Παρουσίαση των δημιουργικών πονημάτων της δημοσιογραφικής μας ομάδας στο πλαίσιο του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής
Με αφόρμηση το ακόλουθο σκίτσο και το ποίημα του Κ. Π. Καβάφη, τα μέλη της δημοσιογραφικής μας ομάδας δημιούργησαν δικά τους έργα, αναδεικνύοντας τη δική τους οπτική, εξωτερικεύοντας βιώματα, συναισθήματα, σκέψεις… τη μοναδικότητά τους!
(Βλ. Προηγούμενη ανάρτηση: Εργαστήρι Δημιουργικής Γραφής για τα ΄΄Πεντόβολα, νέα γενιά’’)
Ένας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κι εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νιώθει, το κοιτάζει.
Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα — τί τρέλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
[1894, 1897*]
Κ. Π. Καβάφης
Άραγε ο Γιώργης τι θα κάνει αύριο μοναχός του;
Άλλη μια συνηθισμένη μέρα στον καφενέ, με τους μόνους εν ζωή φίλους μου, Γιώργη και Στάθη. Καθόμαστε στο στρογγυλό τραπέζι δίπλα στην φωτιά. Έφυγε λέει ο Μανωλιός το γεροντοπαλίκαρο του χωριού. Όλοι λέγανε κάτι για αυτόν, καλό, κακό αλλά όλοι λέγανε και κάτι τι. Καινούργια μέρα ξημέρωσε…πήγα στον καφενέ, μα πράμα δεν ήταν συνηθισμένο. Έλειπε ο Στάθης. Πέθανε το Σταθιώ, μού ΄πάνε. Κάθισα μόνος δίπλα στην φωτιά, τίποτα δε μπορούσα να πιστέψω. Έκλεισα τα μάτια μου, θαρρούσα πως άμα δεν έβλεπα εγώ θα ξέφευγα της μοίρας το γραφτό, σα πως δεν θα με ΄βλεπε ούτε εκείνη, και σκέφτηκα: σα μια φλόγα πέρασε η ζωή… Πότε άραγε θα σβήσει και η δικιά μου και θα μείνει μοναχός του ο Γιώργης; Τι θα λένε για μένα όταν φύγω; θα ‘χούνε άραγε καλά να πούνε; Άνοιξα τα μάτια μου και η φλόγα δίπλα μου είχε σβήσει. Άραγε ο Γιώργης τι θα κάνει αύριο μοναχός του;
Βούρου Τζίνα
Γιατί; Γιατί…
Και αφού γυρνούσα τον χρόνο πίσω, σκεφτόμενος επιλογές του παρελθόντος μου, το κρύο άγγιξε το δέρμα μου. Έτσι σηκώθηκα να βάλω ξύλα στο τζάκι και επέστρεψα στην καρέκλα μου. Μα τι ωραίο το χρώμα της φωτιάς! Με ζεσταίνει αυτές τις μοναχικές μέρες των Χριστουγέννων. Με κάνει να νιώθω λιγότερο μόνος. Αυτό το λαμπερό χρυσό χρώμα και αυτή η καυτή αλλά ζεστή αίσθηση της φλόγας μού δίνει δύναμη να συνεχίσω. Μα… μα γιατί δεν το έκανα; Γιατί δε το τόλμησα; Γιατί δε το προσπάθησας; Γιατί ονειρεύτηκα δίχως το παραμυθένιο τέλος; Γιατί δεν ήμουν αυτός ο άνθρωπος που όλοι θεωρούσαν ότι είμαι; Γενναίος. Με όνειρα για το μέλλον τα οποία μπορούσα να καταφέρω. Γιατί δεν προσπάθησα. Γιατί φοβήθηκα. Γιατί φοβήθηκα μήπως και χάσω τη μάχη με τα όνειρα. Τώρα δεν ξέρω αν το τέλος θα ήταν παραμυθένιο. Ή αν το τέλος θα ήταν ένας εφιάλτης με δώρα. Με δώρα αυτά που θα μάθαινα από τα λάθη μου. Τώρα με τρώει αυτή η ερώτηση. Και αν; Και αν το είχα προσπαθήσει; Αν το είχα τολμήσει, μήπως θα το κατάφερνα; Μήπως θα το πετύχαινα; Ή μήπως απλά θα άλλαζα διαδρομή και θα προσπαθούσα να ονειρευτώ άλλους κόσμους; Με πονάει περισσότερο που μετανιώνω για κάτι που δεν ξέρω πως θα τελείωνε παρά για πράγματα που στη ζωή μου επιδίωξα και ξέρω το τέλος τους, ακόμα και αν είναι δυσάρεστο. Ήθελα πολύ να δω τον εαυτό μου να τερματίζει τον αγώνα που είχα αρχίσει. Θα ήμουν ευτυχισμένος. Ή καλύτερα χαρούμενος. Διότι η ευτυχία είναι προσωρινή. Έτσι μου ΄μαθε η γιαγιά μου. Να βάζω στόχο τη χαρά και όχι την ευτυχία. Αχ γιαγιά, πόσο δίκιο είχες! Έπρεπε να το είχα κάνει. Έπρεπε να το είχα τολμήσει. Τώρα θα ήμουν χαρούμενος…γιατί θα ήξερα τουλάχιστον το τέλος της επιδίωξής μου…
Ελευθερία Βαλεργάκη
Πάλι μόνος…
-Τι κάνεις γέροντα;
πάλι κλαις;
Χρονιάρες μέρες
σαν χτες
-Λάμψε
το προσωπάκι σου
κι έλα να βρούμε
το χαμογελάκι σου
-Έφυγε η γυναίκα μου
πάλι μόνος έμεινα
-Κοίτα τον στολισμό
εγώ πάλι μόνος έμεινα
-Όλοι έχουν
φίλους
οικογένειες
παρέες
κι εγώ, πάλι μόνος έμεινα
Πιτροπάκη Σταματίνα
Ο δικός μου ήλιος
Τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς εκείνη. Δεν ξέρω πώς να νιώσω. Χαίρομαι, ναι, χαίρομαι που δεν υποφέρει πλέον αλλά της είχα υποσχεθεί ότι δε θα ζούσα μακριά της. Και τώρα δεν ξέρω πώς να συνεχίσω να υπάρχω. Δεν μπορώ να τη φέρω πίσω…
Μα φέτος δεν υπάρχει στολισμένο δέντρο στο σπίτι μας, ούτε κουραμπιέδες κι ούτε πολύχρωμα λαμπιόνια -τα οποία άλλοτε με ενοχλούσαν-. Δεν έχω κανέναν να μου κρατάει το χέρι όσο αποκοιμιέμαι, να μου διαβάζει βιβλία ή να γελάει άμα καμιά φορά μου ξεγλιστράει το μπαστούνι απ’τα χέρια. Και νιώθω να πέφτω, όμως κανείς δε θα με ξανασηκώσει.
Αυτός ο τόσο όμορφος, φωτεινός, γλυκός άνθρωπος που μου χαμογελούσε κι έλαμπε ο τόπος, ο δικός μου ήλιος, τώρα έσβησε. Κι είμαι μόνος μου στον κόσμο. Τα παιδιά μου με ξέχασαν, έχουν τις δικές τους ζωές πια. Τα εγγόνια μου είναι μωρά και με φοβούνται… είμαι γέρος και ζαρωμένος. Ούτε κι εγώ δε μπορώ να αντικρίσω τη θωριά μου στον καθρέφτη.
Και κοιτάω αυτό το άλμπουμ με τις φωτογραφίες και σκέφτομαι ότι αυτό είναι το μόνο μου κατόρθωμα… το γέμισα όμως. Όλα είναι στιγμές, αλλά είναι τόσο όμορφες, που δεν πειράζει.
Είναι άδικο να τα “χεις όλα και ξαφνικά να σου τα παίρνουν. Κανέναν τους δεν πείραξα. Είμαι άδειος χωρίς εκείνη. Την ψάχνω σε κάθε κενό, σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Προχτές θαρρώ την είδα να πλέκει στην πολυθρόνα. Ήθελε πολύ να τον τελειώσει αυτόν τον σκούφο. Κρύωνε, έλεγε, το κεφάλι της…
Θα κοιμηθώ, μήπως την ονειρευτώ, περιμένοντας τη συνάντησή μας… σα στο πρώτο ραντεβού.
Καμία σιωπή δεν είναι σαν τη δική της. Και τώρα μόνο που πλησιάζει το τέλος έμαθα να την εκτιμώ.
Σφακιανάκη Άννα Μαρία
Ένας γέρος
Ο γέρος κάθισε στην καρέκλα πλάι στο τζάκι, κρύβοντας το πρόσωπο του στα χέρια του. Ένιωθε ότι θέλει να κλάψει αλλά ούτε ένα δάκρυ δεν φαινόταν να βγαίνει. Τώρα πια δεν είχε τίποτα για το οποίο να χαίρεται. Ούτε τη γυναίκα αλλά και ούτε και τα παιδιά του. Γιατί έπρεπε αυτός μόνο να ζήσει από τον πόλεμο; Προτιμούσε χίλιες φορές αυτός να πεθάνει παρά τα παιδιά του που ήταν νέα και μπορούσαν να προσφέρουν ακόμη στον κόσμο. Σε αντίθεση με αυτόν, ο οποίος ήταν γέρος και δεν του απέμεναν πολλά χρόνια ακόμη. Και αυτά που έμειναν, άραγε άξιζαν χωρίς την οικογένειά του; Μήπως αυτή είναι η τιμωρία του επειδή δεν ήταν καλός πατέρας ή σύντροφος; Δεν είχε επιλογή αλλά να δουλεύει μέρα νύχτα για να τα βγάλει πέρα. Όμως άξιζε τελικά ή έπρεπε να είχε περισσότερο χρόνο με τα παιδιά του; Δεν ήξερε ποιον να κατηγορήσει για την κουραστική ζωή του και για τη στάση του απέναντι στη γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι πια είχαν χαθεί, ενώ εκείνος ήταν κατακλυσμένος από συναισθήματα μετάνοιας, λύπης, αγανάκτησης και κούρασης. Δεν υπήρχε όμως τίποτα που μπορούσε να κάνει πια…Αποκοιμήθηκε… προσευχόμενος στον Θεό να μην ξυπνήσει…
Αγγελιδάκη Μαρίζα
Αποχαιρετισμός
Πάει, πέθανε και αυτός ο φίλος μου… Τι θα κάνω τώρα; Δεν πρόλαβα ούτε να τον αποχαιρετίσω. Γιατί δεν του μίλησα τόσα χρόνια; Γιατί; Γιατί δεν τον συγχώρεσα όλα αυτά τα χρόνια, όταν μου το ζήτησε τόσες, μα τόσες φορές; Έπρεπε να το είχα κάνει. Έπρεπε….
Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι πέρασαν τόσα χρόνια για να καταλάβω ότι δεν έπρεπε να τον είχα αφήσει να φύγει και να διαλύσω την τόσο γερή μας φιλία. Αλλά…. Αλλά έφταιγε και αυτός λιγάκι. Όχι! Όχι! Εγώ, εγώ έφταιγα για όλα. Ακόμα και αν είχε κάνει και αυτός κάποιο λάθος δεν έπρεπε να του συμπεριφερθώ τόσο σκληρά και να τον πληγώσω. Δεν έπρεπε….
Δεν ήθελα να αποχωριστούμε έτσι… Όχι με αυτόν τον τρόπο…Πώς άφησα τόσα χρόνια να περάσουν χωρίς να του πω ένα «Γεια!», ένα «Τι κάνεις;», μια λέξη, κάτι; Πώς;;
Ίσως σε μια άλλη ζωή… Καλή αντάμωση, φίλε μου!
Τζουανάκη Μαρίνα