Η Απώλεια

Η Απώλεια

(Έργασία στο μάθημα της Λογοτεχνίας, στο πλαίσιο του κειμένου «Πρώτες Ενθυμήσεις»)

Είναι κάποια γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή του ανθρώπου και δεν μπορεί να τα ξεχάσει για όλη του τη ζωή. Έτσι κι εγώ δε θα ξεχάσω ποτέ τον παππού μου, το Σπύρο,ο  οποίος αρρώστησε και πέθανε σε σύντομο σχετικά διάστημα.

Ο παππούς Σπύρος, ο πατέρας του μπαμπά μου, ήταν ένας άνθρωπος δραστήριος. Αυστηρός με τους άλλους, αλλά πολύ χαρούμενος και φιλότιμος με εμάς, τα εγγόνια του. Τον θυμάμαι να έρχεται πάντα στο σπίτι με γεμάτα χέρια, να μας πηγαίνει βόλτες στις κούνιες και στην πλατεία και να μας αγοράζει ό,τι θέλαμε.

Όταν μάλιστα η μαμά και ο μπαμπάς μου, τού έλεγαν να μην μας παίρνει άλλα παιχνίδια, αυτός τους μάλωνε και τους έλεγε αυστηρά:

« Εσείς να κοιτάτε τη δουλειά σας και να μη σας νοιάζει».

Και πραγματικά μου έκανε εντύπωση. Ενώ όλους τους άλλους τους μιλούσε κάποιες φορές με αυστηρό ύφος, εμάς μας μιλούσε πάντα χαμογελαστά. Νομίζω έλαμπε ολόκληρος, όταν μας μιλούσε. Είχε και πολύ καλή φωνή. Μας τραγουδούσε τραγούδια κι εμείς διασκεδάζαμε. Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ ότι αυτός ο ζωντανός και δραστήριος άνθρωπος θα αρρώσταινε τόσο βαριά. Η μέρα που ο παππούς αρρώστησε θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου για πάντα, αν και ήμουν μόλις έξι χρονών. Θυμάμαι χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η γιαγιά μου. Είπε στη μητέρα μου να πάει αμέσως ο μπαμπάς μου σπίτι της, γιατί ο παππούς έπεσε ξαφνικά κάτω.

Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η φωνή της μαμάς: «Τρέξε Γιώργο, κάτι έπαθε ο μπαμπάς σου».

Ο μπαμπάς μου έφυγε σα σίφουνας. Κι από τότε άρχισε ο γολγοθάς του παππού μου.

Πήγε στο Νοσοκομείο και μετά σε μια κλινική της Θεσσαλονίκης όπου έκανε εγχείρηση στο κεφάλι. Όταν γύρισε ο παππούς, ήταν πολύ διαφορετικός. Δεν μπορούσε να περπατήσει καλά, ούτε να μιλήσει καθαρά. Θυμάμαι, όταν πήγαμε για πρώτη φορά με τους γονείς μου στο σπίτι, πόσο στεναχωρήθηκε. Κι εγώ όμως στεναχωρήθηκα πάρα πολύ, αν και δεν ήθελα να το δείξω. Έτρεξα στην αγκαλιά του κι αυτός άνοιξε τα χέρια του και με έσφιξε. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα παραπονεμένα μάτια του. Ήθελε τόσο πολύ να μας πάει βόλτες και πάλι, αλλά δεν μπορούσε. Πήγαινα κάθε μέρα σχεδόν με τους γονείς μου και τον έβλεπα. Όλοι μας προσπαθούσαμε να δείχνουμε ότι είμαστε καλά. Ο παππούς, όμως, μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Θυμάμαι τον μπαμπά μου να μας λέει:

« Ο παππούς, παιδιά, δεν είναι καλά. Είναι βαριά άρρωστος». Εγώ δεν ήθελα να το πιστέψω. Είχα ελπίδες ότι ο παππούς θα γίνει καλά με τα φάρμακα που έπαιρνε. Όμως, δυστυχώς ο παππούς ποτέ δεν έγινε καλά. Μετά από ενάμιση χρόνο περίπου θυμάμαι ότι η μαμά ήρθε και μας πήρε από το σχολείο στεναχωρημένη και ντυμένη με μαύρα ρούχα.

Εγώ κατάλαβα, αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Στο σπίτι μάς είπε ότι ο παππούς Σπύρος έφυγε από κοντά μας. Πραγματικά ο παππούς έφυγε από κοντά μας, αλλά η ανάμνησή του θα είναι πάντα ζωντανή μέσα μου.

 

Από την μαθήτρια Σταυρούλα Χαμπίδου Γ3

Σχολιάστε

Top