Τα παραμύθια των παιδιών – Ο γεωργός και η αγένειά του

Του Γεωργίου Εμμανουήλ-Άγγελου

αρχείο λήψης

Ο γεωργός και η αγένειά του

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός που είχε ένα χωράφι. Κάθε μέρα πήγαινε στο χωράφι του 9 η ώρα το πρωί και έκανε πολλές δουλειές, έσπερνε πατάτες, καρότα και καλλιεργούσε τομάτες, λαχανικά και φρούτα. Ένα πρωί πήγαν δύο άντρες να τον ρωτήσουν γιατί ήθελαν και αυτοί να αρχίσουν να ασχολούνται με τη γεωργία. Αυτός όχι μόνο δεν τους απάντησε αλλά τους έδιωξε με υβριστικά λόγια. Ο γεωργός δούλευε σκληρά κάθε μέρα γιατί έπρεπε να πάρει αυτά που είχε καλλιεργήσει για να τα πουλήσει στη λαική, καμιά φορά όμως όταν του κάνανε ερωτήσεις, τους απαντούσε με αγένεια.

Μια μέρα όμως όταν πήγε στο χωράφι του αντίκρυσε κάτι πολύ άσχημο. Του είχανε ξεραθεί όλες οι τομάτες, οι πατάτες και τα καρότα. Στενοχωρήθηκε πολύ και από τότε δεν ξαναπήγε στο χωράφι του. Ξαφνικά όμως όταν ήταν στο σπίτι του και μαγείρευε τα τελευταία λαχανικά που του είχανε απομείνει από τον κήπο του άκουσε το κουδούνι της πόρτας του να χτυπάει. Άνοιξε και είδε μπροστά του ένα σοφό γέροντα. Του είπε ότι όσο περισσότερο φιλικός είσαι με τους ανθρώπους τόσο περισσότερα θα πάρεις από τον θεό. Τότε ο γεωργός κατάλαβε ότι δεν έπρεπε να συμπεριφέρεται έτσι στους ανθρώπους και ότι έπρεπε να τους μιλάει με πιο όμορφο τρόπο.

Ο γεωργός πήγε στο χωράφι του και είδε κάποιον να τον περιμένει. Τον ρωτάει «Τι λαχανικά καλλιεργείς; Θέλω να αρχίσω κι εγώ την καλλιέργεια».  Αμέσως ο γεωργός θυμήθηκε τα λόγια του σοφού γέροντα και του απάντησε χαμογελαστά και με ευγενικό τρόπο τομάτες, πατάτες και καρότα. Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο χωράφι του και βλέπει τις τομάτες, πατάτες και καρότα γεμάτα καρπούς. Από τότε ο γεωργός δεν ξαναμίλησε άσχημα σε κανέναν άνθρωπο και πάντα τα τελάρα της λαϊκής ήταν γεμάτα.

 

Σχολιάστε

Top