ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ: Ένας αιώνιος μαχητής της ζωής και των ιδεών του

ΑΠΟ: ΠΡΟΣΜΙΤΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ - Δεκ• 17•17

πιμέλεια άρθρου: Στρωματιάς Στέλιος

(Μεταπτυχιακός φοιτητής Λαογραφίας)

Παρακολουθώντας τα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας είχαμε τη χαρά να γνωρίσουμε τον εγγονό ενός Ρουμελιώτη ήρωα του 1940 (Αποστολόπουλο Βασίλη) τον κ.  Στρωματιά Στέλιο, μεταπτυχιακό φοιτητή Λαογραφίας, ο οποίος μας ενημέρωσε για την πλούσια δράση του παππού του στα χρόνια του πολέμου 1940.

Μας παραχώρησε το βιογραφικό του και κάποια ποιήματα του από την ποιητική του συλλογή «Σήματα», το ποίημα του “ΕΔΩ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ”

απαγγέλθηκε στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας.

S1440011a

Ο Βασίλης Αποστολόπουλος γεννήθηκε το 1917 στο Νεοχώρι Τυμφρηστού Φθιώτιδας.

Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία της Λαμίας και υπηρέτησε το λειτούργημα του Δασκάλου σε πολλές περιοχές των νομών Φθιώτιδας, Ευρυτανίας και Μαγνησίας.

Υπήρξε ενεργός αυτοδιοικητικά και πολιτικά μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μένοντας πιστός στις ιδέες του για μια καλύτερη κοινωνία.

Μεταξύ άλλων είχε σπουδαίο συγγραφικό έργο. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές Σήματα και Προσκομιδή και τις ιστορικές μαρτυρίες για τον εμφύλιο, Το Χρονικό μίας Εποποιίας. Ο ΔΣΕ στη Ρούμελη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017 (5η έκδοση) και Επί ξυρού ακμής. Ένας ‘‘κομμένος’’ αντάρτης του ΔΣΕ στα βουνά της Ρούμελης, εκδ. Βιβλιόραμα – Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), Αθήνα 2009 καθώς και άλλα πονήματα όπως ο Συστηματικός Οδηγός Εκθέσεων (μαζί με Χαρίλαο Μηχίωτη), εκδ. Κασταλία, Αθήνα 1976.

βασιλης αποστολοπουλος1

 

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και Αντιπρόεδρος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων και έγραφε τακτικά στον τοπικό και όχι μόνο Τύπο.

Πέθανε στις 28 Ιανουαρίου του 2003 στη Λαμία Φθιώτιδας.

apostolopoulos1

Σας παραθέτουμε κάποια αντιπροσωπευτικά ποιήματα για Κατοχή, την Αντίσταση και τον Γοργοπόταμο από την ποιητική του συλλογή «Σήματα» .

ΤΟΥ ΟΧΙ Ο ΦΑΝΤΑΡΟΣ

Είμαι του ΟΧΙ ο απλός φαντάρος.

Της νικητήριας δάφνης ένα φύλλο,

του ΑΕΡΑ ο χυτός παλμός κι η νότα.

Τ’ άγνωστου σκοτωμένου το κρανίο, είμαι,

που άταφο ασπρίζει σε μιαν άκρη

του Δρίνου ή του Καλαμά.

Σε μια κορφή του Πόγκραδετς, του Μόραβα

σε μια πλαγιά της Πίνδου.

 

Στα χέρια μου, εκατομμύρια χέρια

άπλωσαν, για ν’ αδράξουν την σκυτάλη.

Και φκιάσαν προσευχή το ΟΧΙ μου

οι Ασιατικές οι ζούγκλες

και του Ειρηνικού τα αρχιπέλαγα

κι η πυρωμένη άμμο των ερήμων

κι απ’ τη Δουγκέρκη ως το Στάλιγκραντ.

 

Από τον Άγιο βράχο της Παλλάδας,

-αιώνιο τετραβάγγελο της ομορφιάς-

με  την ψυχή μου έπλυνα τους ουρανούς

απ’ την αγκυλωτή ντροπή.

 

Και τα φτερά ζυγιάζοντας ροβόλησα

κορφούλα την κορφή, ράχη τη ράχη,

την Εθνική ψυχή να βρώ, ν’ ασκώσω,

άκουρος, λερωμένος και αντάρτης

-βίγλα ακοίμητη της Λευτεριάς-

Είμ’ η Πατρίδα, η Ελλάδα του Λαού.

Των ιδεών το ιδρωμένο αρτοφόρι.

Είμ’ η γενιά της Ρωμιοσύνης. Η καλύβα,

Το ριζιμιό λιθάρι, που το δέρνουν

τα χιόνια και οι βοριάδες με τις μπόρες.

Κι εγώ με μπαταρίες και φλογέρα

κι ένα σκοπό από το Δημοτικό τραγούδι,

τη μοίρα μου καλοσορίζω.

Είμαι κραυγή, είμαι σιωπή,

βουή από φιλότιμο και πάθος.

Είμαι ασπίδα και κοντάρι,

χέρι βαρύ κι ατρόμητο της Λευτεριάς.

 

ΓΟΡΓΟΠΟΤΑΜΟΣ

Από τους οργισμένους ουρανούς της Ρούμελης

κατέβαιναν ορμητικοί αγέρες

με τους αντάρτες τραγουδώντας.

Ανέμιζαν τα μαύρα γένια τους

Κι είχαν χαμόγελα στα χείλη, μ’ έξι γράμματα,

ΕΛΛΑΔΑ!

 

Η νύχτα στίβει τα ολόμαυρα τσεμπέρια της

στου ποταμού το αφρισμένο πείσμα.

Κι η σιδερένια γέφυρα που θώπευαν

της κατοχής οι αγκαθωτοί βραχίονες

τρέμει σαν φύλλο. Τινάζει τις αρθρώσεις της

σωριάζει τις θεόρατες κολόνες

που πάνω τους περνούν συρμοί για το Βοριά

για τους μεγάλους κάμπους

κανόνια φορτωμένα και σκλαβιά!

Περνά η Ρούμελη

Με μια φλοκάτα όλο φως.

Κι οι Θερμοπύλες με την Αλαμάνα

στη φοβερή κραυγή του δυναμίτη

δέχονται εκστατικές το πρώτο μήνυμα

της Λευτεριάς!

 

Πέρασαν χρόνια!

Η μνήμη έγινε μνημείο

από βουνίσια μονοκόμματα λιθάρια.

Ένας αντάρτης με τ’ αυτόματο στο χέρι

μπρούντζινος, τρομερός στα φυσεκλίκια.

Δίπλα του μια γυναίκα του χαϊδεύει την ορμή

μ’ ένα στεφάνι δάφνης. Η πατρίδα.

Δεν ήταν τώρα βάτοι μ’ αγκάθια ύπουλα

κι αμερικάνικα «πηδώντα σώματα».

Και δάκρυζαν τα μάτια μου

καθώς μιλούσαν τα παιδιά της Ασημούλας.

Δάσος τα λάβαρα και οι σημαίες

Πελώριο γέλιο τα βουνά και οι κάμποι.

Κι ανθίζανε

χαμόγελα στα χείλη μ’ έξι γράμματα.

ΕΛΛΑΔΑ!

ΕΔΩ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ Η ΛΕΥΤΕΡΙΑ

Στα Ηπειρώτικα βουνά του ΟΧΙ, η Ελλάδα

γαϊτάνι σέρνει το χορό, με τις κορφές αράδα

Εδώ ο χάρος ξεψυχά κι ο θάνατος πεθαίνει,

και μόν’ ο αχός της λεβεντιάς τ’ αψηλού ανεβαίνει.

Ανατριχιάζει όλ’ η γη και κόβεται στη μέση

κι ο κάτω κόσμος στένεψε, γίγαντες να χωρέσει.

Τούτος δεν είναι σκοτωμός, Τούτη δεν είν’ αμάχη.

Εδώ στοιχεία αρπάζονται εδώ κοντριούνται βράχοι.

Εδώ βαθιά κοιλοπονά, φριχτά η Οικουμένη.

Εδώ γεννιέται η ΛΕΥΤΕΡΙΑ κι ο φασισμός πεθαίνει.

 

 

Σχολιάστε

Top