Χαμένες Πατρίδες

ΑΠΟ: ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΣΣΗΡΟΥ - Φεβ• 29•16

smirn12

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ.

ΜΕΡΟΣ Α΄: ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ.

Οι «χαμένες πατρίδες», πόλεις, στα παράλια της Μ.Ασίας και του Εύξεινου Πόντου, δημιουργήθηκαν σαν αποικίες από την αρχαιότητα, περίπου, από τον 8ο αιώνα π.Χ. (800 π.Χ.) και αναπτύχθηκαν οικονομικά και πολιτισμικά.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και, κυρίως, κατά τον 18ο αιώνα, η περιοχή γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση. Οι Μικρασιάτες Έλληνες αναδείχθηκαν σε σπουδαίους εμπόρους. Άλλοι είχαν βιοτεχνίες, άλλοι ασχολήθηκαν με τραπεζικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν τεράστιες περιουσίες πράγμα που το αποδεικνύει το υψηλό επίπεδο διαβίωσης πολλών απ΄αυτούς, με τα αρχοντικά και πολυτελή σπίτια που σώζονται ακόμη και σήμερα στην Σμύρνη. Οι Ελληνικές επιχειρήσεις διέθεταν εμπορικά υποκαταστήματα και πρακτορεία μεταφορών σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Η επαφή με τους λαούς της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την οικονομική ευμάρεια του Ελληνισμού είχε ως αποτέλεσμα την πνευματική και καλλιτεχνική αναγέννηση.

Στα Ελληνόφωνα χωριά κυριαρχούσε η Ελληνική γλώσσα αλλά το 90% του ελληνόφωνου πληθυσμού γνώριζε και την  τουρκική η οποία ήταν και η επίσημη γλώσσα του κράτους.

Οι επιχειρηματίες πρόσφεραν μέρος από τα κέρδη τους στα θρησκευτικά, εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα που λειτουργούσαν στις μεγάλες πόλεις και επιστήμονες στέλνονταν για ειδίκευση σε πανεπιστήμια της Ευρώπης για να μεταφέρουν στην πατρίδα τους τις νέες επιστημονικές μεθόδους διδασκαλίας.

Οι απλοί άνθρωποι, Έλληνες και Τούρκοι, ζούσαν αρμονικά, συνεργάζονταν οικονομικά και πολλές φορές ανέπτυσσαν φιλίες μεταξύ τους.

Οι Έλληνες πλούσιοι είχαν πολλά χρήματα και τα ξόδευαν με σπατάλη. Τα παιδιά δεν στερούνταν τίποτα αλλά και γονείς ζούσαν μέσα στην πολυτέλεια. Πανάκριβα φορέματα για τη μητέρα, φερμένα από το Παρίσι, χοροί και δεξιώσεις, τα καφέ chantants για τους κυρίους ήταν κομμάτια της καθημερινότητα των κατοίκων των μεγάλων πόλεων. Υπήρχαν όμως και κάποιοι άλλοι ευκατάστατοι Έλληνες που απέφευγαν τις σπατάλες και έκαναν οικονομίες, γιατί φοβόντουσαν τις εξελίξεις στον οικονομικό και στρατιωτικό τομέα. Δεν εμπιστεύονταν τους ξένους, τους Άγγλους και τους Γάλλους, αλλά ούτε και τους Έλληνες.

Στα χωριά, οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνταν με την γεωργία και χωρίς να είναι ιδιαίτερα πλούσιοι είχαν μια οικονομική άνεση.

Τα σπίτια ήταν μικρά και χωρίς μπαλκόνια. Για την θέρμανση τους, χρησιμοποιούσαν ξύλα είτε σε τζάκι, είτε σε σόμπες. Φρόντιζαν τα σκεπάσματα τους να είναι ζεστά. Έτσι χρησιμοποιούσαν υλικά όπως μαλλί, άχυρο και πούπουλο. Τα έπιπλα και τα σκεύη τους ήταν λιτά και πρακτικά. Υπήρχαν,απλά , για να εξυπηρετούν τις ανάγκες τους και όχι για λόγους διακοσμητικούς. Μαγείρευαν στη φωτιά και εκεί ζέσταιναν και το νερό που χρησιμοποιούσαν για το μπάνιο τους. Τα τρόφιμα τους, τα συντηρούσαν στις αποθήκες που η υγρασία και το κρύο, ήταν μεγαλύτερα.

Το καλοκαίρι η γειτονία και οι αυλές, είχαν την τιμητική τους. Τις νύχτες του χειμώνα  μαζεύονταν όλοι γύρω από το φώς της λάμπας για τα «νυχτέρια» και το «μουχαμπέτι».

Η θρησκεία για τους Έλληνες ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Οι Έλληνες πρόσφυγες είχαν έντονο το θρησκευτικό αίσθημα, για αυτό και κατά τον ερχομό τους στην Ελλάδα μετέφεραν ιερές εικόνες, σύμβολα  ενότητας και αγάπης για τις χαμένες πατρίδες τους και διέδωσαν την πολιτιστική τους κληρονομιά, τα ήθη και τα έθιμα τους ,την ιστορία και τον πολιτισμό τους.

ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΩΝ ΒΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΕΩΝ (ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)

 

Ράβναλη Τάνια, Σαρπέτσα Παναγιώτα, Τσερτσενέ Λία, Χαλκίδου Ελευθερία, Χρηστίδου Ελένη

 

Σχολιάστε

Top