Πέτα λίγο πιο ψηλά
Τα μάτια μου καρφωμένα στη στέγη.
Δυο μικρά φτερά κελαηδούν με περισσή ομορφιά,
καθώς η καθηγήτρια λέει το μάθημα των αρχαίων.
Πάνω σου κρέμεται ένα γκρίζο σύννεφο
και η υδρορροή σκουριασμένη τρίζει
στον μεντεσέ κάτω από τα πόδια σου.
Ένα χαμόγελο κι ένα κλαράκι στο στόμα σου.
Δυο τρύπες στον τοίχο, κάγκελα, ένα μεγάφωνο
κι ένα κουδούνι που ουρλιάζει.
Σε φοβίζει και πετάς τρομαγμένο.
Ένα πούπουλο με τα μικρά του κύματα
παλεύει τον άνεμο για να φτάσει στο έδαφος.
Αγγίζει μια μικρή λίμνη στην μέση της αυλής.
Μουσκεύεται, βυθίζεται.
Ξαναγυρνάς. Τί σε κρατά; Να φανταστώ;
Δυο φωνές κάτω απ’ τη στέγη, πεινασμένες, απελπισμένες.
Σε κρατά η αγάπη. Σε κρατάει το ένστικτο. Ή μήπως… η συνήθεια;
Γιατί δεν σταματάνε, τι θέλουν, τι ζητούν από ‘μένα;
«Κατά τον Αριστοτέλη η ηθική αρετή…»
και πάλι η φωνή της με γυρνάει πίσω.
Για πόσο ακόμα; Για πόσο ακόμα θα περιμένεις εκεί;
Πετάς, πετάς ξανά. Δεν με λυπάσαι λοιπόν καθόλου;
Σε παρακαλώ. Πέτα λίγο πιο ψηλά και για ‘μένα!
Βασιλική Κώνστα
Ποιος δεν έχει ζήσει αυτή τη γλυκιά πλήξη της τάξης; Εκείνες τις στιγμές που το θρανίο γίνεται βαρκούλα, αερόστατο ή σύννεφο για να σε ταξιδέψει στα όνειρα που ζωγραφίζεις στη σχολική αίθουσα να τάχεις έτοιμα για τη ζωή; Η φίλη Βασιλική λίγο πριν τις πανελλήνιες μπέρδεψε με τον πιο όμορφο τρόπο μολύβια και πινέλα για να μας δώσει αυτό το υπέροχο ποίημα.
Εξαιρετικό. Όπως κάθε ελεύθερη πτώση ανάμεσα στις πτώσεις των Αρχαίων Ελληνικών. Ακόμα ακούω…