«Ικεσία», του Στάθη Χατζή (Δημιουργική γραφή με αφορμή το διήγημα «Γιατί;» του Γ. Μαγκλή)
Τα σωθικά του έκαιγαν. Αυτή η κάψα δεν υποφερόταν. Ευτυχώς βρήκε την πηγή, για να πιει νερό, να ηρεμήσει λίγο στην πλαγιά του βουνού από τους πυροβολισμούς και τα πτώματα. Ποτέ δεν θα έφευγαν αυτές οι εικόνες από το μυαλό του, θα έμεναν χαραγμένες εκεί για πάντα.
Ξάφνου, καθώς γευόταν το νερό, βλέπει έναν στρατιώτη με στολή του εχθρού, ξαρμάτωτο σαν κι αυτόν. Φαίνεται πως ήθελε να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Ο ξένος μόλις τον είδε, σταμάτησε και έπεσε στα γόνατα. Τον παρακαλούσε να μην τον σκοτώσει καθώς είχε αφήσει οικογένεια πίσω.
Δεν κοίταξε καν το πιστόλι του. Τον σήκωσε από χάμω, τον άφησε να πιει μπόλικο νερό. Είδε την πληγή στο πόδι του. Αυτός του είπε ότι μπορούσε να περπατήσει, όμως, το αίμα έτρεχε από την πληγή του ακόμη. Η σφαίρα πρέπει να ήταν μέσα.
Τον έπεισε με τα πολλά να τον βοηθήσει. Είχε μάθει να βγάζει σφαίρες και να δένει πληγές. Έτσι και έκανε. Του το έδεσε με την τελευταία γάζα που του είχε απομείνει. Σκέφτηκε πως τη χρειαζόταν πιο πολύ από αυτόν.
Ήταν Γάλλος και έμενε στη Μαρσέιγ. Είχε δύο παιδιά και μια πανέμορφη γυναίκα. Του τα έδειξε στη φωτογραφία που φύλαγε στην τσέπη του. Έγιναν κολλητοί φίλοι. Βάφτισε το παιδί του.
Δεν ήταν μέρα που να μην σκεφτεί τι θα γινόταν, αν τον πυροβολούσε. Δόξαζε το θεό για αυτό.
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.