Όταν παίρνει στα χέρια του το στυλό ένας τρόμος παραλύει όλο του το σώμα. Τι να γράψει; Πώς να γράψει; Γιατί να γράψει; Γυρνάει με απελπισία το κεφάλι του, καρφώνει με ελπίδα το βλέμμα του στην απουσιολόγο για να δει, να μαντέψει τις εντολές που στέλνει ο εγκέφαλος της και είναι ικανή να σχηματίσει κάποιες λέξεις. Άσκοπα όμως… δεν καταφέρνει να αποκωδικοποιήσει ούτε ένα τόσο δα λεπτό νήμα των σκέψεων της. Σαρώνει με το βλέμμα του το τμήμα του, τους συμμαθητές του που όλοι συγχρόνως σκυμμένοι κάτι γράφουν. Μερικοί αριστοτεχνήματα , άλλοι ορνιθοσκαλίσματα. Πανικοβάλλεται. Ποια δύναμη είναι αυτή που μπορεί και λυγίζει τα σώματα τους, σκύβει τα κεφάλια τους, μετακινεί το χέρι τους ; Οι συμμαθητές του με τους οποίους μιλούσε πριν στο απεριποίητο γκρίζο προαύλιο, με τους οποίους γελούσε και έλεγε ανέκδοτα, τώρα φαντάζουν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια που με γυάλινα μάτια εκτυπώνουν στο χαρτί ξένες ιδέες- αλλόκοτες- ιδέες του καθηγητή, του φροντιστηρίου, του Συστήματος! Αισθάνεται την κρίση να τον κατακλύζει
Οι βαριές καφέ κουρτίνες , όλες τραβηγμένες για να προστατέψουν από τον ήλιο που όλο και κρυφοκοιτάζει στον χώρο , δημιουργούν μια αποπνικτική, σκοτεινή ατμόσφαιρα. Τα φώτα είναι για κάποιο λόγο κλειστά, η πόρτα κλειδωμένη , ο αέρας μετρημένος , οι τοίχοι άδειοι. Γιατί; Κάπου στο βάθος του κουρασμένου εγκεφάλου ξεπροβάλλει για κλάσματα του δευτερολέπτου η σκέψη ότι είναι απλά μια έκθεση , απαραίτητη για τον βαθμό. Ωστόσο γρήγορα καταπλακώνεται από άλλες πιο τσιριχτές , πιο επίκαιρες. Αυτή η ησυχία που αναμειγνύεται με τα τριξίματα δεν είναι ζωντανή , είναι σίγουρος. Η κοφτή ανάσα του είναι τόσο τρομαχτικά μόνη… Ναι, το νιώθει δεν είναι πια άνθρωποι όλοι γύρω του, όχι , είναι ανάλγητες προγραμματισμένες μηχανές έτοιμες με την παραμικρή του κίνηση να γυρίσουν τα κεφάλια τους και να τον εξαφανίσουν. Ταυτόχρονα όμως μια παράλογη ιδέα, σαν την μύγα τον κυριεύει: Ούρλιαξε! Φώναξε! Ξύπνησέ τους! Προσπαθεί να αντισταθεί βέβαια, όμως δεν έχει πια δυνάμεις και… υποκύπτει. Μια κραυγή σχίζει την αίθουσα. Έκπληκτα βλέμματα, που του προκαλούν ρίγη, στρέφονται προς τη μεριά του.
Παιδί μου, είσαι καλά; ρωτάει ανήσυχα η καθηγήτρια.
Αυτός όμως ακούει μια μεταλλική φωνή να προστάζει: “Εξοντώστε τον ζωντανό!”. Τότε αρχίζει να τρέμει σύγκρομος ψιθυρίζοντας “Μην, μην! Φταίω εγώ που είμαι άνθρωπος; Φταίω;” Η καθηγήτρια τον πλησιάζει όπως και οι μαθητές , ενώ ένα βουητό κουκουλώνει την τάξη. “Είναι καλά;” “Και του έλεγα εγώ ότι θα τρελαθεί από το πολύ διάβασμα…”, “Αχ, κρίμα το παιδί.”, “Κάλεσε κανείς το ασθενοφόρο;”. Ωστόσο ένα βουητό αντηχεί στα αυτιά του: “Εξοντώστε τον άνθρωπο!”. Σηκώνεται, οπισθοχωρεί νευρικά, παραπατάει, πέφτει… Και ταυτόχρονα σαν ξόρκι επαναλαμβάνει “Φταίω εγώ που είμαι άνθρωπος;” Ο κλοιός γύρω του σφίγγει, ο αέρας τελειώνει. Λιποθυμά. Και κάπου ανάμεσα στο σωτήριο σκοτάδι και την πραγματικότητα κάποιος ρωτά:
-Κυρία, πόση ώρα μας έμεινε για να τελειώσουμε;
Εξαιρετικά Ειρήνη. Για άλλη μια φορά μοιράστηκες μαζί μας τις ανησυχίες σου. Όλα καλά να πάνε φέτος!