ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ κ. ΠΛΟΥΜΑΚΗ ΓΙΩΡΓΟ

΄΄Πριν λίγες μέρες είχαμε γιορτάσει την επέτειο του πολέμου του 1940 και για αυτό  θα πούμε δυο λόγια σήμερα. Σας ευχαριστώ για τιμή που μου κάνετε να συνομιλήσω μαζί σας. Είμαι βαθιά συγκινημένος γιατί μετά από 30 χρόνια ξαναμιλώ με παιδιά [ο κ. Πλουμάκης  ήταν δάσκαλος, εξ ου και η αναφορά αυτή]

Πείτε μας πώς λέγεστε… λίγα λόγια για εσάς   

Mε λένε Γιώργο Πλoυμάκη. Η καταγωγή μου, ο πατέρας μου ήταν από τον Θραψανό Πεδιάδος και η μητέρα μου ήταν από την Βόνη Πεδιάδος.

πλουμάκης 1Εγώ γεννήθηκα στην Βόνη, μεγάλωσα τα πρώτα μου χρόνια στην Βόνη, και τα τελευταία χρόνια ζω στο Ηράκλειο. Όταν έγινε ο πόλεμος, η κατοχή, όταν κατελήφθη η Ελλάδα από τους Γερμανούς, ήμουνα σε ηλικία 8 ετών. Έχω γεννηθεί το 1932 και πριν από 20 μέρες έκλεισα τα 90 μου χρόνια, και μπήκα στα 91. Τα πρώτα μου γράμματα τα έμαθα στην Βόνη, γράμματα … ο θεός να βάλει το χέρι του, διότι οι Γερμανοί είχαν καταλάβει το σχολείο και ‘κάναμε μάθημα στην εκκλησία με τον φόβο πάντοτε των βομβαρδισμών και  της γερμανικές μπότας. Η εποχή δεν ήταν η ίδια όπως είναι τώρα. Υπήρχε φτώχεια.. δεν υπήρχε η πολυτέλεια που υπάρχει τώρα. Τα πρώτα γράμματα τα μάθαμε εμείς με το λυχνάρι, ούτε φώτα είχαμε ούτε τίποτα, ένα λυχνάρι με το λάδι. Χωρίς βιβλία χωρίς τίποτα. Όταν τελείωσα το δημοτικό, ήρθα στο Ηράκλειο, έδωσα εξετάσεις και μπήκα στο Καπετανάκειο, όπου και τελείωσα τις γυμνασιακές μου σπουδές. Στη συνέχεια, έδωκα εξετάσεις στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και σε δυο χρόνια σπούδασα δάσκαλος. Στη συνέχεια, υπηρέτησα τον ελληνικό στρατό σαν έφεδρος.  Κατετάγην στην Κόρινθο, στη σχολή υποψηφίων αξιωματικών, πέρασα τις εξετάσεις και έγινα έφεδρος Ανθυπολοχαγός,  όπου υπηρέτησα συνολικά τον στρατό 32 μήνες. Όταν απολύθηκα από τον στρατό, πήρα τον βαθμό του Υπολοχαγού και όταν έγινε η επιστράτευση για τον τουρκο-κυπριακό πόλεμο, που καταλάβανε τη μισή Κύπρο, κλήθηκα πάλι και πήγα παρουσιάστηκα σαν έφεδρος υπολοχαγός αλλά ευτυχώς, έκανα μόνο ένα μήνα και μετά υπήρξε συνθηκολόγηση και μας απέλυσαν. Στη συνέχεια διορίστηκα δάσκαλος. Τρία χρόνια στα Πάρτιρα κάτω από το Αρκαλοχώρι, αν έχετε υπόψη σας. Στη συνέχεια πήγα στην Βόνη στην οποία υπηρέτησα 21 χρόνια, και στη συνέχεια ήρθα στο Ηράκλειο για 10 χρόνια στην Ανάληψη στο 24ο δημοτικό σχολείο. Παντρεύτηκα τη δασκάλα Δασανάκη Δέσποινα από την Ιεράπετρα, με την οποία αποκτήσαμε δυο κόρες. Η μία είναι καθηγήτρια φυσικός και η άλλη έφυγε για το εξωτερικό, όπως και 500.000 επιστήμονες από την Ελλάδα, είναι και αυτή μια από τους επιστήμονες, τους Έλληνες που έφυγαν στο εξωτερικό. Το κύριο επάγγελμά της είναι η ψυχολογία αλλά έχει συνολικά εφτά πτυχία. Μπήκε στο αγγλικό ΕΣΥ  και είναι διευθύντρια κάποιου νοσοκομείου στο Λονδίνο. Τέλος πάντων, αυτή περιληπτικά είναι η ζωή μου.

Σύμφωνα με την επιθυμία σας τώρα,  θα προσπαθήσω να πάρετε μία ιδέα πώς ζούσαν τα παιδιά της εποχής εκείνης και γενικά οι άνθρωποι, οι Έλληνες,  στον πόλεμο.

  1. Πόσο χρονών ήσασταν όταν ξεκίνησε ο πόλεμος;

Το 1940, ήμουν 8 χρονών όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Πριν κηρυχθεί ο πόλεμος από τους Ιταλούς για την Ελλάδα, υπήρχε ο ευρωπαϊκός πόλεμος. Είχαν εμπλακεί μεγάλες δυνάμεις στον πόλεμο. Στη συνέχεια, το 1940, μας ειδοποίησαν οι Ιταλοί να παραδώσουμε τη Βόρειο Ήπειρο και τα ελληνικά εδάφη αλλά πρέπει να ξέρετε από την ιστορία ότι ο Έλληνας αγαπάει πολύ την  πατρίδα του, αγαπάει πολύ το μέρος που γεννήθηκε, την ιστορία του και δεν είπε πότε σε κανένα απ ‘τους εχθρούς περάστε κάντε περίπατο και πάρτε τα εδάφη τα ελληνικά. Πάντοτε αγωνιζόταν για την ελευθερία της πατρίδας του γιατί η ελευθερία είναι ένα πολύτιμο αγαθό. Δύο είναι τα αγαθά, η ελευθερία και η υγεία, τα μεγαλύτερα αγαθά του ανθρώπου, τα οποία καταλαβαίνεις την αξία τους μόνο άμα τα χάσεις.

  1. 2.      Πώς αντιληφθήκαμε τον πόλεμο τότε;

 

Στην αρχή με ενθουσιασμό το πήραμε, από ό,τι θυμάμαι. Μαζευόμασταν στις πλατείες – φωνάζαμε θα πάμε, θα πολεμήσουμε, θα νικήσουμε,  θα κάνουμε, θα δείξουμε- αλλά αργότερα με σκεπτικισμό. Στην αρχή,  τα στρατεύματα στη Βόρειο Ήπειρο νικούσαν τους Ιταλούς και τους οπισθοχωρούσαν, να τους ρίξουν στην θάλασσα. Ε, τότε  που μαθαίναμε ότι καταλάβαμε μια πόλη, το Τεπελένι, την Κορυτσά  άλλες βορειοηπειρωτικές  πόλεις, μαζευόμασταν και εμεις στην πλατεία. Οι μεγάλοι και πανηγυρίζανε, όπου και εμεις τα μικρά από πίσω πανηγυρίζαμε και εμείς, καταλαβαίναμε ό,τι μπορούσαμε. Γιατί δεν είχαμε και τα μέσα επικοινωνίας τότε.

 

  1. Πώς ήταν οι συνθήκες ζωής κατά τη διάρκεια του πολέμου;

Ο πόλεμος είναι πάντοτε ένα πολύ άσχημο πράγμα και τότε ιδίως στις πόλεις υπήρχε μεγάλη πείνα, μεγάλη κακουχία, μεγάλη στέρηση. Οι άνθρωποι για να ζήσουν αναγκαζόταν να πουλήσουν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Υπήρχε μια τάξη ανθρώπων, οι λεγόμενοι μαυραγορίτες, οι οποίοι είχαν τα χρήματα και αγοράζανε σε πολύ εξευτελιστικές τιμές,  περιουσίες ολόκληρες αρκετών κατοίκων των πόλεων για ένα κομμάτι ψωμί. Στα χωριά τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Οι άνθρωποι, επειδή καλλιεργούσαν τη γη συνέχιζαν να την καλλιεργούν. Είχανε τον κήπο τους, είχανε τα αμπέλια τους, είχανε το λάδι τους με τις ελιές και ζούσαν καλύτερα. Βέβαια, με αρκετή λιτότητα. Να σας πω για να καταλάβετε, ότι  παραδείγματος χάρη, το μεσημεριανό φαγητό μιας οικογένειας ήτανε χόρτα βραστά, δεν λέω πάντοτε, αλλά μια φορά δυο την εβδομάδα χόρτα βραστά λαδωμένα με λίγες ελιές και λίγο ψωμάκι που το οποίο ψωμάκι ήταν συνήθως πίτα, δηλαδή ζυμάρι που το ζύμωναν το βάζαν στο τηγάνι το ψήνανε, τη λεγόμενη πίτα και σπάνια ζύμωναν και στο φούρνο για να έχουν ψωμί απ’ το φούρνο. Η ζωή λοιπόν, ήταν δύσκολη και στο χωριό και στην πόλη. Πρώτα από όλα υπήρχε ο φόβος. Η γερμανική μπότα, όπως λέμε, ήτανε χαρακτηριστικά … τρομερή.  Ακόμα μπορώ να σας πω ότι στα αυτιά μου σαν να την ακούω …. αυτό το ντράκα ντρούκα ντράκα ντρούκα την μπότα τη γερμανική, η οποία σκορπούσε τον τρόμο και τον  φόβο. Για αυτό και πολλοί,  πολλοί Έλληνες είχανε βγει στα βουνά, είχαν δημιουργήσει αντάρτικο και ενοχλούσαν, κάνανε σαμποτάζ στους Γερμανούς. Τους σκάβανε, τους καίγανε τις εγκαταστάσεις, τα αεροπλάνα στα αεροδρόμια, για να είναι το ηθικό  των Ελλήνων ψηλά… έπρεπε να είναι υψηλό το ηθικό.

Οι συνθήκες άρα ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Εμείς τα μικρά παιδιά κάναμε ότι μπορούσαμε να μας στείλουνε μια παραγγελία σε ένα άλλο χωριό, να δείξουμε σε κάποιον αντάρτη από που θα πάει για να μην περάσει από Γερμανούς, να παρακολουθούμε όταν έρχονται οι Γερμανοί για να κυκλώσουν το χωριό για να ειδοποιήσουμε τους πατεράδες να κρυφτούνε για να μην τους κάνουνε ζημιιά  οι Γερμανοί. Εγώ εβίωσα την εποχή εκείνη 10 χρονών παιδί. Οι Γερμανοί φτιάχνανε το αεροδρόμιο του Καστελίου. Είχαν λοιπόν επιτάξει όλα τα μικρά παιδιά άνω των 12 χρονών πηγαίναν στο αεροδρόμιο και κάναν μεροκάματο, κάτω των 12 χρονών,  έκαναν επίταξη σε όλα τα ζώα τα γαϊδουράκια και τα μουλαράκια των χωριανών, πηγαίνανε στο αεροδρόμιο και κουβαλούσανε πέτρες. Πήγα και εγώ με το γαϊδουράκι ενός χωριανού, εγώ σαν οδηγός και κουβαλούσαμε 15 μέρες πέτρες, χαλίκια στο αεροδρόμιο που το στρώνανε κάτω για να φτιάξουνε τους διαδρόμους. Πάντα με το φόβο του επιστάτη Γερμανού με το γκρεπάτσι στο χέρι για να μας δίνει και καμία άμα δεν δουλεύαμε γρήγορα. Αυτά όλα μας άφησαν παιδικές πληγές, δεν ξεπεράσθηκαν εύκολα. Να πω και κάτι σε εσάς:  ακόμα όταν δω Γερμανούς τουρίστες δεν τους βλέπω όπως άλλους τουρίστες. Έχει μείνει αυτό βαθιά μέσα  στην παιδική μας ψυχή τότε.

  1. Πώς νιώθατε και τι κάνατε την περίοδο του πολέμου;

Έτσι νιώθαμε άσχημα, ήταν ένας φόβος και τρόμος. Φώτα δεν υπήρχανε τη νύχτα. Βάζαμε από μέσα στα παραθύρια κουβέρτες και σεντόνια να κρύψουμε καμιά τυχόν χαραμάδα από φως να βγαίνει από όξω. Γιατί ερχόταν αεροπλάνα και βομβαρδίζανε και έπρεπε να προστατευτούμε και να προστατέψουμε και τους Γερμανούς κατά κάποιον τρόπο.

  1. Πώς κρατούσατε επαφή με συγγενείς και φίλους;

Υπήρχε μια υποτυπώδης αλληλογραφία. Τα γράμματα βέβαια ανοιγόταν όλα και διαβαζόντανε από τους Γερμανούς. Άμα θέλαμε να στείλουμε ένα γράμμα από εδώ στα Χανιά το στέλναμε αλλά οι Γερμανοί το ανοίγανε και το διαβάζανε, ανοιχτό έπρεπε να το στείλουμε.  Και αν πήγαινε κανείς… δια ζώσης επικοινωνίας… ραδιόφωνα… πρώτα πρώτα απαγορευότανε αλλά και δεν υπήρχαν τότε ούτε ραδιόφωνα στο χωριό. Τίποτα…  σκοτάδι μαύρο σκοτάδι. Ούτε φώτα… με τα λυχναράκια, σαν αυτά που έχουμε το Πάσχα που παίρνουμε το Άγιο φως από την εκκλησία,  τα φαναράκια…  τη νύχτα να κυκλοφορούμε. Δηλαδή υπήρχε μια άσχημη ψυχολογία όταν ζεις ένα τέτοιο περιβάλλον.

  1. Τι σας έδινε δύναμη/κουράγιο για να αγωνίζεστε;

Δύναμη και κουράγιο έδινε το αντάρτικο  που ακούγαμε τα κατορθώματά τους. Η απαγωγή του Κράιμπερ, παραδείγματος χάρη. Ο Γερμανός διοικητής συνελήφθη από αντάρτες καθώς  πήγαινε προς Αρχάνες, προς τον  δρόμο προς  Αρχάνες, τον πήρανε αντάρτες Εγγλέζοι και Έλληνες μαζί. Μάλιστα από το διπλανό χωριό ήταν ένας στην απαγωγή…  θραψανιώτης, Χναράκης. Τον βάλανε στο αυτοκίνητο το γερμανικό, ντυμένοι Γερμανοί για να μην τους καταλάβουν οι Γερμανοί. .. να δείτε δηλαδή το θάρρος που είχανε, σας λέω αυτό το παράδειγμα, για να δείτε  το θάρρος που είχανε οι Έλληνες της κατοχής. Περάσανε, γυρίσανε πίσω και περάσανε μέσα από το Ηράκλειο. Πήγαν από των Χανιών την Πόρτα και   βγήκαν έξω και πήγαν στη  Μεσσαρά  και πήγαν στα Αστερούσια και τον φυγαδέψανε από την νότια Κρήτη στην Αφρική. Το γεγονός αυτό ήτανε πολύ ταπεινωτικό για τους Γερμανούς.  Δεν τον εκτελέσανε, απλώς τον απαγάγανε. Και μαθεύτηκε από στόμα σε στόμα και σε εμάς και ανέβηκε το ηθικό μας : ότι μπορούμε να κάνουμε κακό στους Γερμανούς. Βέβαια τα σαμποτάζ αυτά είχανε το τίμημά τους διότι  για δυο τρεις Γερμανούς που σκοτώσανε στην Βιάννο αντάρτες  εκτελεστήκανε στη Βιάννο  270 άτομα. Όσους πιάσανε, εκτός από γυναίκες και παιδιά, τους σκότωσαν όλους. Και όχι μόνο εδώ αλλά και στα Χανιά και παντού γινόταν εκτελέσεις … αλλά το φρόνημα έπρεπε να κρατηθεί ψηλά.

Ακόμα ένα μεγάλο γεγονός που έγινε κατά την περίοδο μετά την μάχη της Κρήτης ήταν το κατέβασμα της σημαίας από την Ακρόπολη… και αυτό ήταν ένα χτύπημα διότι το μάθαινε ο γερμανικός στρατός και έπεφτε το ηθικό του και φοβόταν και αυτός.

Θάρρος μάς έδινε και ο πατριωτικός ενθουσιασμός, η αγάπη προς την παρτίδα, προς την θρησκεία και την οικογένεια. Τότε η οικογένεια, η θρησκεία και η αγάπη προς την πατρίδα ήταν διαφορετική από ό,τι είναι τώρα. Τώρα ο κόσμος έχει αλλάξει στον πολιτισμό, στην καλοπέραση… τότε ήμασταν πιο φανατισμένοι και πιο σκληραγωγημένοι.  Άσχετα αν δεν είχαμε τα μέσα, δεν είχαμε, που λέει ο λόγος, ούτε ψωμί να φάμε.

  1. Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες;

Οι μεγαλύτερες δυσκολίες ήτανε ο φόβος, να σώσουμε την εαυτό μας και τους δικούς μας, ήτανε η ένδυση,  η υπόδηση και το φαγητό. Επαναλαμβάνω πως στα χωριά δεν ήταν τόσο μεγάλο το πρόβλημα όσο ήτανε στην πόλη. Στην Αθήνα παραδείγματος χάρη κάθε πρωί ο Δήμος που πήγαινε να μαζέψει τα σκουπίδια, μάζευε και πεθαμένους από την πείνα  απ’ το πεζοδρόμιο των Αθηνών. Ήταν πολύ δύσκολη κατάσταση.  Για αυτό και πολλοί φύγανε και πήγανε στα χωριά. Στη Βόνη ήρθανε περί τις δέκα οικογένειες Ηρακλειώτες, βρήκανε σπίτια και μένανε εκεί. Και στο χωριό βρίσκεις παραπάνω, θα βρεις τα χορταράκια σου, θα βρεις τα χοχλιδάκια σου, θα βρεις τα καρυδάκια σου, θα βρεις τα φρούτα σου, τα αχλάδια σου, τις πατάτες σου.. η γη δίνει από όλα. Και έτσι  λοιπόν περνούσαμε τις δύσκολες αυτές μέρες.

  1. Ποιον ρόλο έπαιζε η θρησκεία, η Εκκλησία;

Η θρησκεία έπαιξε έναν πολύ μεγάλο ρόλο ιδίως στα μοναστήρια. Τα μοναστήρια έγιναν το καταφύγιο των ανταρτών βοηθούσαν τους αντάρτες, τους πηγαίναν τρόφιμα στα βουνά που ήτανε κρυμμένοι, φτωχές οικογένειες και μεταφέρανε πολλούς στην Αφρική με πλοία, με  υποβρύχια που ερχόταν στη νότια Κρήτη. Το μοναστήρι της Πρέβελης παραδείγματος χάρη στο Ρέθυμνο φυγάδεψε πάρα πολλούς αξιωματικούς Εγγλέζους προς την Αίγυπτο.

  1. Συνεχίζονταν τα έθιμα/παραδόσεις/γιορτές κατά τη διάρκεια του πολέμου;

Ναι, στα χωριά λειτουργούσαν οι εκκλησίες με τη  διαφορά ότι, παραδείγματος χάρη, το Πάσχα δεν το κάναμε την νύχτα αλλά το κάναμε το πρωί που ξημέρωνε. Τη νύχτα δεν γινόταν και πολλές τελετές. Διατηρήθηκαν. Η οικογένεια ήταν τότε δεμένη και κρατήθηκε, γάμοι γινότανε, βέβαια με κρύα καρδιά γιατί πάνω στον γάμο αν ερχόταν γερμανικά αυτοκίνητα με πέντε  Γερμανούς  έτρεμε η ψυχή όλων των καλεσμένων…  φεύγανε οι μισοί  κτλ ήτανε πάντοτε υπό τον φόβο των Γερμανών. Το ίδιο και για τις γιορτές.

  1. Είχατε ιατρική βοήθεια; Πώς βρίσκατε προμήθειες;

Ούτε φάρμακα, ούτε ιατρικά. Εντριβές, κοφτές βεντούζες στα κρυώματα, ζεστά και βραστάρια, όταν πονούσε ο λαιμός. Και αλίμονο του που αρρωστούσε. Υπήρχε τότε ένας γιατρός στο Καστέλι, ένας γιατρός στο Αρκαλοχώρι και ένας γιατρός στα Πεζά για την περιφέρεια όλη αυτή. Δεν είχαμε περίθαλψη ιατρική αν ήτανε να αρρωστήσεις… βάσανά σου.

  1. Ποια προβλήματα είχατε αφού τελείωσε ο πόλεμος;

πλουμάκης 2Όταν τελείωσε ο πόλεμος άφησε πίσω του πολλά ερείπια και έπρεπε να ξαναοργανωθούμε, να ξαναδουλέψουμε για να ξαναέρθουμε στα ίσια. Εδώ, θα σας πω ότι δυστυχώς τότε ακολούθησε ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Ελλήνων. Υπήρχαν δύο παρατάξεις του ΕΑΜ και του ΕΟΚ που ‘χαν τα αντάρτικα. Στο τέλος ήρθανε σε σύγκρουση, είναι μία πληγή αυτή του Έλληνα, η διχόνοια και είχαμε κάποιους σκοτωμούς μεταξύ αδερφών και συγγενών και φίλων και αυτό καθυστέρησε λίγο την ανοικοδόμηση της Ελλάδος. Διότι ο εμφύλιος είναι πάρα πολύ άσχημος.

  1. Πώς θυμάστε το τέλος του πολέμου;

Υπήρχε ενθουσιασμός, έπαιζαν οι καμπάνες, φανερωθήκανε όπλα, μπαλωθιές, πυροτεχνήματα, γλέντια  ζητωκραυγές και υπήρχε και μια επιδρομή ας το πω έτσι, προς τις βάσεις των Γερμανών για να πάρουν  οι κάτοικοι οτιδήποτε ήτανε χρήσιμο για αυτούς.  Αυτό που πέρνανε  συνήθως ήταν  τα λάστιχα των αυτοκινήτων γιατί τα κόβανε και τα κάνανε παπούτσια. Αλλά και πολλά άλλα. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως, θα το πω γιατί συνέβη και στο χωριό μας, πέρνανε και σφαίρες και όπλα και χειροβομβίδες και διάφορα πράγματα που δεν χρειαζόταν και μετά πολλά παιδιά,… ένα κοριτσάκι στη Βόνη βρήκε μια χειροβομβίδα, την οποία την είχε πετάξει κάποιος  γιατί φοβήθηκε στο χωράφι, και έβγαλε την περόνη και εξερράγη και τη σκότωσε.  Δυστυχώς είχανε όλα τα χωριά  θύματα, ήτανε μια πένθιμη κατάσταση και ο ενθουσιασμός και τα γλέντια ήτανε λίγο, και γιατί ετούτο και γιατί εκείνο και γιατί το άλλο, καταλαβαίνετε; Όταν φύγει ένας κατακτητής και αντί να χαιρόμαστε όλοι μαζί πολεμούμε ο ένας τον άλλον γίνεται πολύ άσχημο.

  1. Πότε και πώς  μάθατε  ότι τελείωσε ο πόλεμος και ποιες ήταν οι αντιδράσεις/συναισθήματα;

Μαθαίναμε τα νέα γιατί κυκλοφορούσανε τότε. Ερχότανε κάποιος από ένα άλλο χωριό και έφερνε κάποια νέα, κάπου είχανε μερικοί κρυμμένα ραδιόφωνα, ασυρμάτους. Και τα νέα, όχι όπως και τώρα,  αλλά κάπου τελειώνει ο πόλεμος,.. που φτάνουν οι Γερμανοί και νικηθήκανε στη μάχη προς την Ρωσία, τους  σκέπασαν τα χιόνια, … κάπου μια μικρή πληροφόρηση την είχαμε.  Τα συναισθήματα που είχαμε, καταλαβαίνετε,  ήτανε χαράς και ενθουσιασμού.

  1. Θα θέλατε να προσθέσετε κάτι;

Θα σας πω ότι με την έναρξη του πολέμου υπήρχε ένας ενθουσιασμός σαν πως θα πηγαίναμε σε πανηγύρι αλλά, όταν άρχισαν να φεύγουν τα παλικάρια για  την Αλβανία τότε αρχίσανε οι στενοχώριες. Φύγανε οι νέοι άνθρωποι και πήγανε στον πόλεμο  και μείνανε οι γέροι σε αυτό και τα παιδιά.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΄΄ΤΡΕΛΑΣ΄΄ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο κ. Πλουμάκης μάς αφηγείται:

πλουμάκης 3΄΄Θα σας  πω κάποιες ιστορίες τώρα για τα παιδικά μου χρόνια στη Βόνη                                                                                                      Ακούγοντας εμείς τις επιτυχίες των ανταρτών ότι ανατινάξανε, θυμάμαι παραδείγματος χάρη, ότι ανατινάξανε στο αεροδρόμιο του Καστελίου την καύσιμη ύλη  των αεροπλάνων, βενζίνες. Πήγανε λοιπόν τρία παλικάρια και κρυφτήκανε τη μέρα από κάτω από τα σκεπάσματα, με τα οποία είχανε σκεπάσει οι Γερμανοί  τα βαρέλια και όταν νύχτωσε δώσανε φωτιά στη βενζίνη και φύγανε. Καταλαβαίνετε ότι, αυτό θυμάμαι, φύγαμε και πήγαμε μακριά ένα χιλιόμετρο απάνω στα υψώματα στο χωριό για να βλέπουμε τις φωτιές και τις εκρήξεις που γινόταν στο Καστέλι και πανηγυρίζαμε και μετά βλέπαμε κάτι φώτα αυτοκινήτων, με τα οποία ερχότανε οι Γερμανοί, και κρυβόμασταν στα αμπέλια μέχρι το πρωί να ξημερώσει για να γυρίσουμε πίσω στο χωριό να μην μας δουν οι Γερμανοί και να μας εκτελέσουμε. Εμείς λοιπόν τα πιτσιρίκια ενθουσιαζόμασταν από αυτά και προσπαθούσαμε και εμείς να κάνουμε σαμποτάζ. Τα σαμποτάζ αυτά τα κάναμε με άγνοια κινδύνου. θα σας πω  παραδείγματος χάρη το σχολείο της Βόνης είχε στην αυλή του μία εκκλησία, την Αγία Αικατερίνη, την έχει ακόμα, και γύρω γύρω υπήρχαν καμιά δεκαριά αυτοκίνητα  γιατί η Βόνη ήτανε σαν συνεργείο αυτοκινήτων. Φέρνανε χαλασμένα αυτοκίνητα και τα φτιάχνανε. Είχε λοιπόν έναν σκοπό με το όπλο και γύρναγε γύρω γύρω από την εκκλησία και φύλαγε τα αυτοκίνητα. Εμείς λοιπόν – τα παιδιά τότε ήτανε πολύ πιο ζωηρά από τα παιδιά τα σημερινά- δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο ζωηρά ήμασταν τότε εν συγκρίσει με τα παιδιά σήμερα. Μας έκανε η ανάγκη τότε, έπρεπε να είμαστε ζωηροί για να επιβιώσουμε. Κάνα δυο τρία είχαμε κάνει λοιπόν κάτι σαν συμμορία. Και σκεφτήκαμε, εγώ και άλλα δύο παιδιά, να κάνουμε ζημιά στα αυτοκίνητα των Γερμανών. Όπως λοιπόν ο σκοπός έκανε τον κύκλο της εκκλησίας, όταν ήτανε  πίσω την εκκλησία, προς εμάς, εμείς παρακολουθούσαμε τους Γερμανούς και πηδούσαμε γρήγορα γρήγορα και τρυπώναμε μέσα στο αυτοκίνητο. Μέναμε λοιπόν κρυμμένοι μέσα στο αυτοκίνητο μέχρι να κάνουν το κύκλο. Την ώρα εκείνη βάζαμε το χέρι μας από κάτω και σύραμε τα καλώδια και κόβαμε τα καλώδια και ακινητοποιούσαμε τα αυτοκίνητα. Και μετά που περνούσε πάλι ο φρουρός από πίσω, φεύγαμε.

Άλλη μια ακόμη ιστορία παιδικής τρέλας:

Στην πλατεία του χωριού στέκει ένα γερμανικό αυτοκίνητο φορτωμένο με εργαλεία που φτιάχνανε τα αυτοκίνητα τότε. Ήταν συνεργείο εκεί, όπως σας είπα.  Και ο Γερμανός ετοιμαζόταν να φύγει με το αυτοκίνητο και μου λέει ένα παιδάκι, ο Στέλιος, δάσκαλος έγινε και αυτός αλλά έχει πεθάνει καιρό τώρα, μου λέει ΄΄ πήγαινε μπροστά, να απασχολήσεις τον Γερμανό να κάνεις τίποτα … να μπω να πάρω ένα τρυπάνι΄΄ . Πήγα εγώ λοιπόν μπροστά από το αυτοκίνητο σε απόσταση δύο μέτρα, και χάζευα. Του είχα γυρίσει τα οπίσθιά μου και χάζευα τον ουρανό και φώναζε ΄΄χα χου΄΄ να φύγω αλλά εγώ έκανα πως δεν άκουγα. Βάζει μπροστά αυτός το αυτοκίνητο. Εγώ έστεκα εκεί και μετά έφυγα και έφυγε και το αυτοκίνητο. Στο διάστημα αυτό που σας λέω, πήδηξε ο φίλος μου ο Στέλιος στο αυτοκίνητο απάνω, πήρε ένα τρυπάνι χειροκίνητο που το είδε, το έβαλε από κάτω από το σακάκι του και έφυγε και έφυγε και ο Γερμανός χωρίς να μας πάρει χαμπάρι ότι του πήραμε το τρυπάνι. Τέτοια κάναμε.

Λάστιχα αυτοκινήτων κλέβαμε… ένα άλλο παιδί έκλεψε ένα λάστιχο από το συνεργείο αυτοκινήτου και μάλιστα ήμουνα μπροστά και του παιξε ο στρατιώτης με το περίστροφο τρεις τέσσερις σφαίρες αλλά δεν τον πήρε καμιά. Πέταξε το λάστιχο και έφυγε… αλλά ήτανε τις μέρες που έφυγαν οι Γερμανοί, είχανε τη στενοχώρια και δεν το πολυψάξανε το επεισόδιο αλλιώς θα ‘χαμε κι άλλες απώλειες΄΄.

Στη διάθεσή σας πάντα, γιατί και εγώ ήμουνα 35 χρόνια δάσκαλος και αγαπώ πολύ τα παιδιά !

Σας ευχαριστούμε κ. Πλουμάκη για την ενδιαφέρουσα αφήγηση των βιωμάτων σας. Η προσωπική μαρτυρία σας μας άνοιξε ένα παράθυρο, μέσα από το οποίο μπορέσαμε να  κρυφοκοιτάξουμε μια ιστορική περίοδο, που μόνο μέσα από τα ιστορικά βιβλία μαθαίνουμε.

Αποσπάσματα από την συνέντευξη 

https://youtu.be/kAesgyQ04s4

Ευχαριστούμε και τον συμμαθητή μας, Λυρώνη Άρη, ο οποίος μας έφερε σε επαφή με τον αγαπημένο του παππού.

Κοτσίνη Μαίρη