Βαθιές Ανάσες (Α΄ μέρος καλοκαιρινού τεύχους)

«Βαθιές ανάσες»… Aυτό μου είχε πει η κολλητή μου, όταν πάθαινα κρίσεις: «Πάρε μαζί μου βαθιές ανάσες. Την μία μετά την άλλη. Μαζί.»

Και την ένιωθα μαζί μου. Να την ακούω να μου μιλάει. Να μου λέει να αναπνεύσω. Να συνεχίσω να έχω οξυγόνο στο σώμα μου, όπως μου έλεγε. Πόσο μου έλειπε… Τόσες μέρες και την είχα σκεφτεί μόνο λίγες φορές. Φοβάμαι πως θα την ξεχάσω και δεν το θέλω αυτό. Δεν θέλω να την ξεχάσω!

Μπορούσα ακόμα να την φανταστώ. Σαν να μην είχε φύγει από μακριά μου. Μπορούσα να φανταστώ τα ξανθά της μαλλιά να κυματίζουν, καθώς ο αέρας πέρναγε από δίπλα της. Τα πράσινα της μάτια να εμφανίζουν καφέ, όταν ήταν χαρούμενη. Το χαμόγελό της λαμπερό όπως πάντα. Το γέλιο της να ηχεί σε όλον τον χώρο. Τα αστεία της. Αχ, αυτά τα αστεία… Τα γλυκά της λόγια.

«Να θυμάσαι ότι δεν θα σε αφήσω ποτέ μόνη… Όχι πρωινή προπόνηση… Αχ, αυτός εκεί με την μπλε μπλούζα! Μη τολμήσεις να φορέσεις αυτό το μπλουζάκι! Δεν μου αρέσουν μόνο κορίτσια. Αν θυμάσαι είχα και αγόρια… Σταμάτα αυτό τον ήχο… Εσύ, εγώ και η τηλεόραση… Αδερφές για πάντα, γλυκό μου, γλυκόξινο μηλαράκι…»

Τόσες αναμνήσεις από τότε. Τόσες υποσχέσεις. Μπορεί μία από εμάς να μη κατάφερε να τις κρατήσει, αλλά εγώ θα προσπαθήσω.

«Πάμε για κυνήγι».

Αυτές τις λέξεις περίμενα να ακούσω, πριν χαμογελάσω σαν τον διάβολο.

«Τι ωραία! Επιτέλους λίγη δράση…»

Πήγα προς την κουζίνα και γέμισα ένα ποτήρι νερό. Το ήπια και όταν το άφησα στον πάγκο, είδα τον Γουίλ να με κοιτάει από την πόρτα.

«Ναι Γουίλ;»

«Τον πιστεύεις;»

«Ως ένα σημείο, ναι. Ξέρω ότι έχει αφήσει μερικά πράγματα κρυφά , αλλά θα τα πει όταν έρθει η ώρα. Πάντα το κάνει αυτό.»

«Τι είναι αυτό το κυνήγι που είπε;»

«Είναι ένα λογοπαίγνιο που βγάλαμε όταν ήμασταν μικρά. Σημαίνει ότι θα πάμε να ψάξουμε κάποιον και να βρούμε πληροφορίες.»

Με παρατήρησε καλά καλά. Έγειρε το κεφάλι του λίγο.

«Δεν καταλαβαίνω».

«Τι δεν καταλαβαίνεις;»

«Εσένα».

Πήρα μία κοφτή ανάσα. Τι σημαίνει όλο αυτό; Θέλει να με καταλάβει; Γιατί θέλει να με καταλάβει; Δεν χρειάζεται να με καταλάβει. Τι συμβαίνει;

«Γιατί να με καταλάβεις; Δεν χρειάζεται να με καταλάβεις!»

«Γιατί να μη σε καταλάβω;»

«Γιατί το τελευταίο άτομο που προσπάθησε να με καταλάβει είναι νεκρό!»

Τώρα ήμουν ακριβώς απέναντί του και μας χώριζαν μόνο λίγα χιλιοστά. Τα μάτια μου έκαιγαν από θυμό και λύπη. Το έβλεπα μέσα από τα δικά του μάτια. Εκείνα τα γλυκά και ήρεμα μάτια.

«Βάλε το καλά στο μυαλό σου. Δεν θέλω να με καταλάβεις και δεν πρόκειται να σε αφήσω να με καταλάβεις. Δεν χρειάζεται να με καταλάβεις.»

Και έτσι κίνησα να φύγω. Αλλά πριν προλάβω να κάνω δύο βήματα, ένα χέρι με είχε πιάσει και με πήρε σε ένα δωμάτιο. Σταματήσαμε μπροστά από έναν καθρέφτη. Εκεί μας είδα και τους δύο καθαρά. Πως τα μαύρα του μαλλιά έκαναν μεγάλη διαφορά με τα δικά μου ξανθά. Πως τα δικά του μπλε μάτια με κοίταγαν μέσα από τον καθρέφτη. Αυτός από πίσω μου να με κοιτάει.

«Πες μου τι βλέπεις…»

«Μπορούμε να μη το κάνουμε αυτό τώρα;»

Με έπιασε πριν προλάβω να κουνηθώ καθόλου.

«Απλώς πες μου.»

«Αααα… Βλέπω εμένα κι εσένα. Βλέπω μια κοπέλα που είναι έξω φρενών και είναι έτοιμη να σε σκοτώσει, αν δεν την αφήσεις να φύγει.»

«Εγώ βλέπω λύπη, φόβο, απομόνωση, θυμό. Βλέπω μια κοπέλα που έχει περάσει πολλά. Βλέπω τα σημάδια από της πληγές της. Βλέπω το πόσο πολύ προσπαθεί να συγκρατήσει τα αισθήματα της. Βλέπω ένα μικρό κορίτσι. Εκείνο το κορίτσι που είχε έρθει να μου τα ψάλει, όταν δεν είχα φέρει τη σωστή γεύση παγωτού που ήθελε. Βλέπω εκείνη την κοπέλα που μαχόταν με όλο της το είναι. Εκείνη την κοπέλα που δεν σταματάει να βγάζει παρατσούκλια για τον διευθυντή της. Βλέπω τον πόνο της μέσα από εκείνα τα όμορφα, γκρι μάτια της. Αλλά ακόμα…»

Με γύρισε να τον κοιτάζω τώρα στα μάτια του.

«Βλέπω μια μαχήτρια. Βλέπω εσένα Άλις!»

Εντάξει θα το πω… Μπορεί και να είχα κοκκινίσει λιγάκι. Μόνο λίγο. Που αυτό δεν θα το μάθει κανένας. Θα μείνει μεταξύ μας.

Ήταν τόσο ωραία αυτή η στιγμή. Εγώ. Ο Γουίλ. Εγώ και ο Γουίλ. Πολύ ωραία στιγμή. Αλλά μη σας μπαίνει στο μυαλό ότι είμαι ερωτευμένη μαζί του ή κάτι τέτοιο. Όχι. Δεν είμαι. Με τίποτα. Ποτέ τον ποτών! Αλήθεια τώρα. Σταματήστε να με πιέζετε τόσο. Δεν είμαι. Τέλος.

Κοιτάζοντας τον όμως, κάτι άλλαξε στον αέρα. Σαν να έγινε πιο καθαρός. Όχι. Πιο μη αποπνικτικός. Τι θα κάνω μαζί σου Γουίλ;

«Πρέπει να…»

«Πιτσουνάκια μου… Θα κατέβετε κάτω επιτέλους;»

Αυτό ήταν το σήμα μου να βγω τρέχοντας από το δωμάτιο, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου τον Γουίλ. Κάτι έπαθε η καρδιά μου, όταν απομακρύνθηκα από εκείνον. Αλλά δεν έπρεπε να τον αφήσω να μου αποσπάσει την προσοχή.

«Εντάξει Χέιλ. Πάμε για κυνήγι.»

Κι αυτό κάναμε. Πήραμε ότι πράγματα μπορούσαμε να κουβαλήσουμε, φτιάξαμε μερικά σνακ για τον δρόμο και φύγαμε από το νησάκι. Φτάνοντας στην ξηρά πάλι, δεν ήταν και το καλύτερό μου. Τόσες πολλές σκέψεις. Τόσες πολλές φωνές. Τόσα πολλά. Είχα συνηθίσει την ησυχία στο σπιτάκι που τώρα μου φαινόταν λες και κάποιος μου κοπανούσε το κεφάλι με σφυρί, ενώ είχαν στη διαπασών πολλά ηχεία δίπλα στα αφτιά μου. Κράτησα το κεφάλι μου στα χέρια μου.

«Είναι… όλα… τόσο… δυνατά…»

Χέρια με πήραν αγκαλιά.

«Πάρε βαθιές ανάσες Άλις. Πάρε βαθιές και αργές ανάσες μαζί μου. Συγκεντρώσου μόνο στη φωνή μου. Σε τίποτα άλλο. Μόνο σε εμένα.»

Κοίταξα τον Γουίλ στα μάτια και ακολούθησα ό,τι μου είπε. Σιγά σιγά. Απλές ανάσες. Ηρεμία. Συγκέντρωση. Κοίταξα από πίσω του, όταν αντίκρισα μία μορφή στην άκρη.

«Τζεφ!»

Θα τον αναγνώριζα παντού. Και ποιος δεν θα τον αναγνώριζε; Η αλαζονεία και η κακάσχημη φάτσα του μπορούσαν να φανούν και μέσα από ένα πλήθος μπαμπουίνων. Ήταν εκεί και μας κοιτούσε με ένα χαμόγελο στα χείλη. Ανυπομονώ να του το σβήσω από τη μούρη του.

«Γουίλ! Ο Τζεφ, πίσω σου!»

Ο Γουίλ κοίταξε γρήγορα γύρω του και το ίδιο έκανε και ο Χέιλ.

«Δεν είναι κανείς εκεί, Ις.»

«Εκεί ήταν πριν από δύο δευτερόλεπτα!»

Όταν ηρέμησα αρκετά, ώστε να μην είμαι στα πρόθυρα λιποθυμίας, σηκώθηκα και κοίταξα εκεί που είχα δει τον πισινό της μαϊμούς να κάθεται.

«Ε, λοιπόν δεν είναι εκεί… Πρέπει να συνεχίσουμε.»

«Πού πάμε τώρα;»

Ο Χέιλ άνοιξε έναν χάρτη και μας έδειξε που είμαστε.

«Είμαστε εδώ. Περίπου τρεις μέρες μακριά από το Μεξικό. Που σημαίνει ότι αν πάμε με τα πόδια θα μας πάρει περισσότερο. Οπότε, βρίσκουμε αυτοκίνητο. Παίρνουμε αυτοκίνητο. Πατάμε τέρμα τα γκάζια και πάμε σε χρόνο d t στα σύνορα Μεξικού.»

«Και τι ψάχνουμε εκεί ακριβώς;»

«Έναν Μεξικανό!»

«Έλα ρε… μη μου πεις… Αλήθεια τώρα; Θα ψάξουμε στο Μεξικό έναν Μεξικανό; Ε όχι!»

«Γουιλάκο… Δεν σκας λέω εγώ να συνεχίσω; Λοιπόν, όπως έλεγα… Ψάχνουμε έναν Μεξικανό με καθαρό ποινικό μητρώο. Ο τυπάς είναι σαν εμάς και έχει δικιά του επιχείρηση εκεί. Οπότε, αν δείτε κάποιον κουστουμάκια και Μεξικανό, είναι ο τύπος μας!»

«Ωραία λοιπόν. Πάμε να κλέψουμε κανένα αυτοκίνητο!»

Δεν ήταν δύσκολο να βρούμε το κατάλληλο αμάξι. Παλιό BMW, μοντέλο του 2000. Απλό και λιτό. Πινακίδες για όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και για το Μεξικό!

«Η τύχη μας χαμογέλασε και σήμερα φίλοι μου!»

«Απλώς οδήγα.»

Το ένα σπίτι μετά ο άλλο πέρναγαν σαν κουκίδες από δίπλα μας. Ο Χέιλ ήξερε να οδηγεί καλά και γρήγορα. Ο Γουίλ στην πίσω θέση με κοίταγε από τον καθρέφτη, αλλά εγώ δεν γύρισα να τον κοιτάξω. Ντρεπόμουν να τον κοιτάξω. Είχαμε αφήσει σε παράξενο σημείο την όλη σκηνή πίσω σε εκείνο το δωμάτιο. Δεν έπρεπε όμως να αφήσω να μου αποσπάσει τίποτα την προσοχή. Έπρεπε να ξεχάσω τι είχε συμβεί, αν ήθελα να βγούμε ζωντανοί από όλο αυτό το φιάσκο. Το ραδιόφωνο έπαιζε χαμηλά γεμίζοντας με κάποιον τρόπο την ησυχία μέσα στο αυτοκίνητο. Μετά από τρεις ώρες δεν άντεξα άλλο.

«Θα μπορούσατε και οι δυο σας να ελέγξετε τις σκέψεις σας; Δεν με αφήνουν να κοιμηθώ και χρειάζομαι ύπνο. Κάτι που ξέρετε και οι δυο σας.»

«Συγγνώμη Ις.»

Γύρισα το κεφάλι μου, έτσι ώστε να ακουμπάει στον καθρέφτη βλέποντας το τοπίο έξω. Έκλεισα τα μάτια μου και με πήρε ο ύπνος. Μόλις ξύπνησα είχαμε φτάσει κοντά στα σύνορα, οπότε έκατσα καλά στη θέση μου και κοίταξα μπροστά.

«Τζέιντ;», ρώτησα τον Χέιλ χωρίς να τον κοιτάξω. Ο Γουίλ σηκώθηκε λίγο από την θέση του, ώστε το κεφάλι του να είναι κοντά στους ώμους μας.

«Ποια είναι η Τζέιντ;»

«Είναι το άτομο που αγάπησα με όλη μου την καρδιά. Ήταν μαζί μας στα κελιά, οπότε τον έβλεπα συνέχεια. Ήταν ο έρωτας της ζωής μου…»

«Περίμενε ένα λεπτό Χέιλ. Μήπως είσαι…»

«Γκέι; Με μεγάλα γράμματα!»

Ο Γουίλ γούρλωσε τα μάτια του και έκατσε πίσω στη θέση του.

«Και γιατί ήταν; Δεν είναι τώρα πια;»

Ο Χέιλ με κοίταξε παίρνοντας μια ανάσα και ξαναγύρισε το βλέμμα του στον δρόμο.

«Είναι νεκρός. Ή έτσι μου έχουν πει. Τον πήρε μια μέρα για πείραμα ο Τζεφ και δεν ξαναγύρισε. Κανείς δεν μου έλεγε τι έγινε κι έτσι όλοι υποθέσαμε ότι ήταν νεκρός.»

«Ο Χέιλ και ο Τζέιντ ήταν τα αδέρφια μου, όταν ήμουν στα κελιά. Από μικρή ήξερα ότι ήταν διαφορετικοί από όλους εμάς. Έβλεπα ότι είχαν έναν δεσμό μεταξύ τους και περίμενα πότε θα το καταλάβουν. Πότε δεν τους είδα μαζί.»

Πήρα το χέρι του Χέιλ στο δικό του και κοιταχτήκαμε στα μάτια, πριν κοιτάξουμε ξανά τον δρόμο. Ο Γουίλ καθόταν αμίλητος στο κάθισμα, αλλά οι σκέψεις του τα έλεγαν όλα.

Θα είναι ένα δύσκολο ταξίδι…

 

Άκουσε καλοκαιρινά τραγούδια, όσο διαβάζεις το καινούριο μέρος…

https://www.youtube.com/watch?v=eKVPUM2ubac

1 Σχόλιο

  1. Η συνέχεια του αγαπημένου μας διηγήματος (μάλλον για μυθιστόρημα πάει…) προμηνύεται ήδη από το πρώτο μέρος της τουλάχιστον αντάξια των 2 προηγούμενων τευχών! Μπράβο Νεφέλη! Νέα πρόσωπα που δίνουν επιπλέον ενδιαφέρον στην ήδη μυστηριώδη πλοκή αποκαλύπτοντας πτυχές που έμεναν κρυφές ή απλά υπαινίσσονταν… Καλοκαίρι θα σε διαβάζουμε και θα ακούμε τις μουσικές σου προτάσεις – τουλάχιστον εγώ που ξέρεις πόσο λατρεύω τα ισπανικά, έχω ήδη βάλει το playlist να παίζει…

Υποβολή απάντησης