Μια αναδρομή στα χρόνια του ποδοσφαίρου 1970-80

         Λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο ενός από τους μεγαλύτερους θρύλους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο Ιωάννης Τράπαλης, πρώην ποδοσφαιριστής των ακαδημιών του Γυμναστικού Συλλόγου Πατησίων, μάς εξιστορεί σε μια αποκαλυπτική συνέντευξη το πώς ήταν το ποδόσφαιρο πίσω στις δεκαετίες του 70-80, συνδέοντας ταυτόχρονα και μερικά δεδομένα του παρελθόντος με το σήμερα.

 

Σε ποια ηλικία τη ζωή σας ξεκινήσατε να ασχολείστε με τον αθλητισμό και ειδικότερα με το ποδόσφαιρο;

Με τον αθλητισμό και πιο γενικά με το ποδόσφαιρο άρχισα να ασχολούμαι περίπου στα πέντε μου χρόνια, βέβαια εδώ να τονίσω πως 45 με 50 χρόνια πριν το ποδόσφαιρο ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό που ξέρουμε σήμερα τόσο από άποψη υποδομών όσο και από άποψη έμψυχου υλικού. Οι αθλητές ως επί το πλείστον ήταν Έλληνες, πολύ σημαντικό και πολύ διαφορετικό από το σημερινό ποδόσφαιρο που ξέρουμε. Οι ξένοι παίκτες στο ελληνικό ποδόσφαιρο πρωτοεμφανίστηκαν γύρω στο 1974 με 75 για πρώτη φορά και βέβαια σε περιορισμένο αριθμό για κάθε ομάδα. Επίσης, τότε υπήρχαν ομάδες οι οποίες σήμερα σχεδόν δεν υπάρχουν καν στο ποδοσφαιρικό στερέωμα οι οποίες ήταν εξαιρετικές όπως η Δόξα Δράμας, ο Εθνικός Πειραιώς, ο Ηρακλής Θεσσαλονίκης, ο Πανιώνιος, αλλά κι ο Φωστήρας. Το πρώτο παιχνίδι που θυμάμαι στη ζωή μου είναι ένας τελικός κυπέλλου Ελλάδος μεταξύ Ολυμπιακού και Ηρακλή που έγινε στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας όταν ακόμα είχαμε τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις κι επίσης ήμουν πάρα πολύ μικρός. Το παιχνίδι αυτό έληξε 4-4 στην παράταση και οδηγήθηκε στα πέναλτι όπου εκεί κέρδισε ο Ηρακλής με 6-5 με έναν καταπληκτικό τότε τερματοφύλακα ονόματι Γρηγόρης Φανάρας. Αυτό ήταν το πρώτο παιχνίδι που θυμάμαι στη ζωή μου και φυσικά από κει και πέρα ακολούθησαν άπειρα άλλα.Screenshot_28

Κατά τη διάρκεια της ερασιτεχνικής σας καριέρας ποια ήταν η σχέση σας με το ποδόσφαιρο και ποια ήταν αργότερα η σχέση σας ως φίλος του ποδοσφαίρου;

Τη σχέση μου με το ποδόσφαιρο θα την χαρακτήριζα ως μία σχέση ερωτική και μία σχέση ζωής. Το ποδόσφαιρο μού άρεσε από πολύ μικρός και φυσικά μέχρι και σήμερα το παρακολουθώ όχι με την ίδια θέρμη που το παρακολουθούσα βέβαια μικρότερος, γιατί φυσικά η ζωή προχωράει, οι ανάγκες αλλάζουν και δεν έχεις και τον χρόνο να ασχοληθείς όπως ασχολούσουν παλιότερα. Εγώ ασχολήθηκα μέχρι τα 18 μου χρόνια ερασιτεχνικά με το ποδόσφαιρο στην ομάδα του Γυμναστικού Συλλόγου Πατησίων, όπου ο τότε προπονητής και γνωστός Έλληνας προπονητής Μπάμπης Τεννές μου είχε προτείνει πλέον να κάνω το άλμα στην ανδρική ομάδα των Πατησίων. Όμως συνέπεσε τότε να είμαι στην δευτέρα προς τρίτη λυκείου κι επειδή είχα βάλει ως στόχο την ιατρική ήταν πολύ δύσκολο να καταφέρω να τα συνδυάσω και τα δύο. Οπότε κάπου εκεί σταμάτησε και η πιο συγκροτημένη σχέση μου με το ποδόσφαιρο

Ποια είναι η άποψή σας σχετικά με το ποδόσφαιρο στα χρόνια σας δηλαδή στη δεκαετία του ’80;

Όπως είπα και στην αρχή, στα χρόνια της δεκαετίας 70 και 80 το ποδόσφαιρο δεν είχε καμία σχέση με αυτό που ξέρουμε σήμερα. Το ποδόσφαιρο ήταν καταρχήν ερασιτεχνικό άθλημα, δηλαδή οι ποδοσφαιριστές δεν είχαν συμβόλαια, δεν αμείβονταν βάσει κάποιων συμβολαίων όπως ξέρουμε σήμερα που βλέπουμε τους μεγάλους παίκτες να ζητάνε άπειρα χρήματα  τα οποία υπογράφονται σε συμβόλαια, ρήτρες και τέτοια πράγματα. Τότε ο ποδοσφαιριστής εκείνο το παραπανήσιο που είχε σε σχέση με την κανονική του ζωή μπορεί να ήταν μία άδεια για ένα πρακτορείο ΠΡΟΠΟ ή οι πιο τυχεροί από αυτούς έπαιρναν μία θέση στην πυροσβεστική στην αστυνομία ή σε κάποια δημόσια υπηρεσία. Οι υπηρεσίες αυτές τούς διευκόλυναν οικονομικά, αφού δεν πήγαιναν συχνά να δουλέψουν εκεί με αποτέλεσμα να παίρνουν από εκεί έναν μισθό «αργομισθίας» αν το λέγαμε έτσι σήμερα, και ασκούσαν αυτό που αγαπούσαν πολύ δηλαδή το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα καθιερώθηκε ως επάγγελμα το 1979.Από κει και μετά, τη δεκαετία του 80, θεωρώ ότι άρχισε η μεγάλη κατρακύλα στο ποδόσφαιρο, γιατί όταν εμπλέκονται πλέον επαγγελματίες και χρήματα καταλαβαίνουμε όλοι ότι μπαίνει ευθέως το θέμα του κέρδους και σίγουρα τα πράγματα δεν είναι τόσο αγνά όσο ήταν πριν.

Από τους παίκτες που έπαιζαν στο τότε ελληνικό πρωτάθλημα, Έλληνες και ξένοι, ποιοι από αυτούς σας τράβηξαν το ενδιαφέρον και ποιον από αυτούς θα διακρίνατε και γιατί;

Δεν μπορώ να σταθώ μόνο σε έναν παίκτη. Θα πω βέβαια ότι ο αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής ήταν ο Ντούσαν Μπάγεβιτς της ΑΕΚ. Ήταν ένας Γιουγκοσλάβος φορ που ήρθε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1977 και άφησε όνομα όχι μόνο ως ποδοσφαιριστής αλλά κι ως προπονητής, τόσο με την ΑΕΚ όσο και με τον Ολυμπιακό. Αφού, όμως,  μιλάμε για ποδοσφαιριστές, θα πρέπει να αναφέρω οπωσδήποτε κάποιους παίκτες τουλάχιστον από τις μεγάλες ομάδες όπως ήτανε οι παίκτες του Ολυμπιακού ο Δεληκάρης ο Λοσάντα, ο Βιέρα, ο Κυράστας, ο Κρητικόπουλος κι ο Μάικ Γαλάκος. Επίσης η μεγάλη ομάδα του ΠΑΟΚ  που πήρε το πρωτάθλημα το 1976 είχε παίκτες όπως ο Κούδας, ο Σαράφης, ο Ιωσηφίδης, ο Ασλανίδης, ο Τερζανίδης κι ο Γούναρης. Η μεγάλη ΑΕΚ που φτιάχτηκε από το 1976 και μετά όταν πλέον πρόεδρος της ΑΕΚ ήταν ο Λουκάς Μπάρλος είχε τον Παπαϊωάννου, τον Μαύρο, τον Νικολάου, τον Στεργιούδα, τον Αρδίζογλου και πολλούς άλλους. Στον Παναθηναϊκό υπήρχαν επίσης μεγάλα ονόματα όπως ο Μίμης Δομάζος, ο στρατηγός ο επονομαζόμενος, ο Αντωνιάδης ο ψηλός, ο Καψής, ο Ελευθεράκης κι αργότερα ο Σαραβάκος και λοιποί. Ο μεγάλος Άρης των τελών της δεκαετίας του 70 είχε παίκτες όπως ο Φοιρός, ο Κούης, ο Ζήνδρος, ο Μπαλής και φυσικά δεν θα πρέπει να ξεχάσω και να μην αναφέρω τον τεράστιο, ίσως τον κορυφαίο πραγματικά Έλληνα ποδοσφαιριστή τον Βασίλη τον Χατζηπαναγή που έπαιζε στον Ηρακλή μαζί με τον Ξανθόπουλο, τον Παπαϊωάννου και τον Κοφίδη. Είπα ότι ο αγαπημένος μου παίκτης είναι ο Ντούσαν Μπάγεβιτς λόγω της προτίμησής μου στην ΑΕΚ, αν όμως μου λέγατε ποιος ήταν ο κορυφαίος Έλληνας παίκτης εκείνης της εποχής σαφώς και θα έλεγα τον Βασίλη Χατζηπαναγή.

Μπορείτε να μας αναφέρετε την τότε σχέση σας με το ποδόσφαιρο του εξωτερικού κι αν είχατε κάποια συγκεκριμένη προτίμηση σε κάποια ομάδα;

Υπήρχε εκείνα τα χρόνια μία εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση η οποία είχε δύο κανάλια όλα κι όλα και κάθε Σάββατο μεσημέρι έδειχνε Αγγλικό ποδόσφαιρο. Φυσικά, όλοι οι πιτσιρικάδες της εποχής μου παρακολουθούσαμε αγγλικό ποδόσφαιρο, οπότε δεν μπορώ να μην αναφέρω την τεράστια ομάδα που βλέπαμε τότε τη δεκαετία 75-85 τη Λίβερπουλ. Οι περισσότεροι πιτσιρικάδες της εποχής εκείνης ήμασταν με τη Λίβερπουλ. Η Λίβερπουλ, η οποία κατάφερε και πήρε μέσα σε 10 χρόνια 7 πρωταθλήματα, 4 κύπελλα πρωταθλητριών τα σημερινά Champions League τις χρονιές 77, 78, 81 και 84 κι είχε παίκτες που σήμερα θα ζήλευε οποιαδήποτε ομάδα όπως ο Κέβιν Κίγκαν, ο Κένι Νταλγκλίς, ο Ρέι Κλέμενς, ο Φιλ Νιλ, ο Στηβ Χάιγουεϊ κι ο Ίαν Ρας.

Άμα προσπαθούσατε να ξεχωρίσετε έναν ποδοσφαιριστή του εξωτερικού ποιος θα ήταν αυτός και ποια ήταν τα χαρακτηριστικά που φανέρωναν την ταυτότητα του;

Οπωσδήποτε αν θα μιλήσουμε για τον κορυφαίο παίκτη των δεκαετιών 70-80 νομίζω ότι δεν μπορούμε παρά να συμπεράνουμε ότι ο κορυφαίος παίκτης του κόσμου ήταν ο μεγάλος Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, που μας άφησε πριν λίγο καιρό. Ένας μάγος της μπάλας,  ένας παίκτης που ξεκίνησε να κλωτσάει το τόπι από τα τρία του και φάνηκε από πολύ νωρίς ότι θα γίνει μεγάλος παίκτης, ένας άνθρωπος που μιλούσε στην μπάλα ακόμα και όταν ξεγελούσε τους αντιπάλους με ένα χέρι, οι ίδιοι δεχόντουσαν ότι αυτό το χέρι ήταν του Θεού. Ήταν μία ομάδα μόνος του, είχε όμως και τα μειονεκτήματά του τα οποία είχαν να κάνουν με την προσωπικότητα του και με τη ζωή του έξω από τα γήπεδα αλλά νομίζω ότι αυτό τώρα παίζει δευτερεύων ρόλο.

Όντως ο Μαραντόνα θεωρείται από πολλούς ο κορυφαίος παίκτης όλων των εποχών που πάτησε το χορτάρι. Σας προκάλεσε καθόλου θλίψη το γεγονός ότι πριν λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή και πώς το εκλάβατε αυτό;

Αυτό εννοείται ότι κάθε ποδοσφαιρόφιλος στεναχωρήθηκε ιδιαίτερα με την απώλεια του Μαραντόνα όπως και με κάθε άλλον μεγάλο ποδοσφαιριστή όπως έγινε πριν από κάποια χρόνια με τον Γιόχαν Κρόιφ. Νομίζω ότι δεν υπήρχε άνθρωπος ο οποίος δεν στεναχωρήθηκε στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του κι η αλήθεια είναι ότι για μένα ήταν μια τρομερά λυπηρή είδηση.

Ποιες θα λέγατε ότι ήταν οι σπουδαιότερες προκρίσεις των ελληνικών ομάδων σε διεθνές επίπεδο;

Εκείνες τις δεκαετίες είχαμε τη φοβερή και ανεπανάληπτη πορεία του Παναθηναϊκού στο Γουέμπλεϊ το 1971. Φυσικά δεν το έζησα γιατί ήμουν πάρα πολύ μικρός, όμως το έχω διαβάσει, έχω ακούσει από γνωστούς μου, ένας συγγενής μου κιόλας έτυχε να βρίσκεται τότε στον τελικό του Γουέμπλεϊ, κι οπωσδήποτε ο Παναθηναϊκός τότε είχε μία υπερομάδα, όσο κι αν κάποιοι προσπάθησαν να μειώσουν την επιτυχημένη πορεία του λέγοντας ότι βοηθήθηκε από τη χούντα των συνταγματαρχών που είχαμε ως καθεστώς στην Ελλάδα. Ακολούθησαν κάποιες σχετικά σοβαρές νίκες του Ολυμπιακού επί της Άντερλεχτ κι άλλων μεγάλων ομάδων αλλά οπωσδήποτε δεν έφτασαν την επιτυχία του Παναθηναϊκού. Πολύ κοντά βρέθηκε η ΑΕΚ που έκανε μία πρωτοφανή πορεία στο κύπελλο ΟΥΕΦΑ την περίοδο 76-77 και ήταν και η αφορμή να αλλάξω προτίμηση, γιατί μέχρι τότε η αλήθεια είναι ότι υποστήριζα τον Ολυμπιακό, αλλά λίγο η περιοχή που ζω που είναι πάρα πολύ κοντά στη Νέα Φιλαδέλφεια λίγο η εξαιρετική πορεία τότε της ΑΕΚ που έφτασε στα ημιτελικά του κυπέλλου ΟΥΕΦΑ με έκαναν να συμπαθήσω και να αγαπήσω τη συγκεκριμένη ομάδα. Πολύ καλή πορεία εκείνη τη δεκαετία έκανε ο Άρης στο κύπελλο UEFA που απέκλεισε πολύ μεγάλες ομάδες, όπως η Μπενφίκα και η Μπολόνια. Στη δεκαετία του 80 εκείνος ο οποίος έκανε σοβαρές πορείες ήταν ο Παναθηναϊκός που είχε συνδυάσει πλέον το όνομα του με την Ευρώπη. Τότε υπήρχε και το γνωστό σύνθημα «Ελλάς Ευρώπη Παναθηναϊκός». Σοβαρή νίκη πέτυχε επίσης το 1983 ο Ολυμπιακός επί του Άγιαξ.

Όσον αφορά την εθνική μας ομάδα πώς θα χαρακτηρίζατε το γεγονός ότι το 1994 έκανε την πρώτη της εμφάνιση σε παγκόσμιο κύπελλο και τον θρίαμβο της Λισαβόνας το 2004 έναντι της Πορτογαλίας;

Πριν από αυτά τα δύο, θα ήθελα να αναφέρω και τη μεγάλη πρόκριση της Εθνικής Ελλάδας στα τελικά του κυπέλλου Εθνών το 1980 όπου στα τελικά αντιμετώπισε πολύ ισχυρές ομάδες και κατάφερε να πάρει και μία ισοπαλία από τη Δυτική τότε Γερμανία. Αυτός ήταν ουσιαστικά ο προάγγελος των μεγάλων επιτυχιών  της εθνικής ομάδας στο Μουντιάλ του 94 κι αργότερα στον θρίαμβο της Λισαβώνας. Βέβαια, στην Αμερική θα πω ότι ο χειρισμός που έγινε από την ομοσπονδία ήταν τόσο κακός που το μόνο που τους ενδιέφερε βασικά ήταν οι δημόσιες σχέσεις. Η εθνική μας ομάδα περιφερόταν ως τσίρκο από γκαλά σε γκαλά, από δεξίωση σε δεξίωση για τους ομογενείς με σκοπό να μαζευτούν χρήματα και φυσικά στα γήπεδα της Αμερικής η ομάδα σερνόταν, γνωρίζοντας και ντροπιαστικές ήττες .Ο Θρίαμβος της Πορτογαλίας νομίζω ταυτίζεται με ένα όνομα:  Ότο Ρεχάγκελ. Ήταν ένας Γερμανός προπονητής ο οποίος είχε έρθει στην Ελλάδα κάποια χρόνια πριν, ανέλαβε την εθνική ομάδα και κατάφερε να περάσει τη φιλοσοφία του βλέποντας ότι η Ελλάδα δε θα μπορούσε να ανταγωνιστεί σε επιθετικό ποδόσφαιρο τις μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Κατάφερε να κάνει μία συμπαγή αμυντική ομάδα η οποία εκμεταλλευόμενη αντεπιθέσεις έπαιρνε αυτό που ήθελε, έστω το 1-0. Αυτό ήταν κυρίως το σκορ της Εθνικής Ελλάδας το οποίο κατάφερε να την οδηγήσει μέχρι τον τελικό και φυσικά τον πρωτοφανή και πιστεύω ανεπανάληπτο άθλο του να σηκώσει το Ευρωπαϊκό κύπελλο.

Για να συνδέσουμε και τα πράγματα με το σήμερα ποιες πιστεύετε ότι είναι κάποιες από τις βασικές διαφορές σε ό,τι έχει να κάνει με την ποιότητα του ποδοσφαίρου και στα προσόντα που θα πρέπει να έχει ένας ποδοσφαιριστής;

Σίγουρα έχουν αλλάξει πάρα πολύ τα πράγματα και το βασικό έχει να κάνει με την ταχύτητα. Τότε στη δεκαετία 70 και 80 θυμάμαι την ομάδα της Ιταλίας η οποία εφάρμοζε τη λογική του «κατενάτσιο».Ήταν μία λογική του παίζουμε άμυνα ξεκούραστα και χτυπάμε στις αντεπιθέσεις. Υπήρχαν ομάδες οι οποίες ήταν πολύ τεχνικές ομάδες αλλά δεν είχανε διάρκεια, όπως η Αργεντινή και φυσικά η μεγάλη Βραζιλία. Η Βραζιλία  στο παγκόσμιο κύπελλο του 1982 πραγματικά μάγεψε με τις εμφανίσεις της, αλλά δεν κατάφερε να πάρει το κύπελλο γιατί βρήκε μπροστά της μία Ιταλία η οποία παίζοντας όχι ιδιαίτερα επιθετικό ποδόσφαιρο αλλά έχοντας μεγάλους παίκτες κατάφερε να πάρει αυτό που ήθελε. Τότε εκείνο που μετρούσε πάνω από όλα ήταν το αποτέλεσμα. Σήμερα βλέπουμε ομάδες που θα τις χαρακτήριζα διαστημικές. Είναι ομάδες που παίζουνε εξωπραγματικό ποδόσφαιρο,  οι παίκτες τρέχουν ασταμάτητα 90 λεπτά, έχουν φοβερές αντοχές σε σημείο που θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε δεκαθλητές. Κάνουν τα πάντα, είναι φοβερά γυμνασμένοι, είναι μηχανάκια, είναι ρομπότ αλλά υπάρχει και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Έχει χαθεί λιγάκι αυτή η μαγεία που υπήρχε παλιότερα. Όλα τώρα γίνονται για τα κέρδη. Οι ομάδες είναι μεγάλες επιχειρήσεις και μετράνε πολύ τα έσοδα και τα έξοδα. Έχουμε φτάσει σε σημείο μεγάλοι Άραβες κρίσοι να αγοράζουν ομάδες με σκοπό να τις κάνουν πρώτες ρίχνοντας εκατομμύρια δολάρια για να μπορέσουν να κάνουν ισχυρές ομάδες. Αυτό φέρνει και μεγάλες αλλαγές γενικότερα στο ποδόσφαιρο. Να πω ότι στη δεκαετία του 70 το να φύγει ένας παίκτης από μία ομάδα για να πάει σε μία αντίπαλη ομάδα ήταν τραγικό, δεν μπορούσε να συμβεί. Άλλαζαν και τότε οι παίκτες «σημαίες» όπως λέγαμε, αλλά υπήρχε μία διαφορετική αντίληψη για το ποδόσφαιρο και θα επισημάνω και πάλι ότι οι ομάδες ήταν οι ομάδες της χώρας τους κι είχαν παίκτες από τη χώρα τους. Σήμερα οι ομάδες είναι πολυεθνικές, είναι ομάδες που έχουν 11 ξένους ποδοσφαιριστές σχεδόν κανέναν από τη χώρα τους, οι λεγόμενες ομάδες «all-star».

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης