Τι θάλασσες και τι καράβια
τι ταξίδια με άγνωστους προορισμούς
τι φτερά που ανοίγουν
και κόντρα στον άνεμο πετούν
Μα ποια πατρίδα ποια ζωή
που μόνο χειροπέδες περνά ισόβιες
και σαν του Ικάρου τα κέρινα φτερά τα λιώνει
και πάει το όνειρο, πάει η ελπίδα
Σε μονοπάτια περπατημένα
ίσα με χίλιες φορές ως τώρα
μια ομίχλη, μια μπόρα
που σ’εμποδίζει μπροστά να δεις
και σαν τις Σειρήνες σε πλανεύουν
και σε κάνουν να ξεχνάς
και την Ιθάκη να βρεις δεν μπορείς
Και μετά περνάνε τα χρόνια
και σε έχουν εκπαιδεύσει να πιστεύεις
ότι χάθηκε η Ιθάκη, ότι είναι πια μακρινή
μα την ψυχή σου ποτέ να την χάσεις δεν μπορείς
κι ας σου κλείνουν τα μάτια
κι ας σου δένουν τα φτερά
κι ας σου κόβουνε τα πόδια
κι ας σε δένουν στη φενάκη ευτυχίας στην οποία ζεις
Γιατί η Ιθάκη είναι μέσα σου
και να στην πάρουν δεν μπορούν
κανείς δεν είπε ότι θα ήταν εύκολο
αλλά μη τους αφήσεις να στην πάρουν
επειδή εκείνοι κόλλησαν
επειδή εκείνοι έχασαν την δική τους
Τελικά το πιο μακρινό και επίπονο ταξίδι είναι αυτό της εσωτερικής αναζήτησης. Εκεί η αφετηρία, εκεί ο προορισμός, εκεί τα ερωτήματα κι όλες οι απαντήσεις. «Κατά τον δαίμονα εαυτού».
Η Κωνσταντίνα καταθέτει με απλές λέξεις μέσα από την ευαισθησία της νιότης της το ταξίδι της ψυχής. Νοερά θυμάται, λυπάται, χαίρεται, ονειρεύεται, λυτρώνεται. Και εμείς κοινωνοί…