Οι ξηραμένες μπιγκόνιες
Η παλιά βαμμένη γλάστρα γέρνει
ραγισμένη απ’ την αυθόρμητη απόφαση των αδιάφορων συννέφων
Αντίκρυ της, μοναχά το περιπλανώμενο αεράκι,
που ρέει ανάμεσα στο φέγγος της μπιγκόνιας.
Στάζουν γλυκόλογα τα μαραμένα πέταλα της, χορεύοντας ακανόνιστα με τα μπλεγμένα φορέματά τους.
Τα γυμνά κοτσάνια της ξεραμένα,
από το χάδι των καλεσμένων χεριών του ηλίου.
Αποκαλούνται νοσταλγικά, την τότε ανυποψίαστη στιγμή, που κάθονταν αμέριμνα, στην πονηρή του λάμψη.
Τα μπουμπούκια χαζεύουν ολοένα τον ατίθασο αναστεναγμό μιας παραπλανημένης μέλισσας,
γυρεύοντας ερωτοχτυπημένη,
τα άγνωστα φύλλα του ανομολόγητου λουλουδιού,
τραγουδώντας κατά τη πορεία της ένα αισιόδοξο ζουζούνισμα,
ατάραχα προσεγγίζοντας την λεκιασμένη μοίρα της,
μεθυσμένη με την οσμή
των σαπισμένων σπόρων.
Ιουλιέτα Αντωνίου Α6