…»είμαστε”! Το άκουσες;…
“Είμαστε ακόμη ζωντανές”, βροντοφώναξε για να ακουστεί ως πέρα!
Να πάρει ο βοριάς που λυσσομανούσε τούτη τη φωνή και να την ταξιδέψει πέρα μακριά. Μήπως και κάποιος αισθανθεί τη δύναμη που έκρυβε τούτη η φράση.
Δέντρα μεγαλοπρεπή υποτάσσονται μπρος στη δύναμη του παγωμένου αέρα. Κανένα δεν αντιστέκεται. Λυγίζουν και προσμένει το καθένα τη δική του εντυπωσιακή πτώση.
Μόνο κάνα δυο ξελογιάστρες αμυγδαλιές στέκουν περήφανες. Αγέρωχες, ευωδιαστές, ντελικάτες και στολισμένες για να ξελογιάσουν το δυνατό βοριά. Δηλώνουν την παρουσία και την ύπαρξη τους για να κερδίσουν χρόνο. Μια στάλα ακόμη χρόνο στην ευτυχία της πολύχρωμης εικόνας τους.
“Βοριά, δεν μας ακούς; Ποτέ σου δεν μας άκουσες. Μας περιφρονείς και επιβάλλεσαι θριαμβευτικά. Είναι άδικο, άδικο… Οι στιγμές είναι δικές μας, να τις ζήσουμε καμαρωτές και στολισμένες. Αχ! να μας άκουγες έστω για μια άνοιξη…”
Η ίδια συγκατοίκηση κάθε χρόνο, ένας χειμώνας να στριμωχτεί με μια άνοιξη. Οι εποχές να υφαίνουν βιαστικά, στον αργαλειό, τον παρόντα χρόνο. Τον αδυσώπητο χρόνο! Μια άνοιξη ετοιμοπόλεμη να ξεπετάξει τη μαυρίλα του χειμώνα με μοναδικό εφόδιο μια πεισματάρα ανθισμένη αμυγδαλιά.
Κάπως έτσι δεν “συγκατοικούν” και τα συναισθήματα μας;
Ακριβώς έτσι δε συμπεριφέρονται και οι άνθρωποι όταν το συναπάντημα της ψυχής τους αποτελεί προμήνυμα του εσωτερικού τους κόσμου;
Ίδιοι συγκάτοικοι εδώ και χρόνια, οι εγωισμοί μας να στριμωχτούν με λίγη ανθρωπιά. Η αδιαφορία μας με μια φράση ευεργετική “να προσέχεις”. Η απομάκρυνση μας με μια παρουσία αληθινή. Η αλαζονεία μας με μια απλή, σιωπηλή ευτυχία. Οι θυμοί μας με μια ηχώ γαλήνης. Οι φόβοι μας με μια αγκαλιά καταφύγιο.
Τόσα συναισθήματα συγκάτοικοι στην ψυχή μας, ελεγκτές της προσωπικής μας συμπεριφοράς, σε μια διαμάχη για το ποιο θα επικρατήσει. Ποιο θα κρύβει μέσα του την μεγαλύτερη “δύναμη” για να μας λυτρώσει από την εσωτερική πίεση.
Απενεργοποιούνται τα συναισθήματα; Λογοκρίνονται; Αποφορτίζονται οι καρδιές μας; Έψαχνε απαντήσεις μήπως και λυτρωθεί. Μήπως και κινητοποιήσει την ανοιξιάτικη ομορφιά της, η ολάνθιστη ανθισμένη αμυγδαλιά, και την “αφήσει” ήσυχη και πολύχρωμη, έστω για φέτος, ο παγωμένος βοριάς.
Μεμιάς ξεθύμανε η πίκρα της. Απογυμνώθηκε από τα άνθη της και βυθίστηκε για ακόμη μια χρονιά σε μια θλίψη μουντή.
“Μ’ ακούς; Χρόνια είναι που δεν μ’ ακούς. Θριαμβευτικά περιφρονείς. Είναι άδικο, άδικο… Οι στιγμές είναι για τους ανθρώπους. Αχ! να μας άκουγες έστω για μια στιγμή…”
Ακούστηκε ο ήχος του κουδουνιού της πόρτας και βυθίστηκε σε μια απορία ωφέλιμη!
Ξεχάστηκε η Ισμήνη. Είχε αφεθεί να κοιτάζει μέσα από το παράθυρο την ομορφιά της αμυγδαλιάς και να θαυμάζει την αισιοδοξία και την τόλμη, με τις οποίες την προίκισε ο Θεός.
Είχε ζαλιστεί να ακούει τη μανία του χειμωνιάτικου αέρα και να βλέπει τη δύναμη της αγριότητας του.
Άνοιξε διστακτικά και απορημένα….”ποιος άνθρωπος τόλμησε να βγει μέσα σε τούτο τον ταραγμένο βοριά;”
Απολύτως κανείς δεν φάνηκε στο άνοιγμα της εξώπορτας. Μόνο κάτω, αφημένα στοργικά, μια αγκαλιά κλαδιά ανθισμένης αμυγδαλιάς, με ένα ιδιόχειρο σημείωμα : “Πρόλαβα να τα κόψω πριν γνωρίσουν την εκδικητική μανία του χειμώνα, για να τα στολίσεις. Θυμάμαι πως πάντα σε ενθουσίαζε η ομορφιά και η ευωδιά τους…”
Και μεμιάς ξεθύμανε ο πόνος, καθώς γνώρισε το γραφικό χαρακτήρα, αν και είχαν προηγηθεί κάποια χρόνια μοναξιάς και μελαγχολίας! Αναφάνηκαν ελπίδες μήπως και λειανθούν οι σκληρές στιγμές του παρελθόντος, που επέτρεψαν στη λύπη και στον πόνο να επικρατήσουν.
Μια ευτυχία άσημη, στιγμιαία, ετοιμοπόλεμη και ευεργετική για να αποδιώξει την αναγνωρίσιμη δυστυχία στη ζωή των ανθρώπων.
Μια συγκατοίκηση ακόμη, καθώς ένα ένα μικρό “εγώ” μπορεί να γίνει μέρος ενός τεράστιου “μαζί”!
Καθώς, στην πολύχρωμη βεντάλια των συναισθημάτων ξεπετάγεται η ανακούφιση, η μεταμέλεια, η χαρά και η Αγάπη.
Αφροδίτη Γιαννέλλη, Μηχανολόγος εκπαιδευτικός ΕΠΑΛ