπλα ώστε να αντισταθούν και να προστατευτούν από τους εχθρούς τους. Τότε, η Αθηνά με τη μορφή του Μέντορα, πλησίασε τον Οδυσσέα και τον ενθάρρυνε, ενώ στους μνηστήρες έδινε θάρρος ο Αγέλαος, μην έχοντας όμως υπόψη πως η θεά Αθηνά φρόντιζε να αστοχούν οι επιθέσεις τους. Από την πλευρά του θείου Οδυσσέα, τραυματίες ήταν μόνο ο Τηλέμαχος και ο Εύμαιος οι οποίοι χτυπήθηκαν επιφανειακά. Οι επιθέσεις της τετραμελούς ομάδας ήταν εύστοχες και τους είχαν σχεδόν αποτελειώσει. Την ίδια στιγμή, ακολούθησαν τρεις σκηνές ικεσίας: Ο μάντης Ληώδης μάταια ικέτεψε τον Οδυσσέα να τον λυπηθεί. Ταυτόχρονα, οι ικεσίες του Φήμιου και του Μέδοντα εισακούστηκαν.
Μετά από αυτή την αιματοβαμμένη μάχη, με την νίκη της τετραμελούς ομάδας, ο πολυμήχανος Οδυσσέας κάλεσε την Ευρύκλεια. Μόλις είδε τους μνηστήρες νεκρούς και σωριασμένους, πήγε να αλαλάξει από χαρά, αλλά εκείνος της έκοψε τη φόρα. Έπειτα της ζήτησε να απαριθμήσει τις πιστές δούλες διαχωρίζοντάς τις από τις άπιστες. Κάλεσε τις δεύτερες (δώδεκα τον αριθμό) να βοηθήσουν στη μεταφορά των νεκρών στην αυλή και στον καθαρισμό της αίθουσας. Αργότερα, ο Οδυσσέας έδωσε εντολή στον συνετό Τηλέμαχο να τις σκοτώσουν, μαζί και τον Μελάνθιο. Τέλος, εξάγνισε το παλάτι με θειάφι από το φονικό. Κάλεσε τις τριάντα οχτώ πιστές δούλες, οι οποίες καλωσόρισαν με δάδες αναμμένες και ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό τους τον πολύπαθο βασιλιά τους, που μετά από τόσες βασανιστικές περιπέτειες, με τον 20ετή πόθο να επιστρέψει στην πατρίδα του, θα συνεχίσει να κυριαρχεί στο πολυαγαπημένο του νησί, την Ιθάκη.
Το ηθικό δίδαγμα που μας μεταδίδει αυτή η ιστορία είναι πως, όταν θες να διεκδικήσεις κάτι πολύτιμο ή να πάρεις πίσω αυτό που σου ανήκει, πρέπει να παλέψεις.
ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΗ ΟΜΑΔΑ: (A1) Βακρά Μαρία, Κουτράκη Καλλιόπη, Πανουράκη Γεωργία, Παπαθεοδώρου Μελία
ΕΞΩΦΥΛΛΟ: Άγγελος Λεκάτης Α3
Αφήστε το σχόλιο σας στο "Μνηστηροφονία"