Βαθιές Ανάσες (Δ΄ μέρος)

«Άλις…»

Αυτή η φωνή… την ξέρω αυτή τη φωνή;

«Άλις…»

Ναι σίγουρα την ξέρω. Αλλά από πού; Γυναικεία είναι πάντως.

«Άλις γλυκιά μου, όλα καλά θα πάνε.»

Τότε το κατάλαβα από πού την ήξερα αυτή τη φωνή. Την άκουγα για αρκετά χρόνια ώστε να ξέρω σε ποια γυναίκα ανήκει αυτή η φωνή· η φωνή που με έκανε να ηρεμώ κάθε φορά που χρειαζόμουν κάποιον. Αυτή η γυναίκα ήταν η φρουρός μου. Με κράτησε στην αγκαλιά της και με μεγάλωσε.

«Άλις, γλυκιά μου, βγες από το κρεβάτι. Κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει όσο είμαι εδώ.»

Ένα χαμόγελο στα χείλη μου σχηματίστηκε, ενώ σηκώθηκα να την αντικρίσω . Ήταν όπως ακριβώς τη θυμόμουν. Νέα και όμορφη. Με τα υπέροχα, χρυσαφένια μαλλιά της να πέφτουν κάτω, ενώ τα μελί μάτια της με κοίταζαν με τόση αγάπη. Δεν είχε υπολογίσει ότι στα δεκαοχτώ της θα αναλάμβανε να μεγαλώσει ένα μωρό, αλλά από τη στιγμή που με είδε πρώτη φορά, με αγάπησε. Όταν με κράτησε στην αγκαλιά της, ο ουρανός έβρεχε αστέρια. Ήταν η πιο φωτεινή μέρα της ζωής της. Δηλαδή, έτσι μου είχε πει. Και ήταν εκεί και με κοίταγε με την ίδια αγάπη που με κοίταγε τόσα χρόνια πριν.

«Γεια σου ζουζούνα μου.»

«Πόσο μου έλειψες!»

Και εκεί ήταν η στιγμή που έσπασα. Έτρεξα στην αγκαλιά της με δάκρυα στα μάτια.

«Ζουζούνα μου. Ζουζουνάκι μου. Έλα ηρέμησε. Εδώ είμαι εγώ. Δεν θα σε πειράξει κανένας, ζουζούνα μου.»

Πήρε στα χέρια της το πρόσωπο μου και με κοίταξε. Στην εμφάνιση ήταν απλώς μία δεκαοχτάχρονη, αλλά η ηλικία της ήταν πιο μεγάλη. Ήταν όμως το μόνο άτομο που αγαπούσα, όπως αγάπησα την Άμπι.

«Δεν το πιστεύω ότι σε ξαναβλέπω . Νόμιζα πως δεν θα είχα την ευκαιρία να σε αγκαλιάσω πάλι. Πόσο μου έλειψες!»

Απλώς κατέρρευσα στα χέρια της. Εκεί που ένιωθα ασφαλής. Εκεί που δεν χρειαζόταν να νοιαστώ για τον έξω κόσμο. Με ένοιαζε να μείνω στην ασφάλεια της αγκαλιάς της.

«Ζουζούνα μου, θέλω να με ακούσεις. Θα σου πω κάτι και θέλω να προσέξεις. Ό,τι σου πω, να το πεις μόνο σε άτομα που εμπιστεύεσαι. Σε κανέναν άλλον. Μπορείς να το κάνεις αυτό για εμένα;»

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να φύγουν τα δάκρυα και έβαλα τη μάσκα μου πάλι. Το ανέκφραστο, απλό πρόσωπο που χρησιμοποιούσα συνέχεια.

«Φυσικά. Τι θέλεις να μου πεις;»

Καθίσαμε κάτω όπως κάναμε παλιά. Με τα πόδια μας οκλαδόν και η μία απέναντι από την άλλη. Τα σώματα μας ήταν κοντά μεταξύ τους.

«Δεν ξέρω πόσο πολύ ακόμα μπορώ να κρατήσω το δωμάτιο… Ο Τζεφ πήρε την αρχηγία και θέλει να ψάξει όλους τους χαρισματικούς. Εγώ είμαι καλά. Δεν έχει να κάνει ακόμα με κανέναν από τους σπάνιους, αλλά έχει βρει πολλούς απλούς και τους χρησιμοποιεί κάθε μέρα για να τελειώσει το όπλο του. Δεν ξέρω τι φτιάχνει ή για ποιο λόγο δεν έχει έρθει σε εμάς. Θέλω να φύγεις από εκεί που είσαι. Πήγαινε στο νησάκι μας και μείνε εκεί. Σε παρακαλώ, φύγε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Επειδή ξέφυγες από εκεί μία φορά, δεν σημαίνει ότι μπορείς να ξεφύγεις πάλι. Ο Τζεφ είναι αβάσταχτος. Δεν θα αφήσει κανέναν να ζήσει.»

Την κοίταζα ανέκφραστα, αλλά μέσα μου ήμουν έκπληκτη. Πώς κατάφερε να πάρει την αρχηγία ο Τζεφ; Δεν ήταν ο επόμενος κατά δύο ακόμα γενιές. Αν όμως όντως την έχει πάρει, τότε αυτό σημαίνει ότι κανένας δεν είναι ασφαλής. Χαρισματικοί και μη.

«Υπάρχει και κάτι άλλο που δεν μου λες.»

Με κοίταξε. Μάλλον πίστευε ότι δεν θα το καταλάβαινα, αλλά έχω μεγαλώσει μαζί της. Την ξέρω καλά.

«Να, είναι ακόμα ένα θέμα. Αλλά δεν ξέρω αν θα σου αρέσει.»

«Πες το μου. Είμαι μεγάλο κορίτσι. Μπορώ να το αντέξω.»

Και μου το είπε. Μου είπε την αλήθεια. Αλλά όχι με λόγια, με εικόνες. Με άφησε να διαβάσω την αλήθεια μέσα από τις αναμνήσεις της. Και ήταν χάλια. Πολύ χάλια τα πράγματα…

«Πρέπει να γυρίσω πίσω. Δεν μπορώ να κρατήσω άλλο το δωμάτιο!»

Σε αυτό τινάχτηκα και την αγκάλιασα.

«Δεν θέλω να φύγεις. Δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ!»

«Ηρέμησε ζουζούνα μου. Θα με ξαναδείς. Στο υπόσχομαι αυτό. Αλλά πρέπει να φύγω τώρα.»

«Σ’ αγαπάω!»

«Και εγώ σε αγαπάω ζουζουνάκι μου!»

Και έτσι εξαφανίστηκε και μαζί της και το δωμάτιο, αφήνοντας με μόνη μου με τους εφιάλτες μου. Να βλέπω ξανά και ξανά την Άμπι. Εκεί μπροστά μου να με παρακαλεί να μη την αφήσω μόνη της. Να μείνω μαζί της. Δεν μπορώ να της πω όχι, αλλά πριν φτάσει το χέρι μου να ακουμπήσει το δικό της, το όνειρο ξεκινάει πάλι από την αρχή. Μέχρι που ξύπνησα.

Ανοίγοντας τα μάτια, είδα τον Γουίλ να είναι σε απόσταση μερικών εκατοστών μακριά μου. Αφότου μας πήρε ο ύπνος στον καναπέ, θα πρέπει να γυρίσαμε έτσι για να βολευτούμε και οι δύο. Όχι ότι με πειράζει, αλλά στο τέλος θα πρέπει να ξυπνήσει για να του πω την προειδοποίηση. Έτσι λοιπόν τον πέταξα από τον καναπέ. Γκουπ, κάτω.

«Τι στο… Με πέταξες από τον καναπέ;»

«Ναιπ!»

«Γιατί;»

«Πρέπει να σου μιλήσω για κάτι…»

«Και έπρεπε να με πετάξεις από κάτω;»

«Θες να σταματήσεις τη μοίρλα σου τώρα και να με ακούσεις;»

Έτσι κατάφερα να τον σωπάσω. Άλις ένα- Γουίλ μηδέν.

«Είχα ένα όνειρο εχθές το βράδυ. Περισσότερο σαν μία επίσκεψη από έναν παλιό φίλο. Μου είπε μερικά πολύ ανησυχητικά πράγματα και με συμβούλεψε να φύγω… Το θέμα είναι ότι δεν μπορώ να αφήσω πίσω μου τα άτομα που έχω μια σύνδεση, γι’ αυτό… σου ζητάω να έρθεις μαζί μου.»

Τον κοίταξα μέσα στα μάτια. Ήταν γεμάτος έκπληξη και φόβο. Το να σου λέει κάποιος ότι είναι επικίνδυνα στο μόνο μέρος που ένιωθες ασφαλής και ότι σε ψάχνει κάποιος να σε σκοτώσει γιατί είσαι διαφορετικός, δεν βγάζει νόημα.

«Πόσο χρόνο έχουμε;»

«Μου είπε να φύγω με το που ξυπνήσω, άρα όχι και πολύ. Μάλλον μία ώρα μέχρι να φτάσουν στα όρια της πόλης και άλλη μισή ώρα μέχρι να είναι από πάνω μας.»

Χτένισε νευρικά τα μαλλιά του παίρνοντας βαθιές ανάσες.

«Εσύ ετοιμάσου. Πάω και εγώ. Θα χτυπήσω τον συναγερμό και θα αφήσω ένα σημείωμα τη στιγμή που θα φεύγουμε. Έχεις ένα τέταρτο.»

Μου τα είπε όλα αυτά και έφυγε. Έτσι και εγώ ξεκίνησα να μαζεύω ό,τι είχα και δεν είχα στο μικρό μου δωματιάκι. Μέσα στα δέκα λεπτά είχα ετοιμαστεί κι έκλεινα την πόρτα τρέχοντας για να αποχαιρετήσω ένα τελευταίο άτομο…

Εκεί, ανάμεσα σε όλες τις ταφόπλακες βρήκα τη δικιά της. Πλησίασα.

«Γεια σου Άμπι μου! Ήρθα να σου πω ότι δεν θα μπορέσω να έρθω να σε επισκεφτώ για λίγο καιρό. Συγγνώμη. Ήθελα απλώς να σου πω ότι σε αγαπάω και μου λείπεις κάθε μέρα. Όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα έρθω ξανά. Σου το υπόσχομαι!»

Τότε ήταν που χτύπησε ο συναγερμός και ήξερα ότι ήταν η ώρα μου.

«Η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ γλυκό μου, γλυκόξινο μηλαράκι»

Σηκώθηκα και έτρεξα εκεί όπου άκουγα πιο δυνατά τον Γουίλ. Τον βρήκα μπροστά από ένα αμάξι να προσπαθεί να βάλει μπρος με τα καλώδια.

«Γιατί δεν χρησιμοποιείς το κλειδί που είναι κρυμμένο κάτω από το λάστιχο;»

Με κοίταξε ξανά έκπληκτος.

«Τι; Το ξέρω αυτό το αμάξι. Ο γέρος που το έχει, ξεχνάει πάντα τα κλειδιά του κι αφήνει ένα στο λάστιχο.»
Σηκώθηκε, πήρε το κλειδί και έβαλε μπρος.

Το ταξίδι για το μικρό ιδιωτικό νησάκι είναι μακρύ και πολύωρο. Δεκαέξι ώρες οδηγώντας και δύο ώρες πάνω σε ένα πλοιαράκι, και μετά μία ώρα με μία βαρκούλα. Σύνολο δεκαεννέα ώρες μέχρι να βρεθούμε σε μία παλιά έπαυλη, που ακόμα κρατούσε γερά.

«Λοιπόν. Περάσαμε δεκαεννέα ώρες στον δρόμο και στη θάλασσα. Φτάσαμε σε ένα απομονωμένο νησί που έχεις και κανένας δεν γνωρίζει και με έχουν φάει τα κουνούπια.»

«Θα σταματήσεις ποτέ να μιλάς. Σε είχα τόσες ώρες να βουίζεις σαν μύγα στο αφτί μου. Δώσε μου μερικά λεπτά πριν ξεκινήσεις πάλι το μπούρου μπούρου.»

Τότε ήταν που κατάλαβα πόσο απότομα του είχα μιλήσει. Γυρνώντας να τον κοιτάξω, ένιωσα ακόμα πιο χάλια.

«Συγγνώμη. Είμαι κουρασμένη και τα ρίχνω σε εσένα… Ο επάνω όροφος έχει δέκα υπνοδωμάτια. Διάλεξε όποιο θέλεις, εκτός από το τέσσερα και το έξι.»

Του γύρισα την πλάτη και ξεκίνησα να προχωράω προς τον επάνω όροφο. Και τότε με χτύπησε σαν αστραπή.

«Ποια ήταν η πηγή σου που είπε να φύγουμε; Σίγουρα δεν είναι αγόρι, γιατί δεν θυμάμαι να κάνεις παρέα με κάποιο αγόρι, όσο ήμασταν εκεί. Άρα, πρέπει να είναι κοπέλα. Τι είναι αυτή η κοπέλα για εσένα;»

Με μια βαθιά ανάσα απάντησα ό,τι φοβόμουν πιο πολύ να παραδεχτώ.

«Είναι η μητέρα μου.»

Και έφυγα. Δεν γύρισα να δω την έκπληξη, τον φόβο, την λύπη που είχαν τα μάτια του. Απλώς έφυγα. Έκανα το σωστό που τον έφερα μαζί μου; Μήπως δεν έπρεπε να εμπιστευτώ κανέναν μετά από τον Χέιλ; Δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς την Άμπι. Αυτή ήταν η φωνή της λογικής. Εγώ ήμουν το “κυνήγησε και σκότωσε”. Θα μάθω το πρωί…

4 Σχόλια

  1. Βλέπουμε Νεφέλη σιγά σιγά τα κομμάτια του puzzle να ενώνονται, δημιουργώντας ακόμη μεγαλύτερο σασπένς, ξετυλίγοντας αριστουργηματικά χαρακτήρες που χάραξαν την ηρωίδα μας. Αυτή τη φορά είναι η μητέρα που λειτουργεί ως φύλακας-Άγγελος. Αναμένουμε τη συνέχεια!!!Συγχαρητήρια Νεφέλη κι ευχαριστούμε που μοιράζεσαι το έργο σου! Κάποτε θα περηφανευόμαστε που εδώ στο περιοδικό μας πρωτοδημοσίευσες έργα σου…

    • Προς όλους τους εκπαιδευτικούς και συνεργάτες αυτής της εφημερίδας. Αξίζετε ένα μεγάλο ΜΠΡΑΒΟ και ευχαριστώ για τον τρόπο που στηρίζετε, εμψυχώνετε και αναδεικνύετε τα ταλέντα των παιδιών μας. Ταλέντα που εξέπληξαν με την ποιότητά τους. Μέσα από μικρές σελίδες ξεπήδησαν μεγάλα ταλέντα! Ευχαριστούμε για το υπέροχο αποτέλεσμα.

Υποβολή απάντησης