Η κηδεία και το τραπέζι πέρασαν πολύ γρήγορα και θολά. Θυμάμαι αχνά το ξύλινο κουτί που μέσα είχε την Άμπι να κατεβαίνει κάτω από τη γη και τα λόγια που είπε ο τελετάρχης. Το μόνο που ένοιαζε εμένα ήταν η κολλητή μου, η αδερφή μου. Δεν είναι πια εδώ. Με άφησε μόνη μου. Ποιος το έκανε; Ποιος είναι εκείνος που αποφάσισε ότι καλύτερος θα ήταν ο κόσμος μου χωρίς την αδερφή μου;
«Άλις;»
Γύρισα αργά το κεφάλι μου. Ήταν ο Γουίλ. Με κοιτούσε με πόνο στα μάτια του. Με οίκτο. Δεν χρειάζομαι οίκτο. Χρειάζομαι την αδερφή μου. Τα δάκρυα που συγκρατούσα όλη μέρα, τελικά άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό μου, οι λυγμοί μου να βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον κι ο Γουίλ να με έχει πάρει αγκαλιά και να με κρατάει εκεί. Να με κουνάει σιγά και απαλά. Να μου τρίβει στην πλάτη στοργικά. Να μου λέει γλυκά λόγια παρηγοριάς, για να μπορέσω να ηρεμήσω.
«ΑΜΠΙ!»
Οι τσιρίδες μου να βγαίνουν μαζί με τους λυγμούς μου. Την αγαπούσα τόσο πολύ… Ήταν η καρδιά μου. Ήταν ο λόγος για τον οποίον σηκωνόμουν το πρωί. Ήταν η Άμπι μου.
Τα δάκρυα κυλούσαν για αρκετή ώρα και ο Γουίλ ήταν εκεί να με κρατάει. Όταν μπόρεσα να πάρω μια κανονική ανάσα και να ηρεμήσω, κοίταξα τον τάφο. Αυτή την τελευταία κατοικία της. Ο Γουίλ με είχε αφήσει από την αγκαλιά του, αλλά είχε ακόμα ένα χέρι περασμένο στους ώμους μου, να μου υπενθυμίζει ότι είναι εκεί.
Πλησίασα πιο κοντά της. Κοίταξα την επιτύμβια επιγραφή:
Άμπι Ρόρντρικ
Αγαπημένη κόρη, αδερφή, φίλη.
«Η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ»
Υπήρξε το μότο της: «Η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ». Μου το έλεγε κάθε φορά που ήμουν χάλια. Το είχε σκαρφιστεί όταν ήμασταν δέκα. Το αγόρι που μου άρεσε, τα είχε φτιάξει με κάποια άλλη κι ήμουν τόσο χάλια που είδα τη μητέρα μου στο όνειρό μου. Είχα πάθει μια μεγάλη κρίση, φωνάζοντας: «Η αγάπη έχει κλείσει για εμένα. Πέθανε!». Το επόμενο πρωί μπήκε μέσα στο δωμάτιο μου φουριόζα, φωνάζοντας: «Η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ γλυκό μου, γλυκόξινο μηλαράκι». Ναι. Καλά καταλάβατε. Από εκείνη πήρα όλα τα παρατσούκλια και τις αστείες ατάκες. Ήταν τόσο χαρούμενη, μ΄ ένα τόσο μεγάλο και φωτεινό χαμόγελο, που δεν μπορούσα να της αντισταθώ και γελάγαμε. Αν η ευτυχία είχε πρόσωπο, θα είχε αυτό της Άμπι.
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να γλιστρήσουν τα δάκρυα. Χαμογέλασα στην Άμπι μου. Ακούμπησα τα χέρια μου μέσα στο χώμα που την σκέπαζε, αφήνοντας τον εαυτό μου ελεύθερο. Και δάκρυα, ξανά να τρέχουν.
«Δεν μπορώ να σε νιώσω. Δεν μπορώ να σε ακούσω. Δεν μπορώ. Δεν μπορώ».
Οι λυγμοί πάλι. Τα δάκρυα πάλι. Ο πόνος την απώλειας πάλι. Ο πόνος του κενού. Πάλι.
«Τι θα κάνω τώρα χωρίς την αδερφή μου; Πώς θα ζήσω χωρίς αυτήν;»
Ο πόνος αβάσταχτος. Η απώλεια αβάσταχτη. Το κενό αβάσταχτο.
Τα χέρια του Γουίλ βρέθηκαν ξανά γύρω μου, εξασφαλίζοντάς μου ένα καταφύγιο για να βγάλω όλον μου τον πόνο. Όλη μου την απώλεια.
Στο τέλος κατάλαβα, όμως, ότι δεν έκλαιγα μόνο για την αδερφή μου. Έκλαιγα για εμένα, τη μαμά μου, την Άμπι, τη ζωή και για το πόσο άδικος είναι ο κόσμος. Το ορκίζομαι ότι θα τον βρω εκείνον που μου στέρησε τη ζωή μου.
«Ει, Γουίλ…»
«Ναι, Άλις;»
«Ευχαριστώ.»
Τον κοίταξα στα μάτια. Το εννοούσα το «ευχαριστώ». Δεν είμαι άτομο που κλαίει μπροστά σε κόσμο ή μοιράζει συγγνώμες και ευχαριστώ από ΄δω κι από ΄κεί. Και εκείνος το ήξερε.
«Δεν κάνει τίποτα.»
Μου χαμογέλασε και του το ανταπέδωσα όσο πιο πολύ μπορούσα. Τον θυμάμαι πολύ καλά τον Γουίλ. Όταν ήμασταν μικροί, ερχόταν και έπαιζε μαζί μας. Η Άμπι δεν σταματούσε να μιλάει για το πόσο κούκλος ήταν και το πόσο κοντά μου στεκόταν συνέχεια. Δεν είχε άδικο. Ο Γουίλ τώρα πια είναι ένας άντρας, με μαύρα μαλλιά, κοντά, και μάτια γκρι με πράσινες γραμμές στο κέντρο. Τα κρύβει πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά που μία τα φοράει μία τα αφήνει. Δεν τα χρειάζεται πάντα, όποτε δεν τα χρησιμοποιεί συχνά. Ήταν και είναι το μόνο άτομο που αφήνω να διαβεί το «τείχος» μου. Βασικά η Άμπι, αυτός και ο Χέιλ.
Χέιλ. Μία ακόμα ιστορία από την παράξενη ζωή της…
«Νομίζω πως θα έπρεπε να γυρίσουμε πίσω» του είπα και με κοίταξε προκειμένου να βεβαιωθεί πως είμαι καλά για να φύγω.
«Φυσικά. Έλα να σε πάω μέσα.»
Με σήκωσε, μιας και τα πόδια μου είχαν παραλύσει με τόση ώρα ακινησία. Κοίταξα ακόμα μια φορά την Άμπι μου. Της χαμογέλασα.
«Η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ γλυκό μου, γλυκόξινο μηλαράκι.»
Και εκείνη ήταν η στιγμή που είπα το «Αντίο» μου στην αδερφή μου.
Αντίο Άμπι μου…
Αντίο Άμπι…
Αντίο…
Οι επόμενες μέρες πέρασαν μ΄ εμένα να ψάχνω όλη τη μέρα τον ύποπτο που έβαλε μπρος τον συναγερμό κι αυτόν που σκότωσε την αδερφή μου και το βράδυ να κλαίω μέχρι να με πάρει ο ύπνος.
Κανένας δεν με έχει δει να κλαίω και δεν πρόκειται να το αφήσω να συμβεί. Ο κύριος Ρόρντρικ ήταν ξανά στη συνηθισμένη του διάθεση: Φερθείτε μου με τον σεβασμό που δεν δείχνω εγώ και θα σας ανταμείψω με λεφτά. Τέτοιου είδους προβλήματα έχει ο τύπος. Ο Γουίλ περνάει κάθε φορά που έχει κάποιο κενό ή τελειώνει η βάρδια του. Θέλει να βεβαιωθεί ότι δεν μου έχει στρίψει ακόμα. Μου φέρνει φαγητό, νερό, καμιά ταινία ή κάποιο βιβλίο. Με βάζει να κάνω μπάνιο ή να κινηθώ. Με λίγα λόγια, έχει αναλάβει το ρόλο της Άμπι. Δεν με πειράζει βέβαια που έχω κάποιον να με προσέχει από τόσο κοντά. Ίσως και να το έχω ανάγκη μάλιστα, πριν σταθώ ξανά στα πόδια μου και βρω τον εαυτό μου.
«Τοκ τοκ… Έφερα πίτσα με ό,τι ακριβώς θέλεις και μια μεγάλη κόκα κόλα και… την Tinkerbell!»
Ναι, μην κοροϊδεύετε. Μου αρέσουν τα παιδικά. Ακόμα. Άνθρωπος είμαι και ΄γώ. Επειδή έχω μια μαγική ικανότητα, δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ κι εγώ να γουστάρω κάτι από τα παιδικά μου χρόνια.
«Οοοο! Περάστε σας παρακαλώ βασιλιά μου. Μη σας κρατάω στην πίτσα… εεεεε, εννοώ στην πόρτα.»
«Χα χα. Ωραίο το αστείο. Λοιπόν, τι περιμένεις; Βάλε επιτέλους τη γκόμενα του Πίτερ!»
«Αυτή είναι άλλη κοπέλα. Μία που τον παράτησε για να πάει να μεγαλώσει και να παντρευτεί και η κόρη της να ερωτευτεί τον Πίτερ.»
Με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα και με έκπληκτο πρόσωπο.
«Τι δείχνουν στα παιδιά μας… Τέλος πάντων. Ας δούμε αυτή την κοπελίτσα.»
Χαχανίζοντας πάτησα το «play». Έχω να πω πως είχε μείνει έκπληκτος και δεν σταμάτησε να σχολιάζει.
«Δηλαδή, μία νεράιδα γεννιέται από ένα γέλιο! Πόσες νεράιδες και νεράιδοι είναι εκεί; … Τι σχέση έχει σε όλο αυτό όμως ένα κοντό φόρεμα που θα φοράει πάνω της για πάντα; … Ααα, είμαι μαζί με τη μοβ… Η μπλε είναι λίγο κουκουρούκου ή μου φαίνεται; … Αν είχα την ευκαιρία θα πήγαινα με τη βασίλισσα… Μα καλά, πώς αλλάζεις τις εποχές μέσα σε μία μέρα; … Περίμενε ένα λεπτό… Πώς ένα κουρδιστό βρέθηκε από τη ΓΗ στην ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ;»…
Ήθελα να τον σφαλιαρίσω και να του βάλω κάτι στο στόμα για να σκάσει. Δεν είχε σταματημό. Αλλά μου άρεσε που κάποιος είχε όρεξη να κάτσει μαζί μου να δει παιδικά.
«Τελείωσες ή θέλεις να σχολιάσεις και ότι η νεράιδα έχει και ραβδί στο τέλος της ταινίας, ενώ δεν το αναφέρουν πουθενά μέχρι τότε;»
«Άλλο και τούτο πάλι! Δεν μπορώ με αυτά!».
Μείναμε για λίγο σιωπηλοί, μέχρι να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Έχει κι άλλο;»
Τότε άρχισα να γελάω μαζί του. Τι βλάκας που ήταν μερικές φορές…
«Ναι, έχει! Πολλά!»
Και έτσι περάσαμε όλο το βράδυ μας. Να γελάμε και να βλέπουμε ταινίες. Γελούσα – όχι με όλη μου την καρδιά – αλλά με αρκετή για να νιώσω ήρεμη. Είναι ωραίο το αίσθημα της ηρεμίας. «Calm before the storm» Κάτι ξέρουν όσοι το λένε…
Αρχίζω να επιστρέφω πάλι πίσω σπίτι μου.
Φωτογραφία: Ειρήνη Παρχαρίδη
Κείμενο: Νεφέλη Πετράκη
Το διήγημα συνεχίζεται και πλάθεται όλο και πιο αριστοτεχνικά…Μπράβο και πάλι μπράβο Νεφέλη! “Εχω την αίσθηση πως αυτό το μέρος είναι το πιο «αθόρυβο» αλλά και το πιο «βαθύ» συνάμα. Παίρνω κι εγώ μια βαθιά ανάσα και την κρατάω μέσα μου περιμένοντας τη συνέχεια…Μη με «σκάσεις»!