Είδαμε το «Ρινόκερο»

«Να επιστρέψω στη Γαλλία. Αυτός είναι ο μοναδικός και απελπισμένος στόχος μου», έγραφε από τη Ρουμανία ο Ιονέσκο στα μέσα της δεκαετίας του 1930, σε μια απέραντη μοναξιά ανάμεσα σε ανθρώπους που σαν αγέλη συντάσσονταν ο ένας μετά τον άλλον με τον φασισμό. «Είμαι μόνος, ανάμεσα σε ανθρώπους σκληρούς σαν πέτρες, επικίνδυνους σαν φίδια, άσπλαχνους σαν τίγρεις. Στην πραγματικότητα, είμαι ο τελευταίος άνθρωπος σε αυτό το νησί των τεράτων και επομένως δεν αντιπροσωπεύω τίποτα πια, απλώς μια ανωμαλία, μια τερατωδία».

Στον Ρινόκερο, έργο του λεγόμενου θεάτρου του Παραλόγου που γράφτηκε το 1959, οι κάτοικοι μιας πόλης ακολουθούν άκριτα το ρεύμα ενός ακραίου ατομικισμού της εποχής και μεταμορφώνονται μαζικά σε ρινόκερους. Η αλληλεγγύη είναι ξεπερασμένη αξία, η λέξη «εξέλιξη» παρουσιάζεται ως άλλοθι για τη σύνταξη με την πλειοψηφία, η ετερότητα ορίζεται ως ανωμαλία. Με δυο λόγια: «ο ουμανισμός ξόφλησε», όπως λέει ο Ιονέσκο δια στόματος του ήρωά του Ζαν, του εύγλωττου διανοούμενου αλλά αλαζόνα φίλου του κεντρικού ήρωα, Μπερανζέ. Ο Μπερανζέ είναι ο μόνος που δεν υποκύπτει σε αυτή τη μαζική μεταμόρφωση και είναι το alter ego του ίδιου του συγγραφέα. Mονίμως αργοπορημένος, μη καταξιωμένος κοινωνικά, ο ορισμός του loser σύμφωνα με τα πρότυπα της κοινωνίας του, ο Μπερανζέ είναι το μοναδικό πρόσωπο που αρνείται να μεταμορφωθεί σε ρινόκερο, διεκδικώντας ανυποχώρητα την ελευθερία και το δικαίωμά του στη διαφορετικότητα.

Η παράσταση του έργου με σκηνοθέτη το Γιάννη Κακλέα ξεκινά μέσα σε μια φρενίτιδα επίκαιρων αναφορών: youtubers, tragedy shows («μοιράσου την προσωπική σου τραγωδία» σε προσκαλεί τηλεοπτική εκπομπή), η πρωτοποριακή θεραπεία αντιγήρανσης Peter Pan Makeover («σβήνουμε την τραυματική μνήμη, σβήνουν οι ρυτίδες που αυτή δημιούργησε»), γκότζι μπέρις και μπάρες πρωτεΐνης για τόνωση των δεξιοτήτων κοινωνικής δικτύωσης, selfies, καρδιές και likes, όλα να αστράφτουν σε οθόνες, μέσα σε ένα περιβάλλον που θυμίζει έντονα multiplex κινηματογράφο.

Όσο όμως η ρινοκερίτιδα εξαπλώνεται, το σκηνικό αλλάζει, η ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει και ο χώρος γίνεται ένα πεδίο συνεχών ανατροπών. Δύο πλατφόρμες του πατώματος ανασηκώνονται σταδιακά στη διάρκεια της παράστασης, δημιουργώντας ένα ολοένα πιο ολισθηρό έδαφος. Η μετακίνησή τους θυμίζει σεισμική δόνηση και τα πρόσωπα δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να σταθούν στο σκηνικό χώρο. Είναι μια ανατροπή που ξεκινά με τη μεταμόρφωση του πρώτου ανθρώπου σε ρινόκερο. Ο ένας μετά τον άλλον, οι πολίτες ακολουθούν την τάση να μεταμορφώνονται σε ζώα, αποτινάσσοντας τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και κάθε ουμανιστική ιδέα, θεμελιώνοντας παράλληλα έναν νέο νόμο της ζούγκλας στην κοινωνία. Στον αγώνα αντίστασης τελευταίοι θα παραμείνουν ο Μπερανζέ και η αγαπημένη του Νταίζη κι όταν εκείνη θα συνταχθεί με τους ρινόκερους ο Μπερανζέ θα απομείνει ολομόναχος. Ο κεντρικός ήρωας, ενώ βρίσκεται δακτυλοδεικτούμενος στο περιθώριο, -λοιδορείται από τους άλλους για την αφέλεια και τον αλτρουισμό του-, δεν θέλει να μείνει αμέτοχος σε ό,τι συμβαίνει. Στο έργο ο Μπερανζέ ενσαρκώνει την απέχθεια και την ειρωνεία προς κάθε είδους κομφορμισμό, ενώ η κοινωνία στην οποία ζει περιγράφεται ανίδεη και αφελής ως προς τη σημασία των επιλογών της, τόσο στο παρόν, όσο και στο μέλλον.

«Ο Ρινόκερος» είναι έργο αντιναζιστικό, αλλά ταυτόχρονα, όπως και πάλι μας λέει ο ίδιος ο Ιονέσκο, έργο αντίστασης κατά της παραπληροφόρησης της κάθε προπαγάνδας, έργο ενάντια στην παράλογη «λογική» και στα ψέματα που μας σερβίρουν οι κυρίαρχοι, που μας καθοδηγούν, εκείνοι που αποκτηνώνουν τους ανθρώπους κι ύστερα τους καταντάνε σκλάβους.[1]

 


[1]Ευγένιου Ιονέσκο, «Ο ρινόκερος», μετάφραση Γιώργος Πρωτοπαπάς, Εκδόσεις Δωδώνη, 1992, σελ. 14-15

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης