των Ευαγγελίας Τόζιου και Κυριακής Στεφανίδου
Χριστούγεννα! Η πιο μαγευτική γιορτή του χρόνου. Η γιορτή που περιμένουμε όλοι μας! Η περίοδος που ευελπιστούμε να πραγματοποιηθούν όλες οι ευχές μας. Πλήθος εθίμων αναβιώνουν αυτές τις ημέρες σ” ολόκληρο τον κόσμο. Στην περιοχή μας σώζονται πολλά έθιμα, που ξαναζούν αυτήν τη γιορτινή περίοδο από τους κατοίκους.
Μερικά από αυτά τα έθιμα είναι:
Ρουγκάτσια: Τα «ρουγκάτσια» ήταν μια ομάδα ανδρών που ήταν υπέυθινοι για την είσπραξη χρημάτων ή γεννημάτων από κάθε σπίτι που επισκέπτονταν. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τα ρουγκάτσια γύριζαν όλα τα χωριά μία φορά τον χρόνο (την περίοδο του Δωδεκαημέρου) και εισέπρατταν ένα είδος φόρου από τους κατοίκους. Αυτό το έθιμο συνέχισε και στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας με τη συμπαράσταση της εκκλησίας. Ήταν μια παρέα δεκατριών αντρών με φουστανέλες που κρατούσαν σπαθιά και γυρνώντας στα χωριά του Ρουμλουκιού μάζευαν χρήματα και δημητριακά για το ταμείο της εκκλησίας του χωριού. Με αυτά τα χρήματα οικοδομούνταν εκκλησίες, σχολεία και άλλα δημόσια κτήρια. Το έθιμο αυτό αναβιώνει και στις μέρες μας και κάθε νοικοκύρης τους υποδέχεται με χαρά και τους φιλεύει γλυκά και κεράσματα, αφού θεωρείται μεγάλη τιμή να μπει το ρουγκάτσι στο σπίτι τους. Στη συνέχεια, το «ρουγκάτσι» σταυρώνει την εξώπορτα του σπιτιού και χορεύει στην αυλή. Αυτό συνεχίζεται σε όλα τα σπίτια. Γενικά, είναι ένα από τα πολυαγαπημένα έθιμα του τόπου και του λαού που αναβιώνει στις μέρες μας και συνεχίζεται εδώ και πολλά χρόνια.
Γουρουνοχαρά: Ένα άλλο έθιμο που αναβιώνει τις μέρες των Χριστουγέννων στην περιοχή της Ημαθίας είναι η γουρουνοχαρά! Το σφάξιμο των οικόσιτων χοίρων είναι παλιό έθιμο.Τα παλιά χρόνια, όλοι στο χωριό εξέτρεφαν γουρούνια. Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι ή μια ομάδα από άντρες έσφαζαν το μεγαλύτερο γουρούνι του σπιτιού. Μετά το σφάξιμο του γουρουνιού ακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν την επόμενη, αλλά και την μεθεπόμενη μέρα. Αν μάλιστα τύχαινε και περνούσαν και τα «ρουγκάτσια», τότε το γλέντι ήταν τρικούβερτο! Οπως πίστευαν, η σφαγή του ζώου έφερνε το λεγόμενο «μπερικέτι» στο σπίτι, δηλαδή καλή σοδεία, καλή χρονιά.
Χριστόξυλο: Στα χωριά της περιοχής μας και γενικά στα χωριά της Βόρειας Ελλάδας, από τις παραμονές των εορτών ο νοικοκύρης ψάχνει και διαλέγει το πιο καλό και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό ονομάζεται «Χριστόξυλο» και είναι το ξύλο που θα καίει για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών (από τα Χριστούγεννα μέχρι και τα Φώτα) στο τζάκι του σπιτιού ή και στην ξυλόσομπα. Οι νοικοκυρές τότε, προτού έρθει το «Χριστόξυλο», καθαρίζουν το σπίτι και ιδιαίτερα το τζάκι, εκεί δηλαδή όπου θα τοποθετηθεί το Χριστόξυλο. Καθαρίζουν ακόμη και την καπνοδόχο για να την βρούν καθαρή οι καλικάντζαροι και τα κακά δαιμόνια, έτσι όπως τα αποκαλούν οι ντόπιοι. Έτσι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια βρίσκεται γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και τοποθετεί στο τζάκι το «Χριστόξυλο». Ο λαός λέει ότι καθώς καίγεται το «Χριστόξυλο», ζεσταίνεται ο Χριστός στη Βηθλεέμ .
Βασιλόπιτα: Η ιστορία της βασιλόπιτας, είναι μια ιστορία που συνέβη πριν από εκατοντάδες χρόνια στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, πόλη της Μικράς Ασίας . Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε εκεί βοηθώντας τους συνανθρώπους του σε ό,τι πρόβλημα και να αντιμετώπιζαν.
Κάποια μέρα, όμως, ένας αδίστακτος στρατηγός της περιοχής απείλησε τον Μέγα Βασίλειο πως θα πολιορκούσε και θα λεηλατούσε την πόλη, αν ο λαός της πόλης δεν του έδινε τον θησαυρούς τους. Εκείνη τη νύχτα ο Μέγας Βασίλειος την πέρασε στον ναό να προσεύχεται στον Θεό για να εισακουστούν οι προσευχές του και να προστατεύσει την πόλη. Την επόμενη μέρα, όμως, ο ανυπόμονος στρατηγός εισέβαλε στην πόλη και εκβίασε τον Μέγα Βασίλειο πως αν δεν του έδιναν τον θησαυρό τους θα τον εξόριζε κάπου μακρία ή και θα τον σκότωνε. Επειδή όμως ήταν πολύ αγαπητός στον λαό, οι χριστιανοί της πόλης μάζεψαν όσα χρυσαφικά είχαν και τα συγκέντρωσαν, για να σωθούν και να σώσουν τον αγαπημένο τους Δεσπότη.
Στο μεταξύ ο στρατηγός διέταξε να επιτεθεί ο στρατός του στο λαό. Όμως τότε ο λαός του πρόσφερε τον θησαυρό. Ο Μέγας Βασίλειος προσευχήθηκε για ακόμη μια φορά στον Θεό. Την ώρα λοιπόν που ο στρατηγός πήγε να αρπάξει τον θησαυρό, έγινε το θαύμα. Εμφανίστηκε ένας καβαλάρης που έσωσε τον θησαυρό και όρμησε πάνω στον στατηγό και στους δικούς του. Ο καβαλάρης αυτός ήταν ο Άγιος Μερκούριος, ενώ οι στρατιώτες ήταν άγγελοι.
Όμως από τη στιγμή που ο κακός στρατηγός δεν πήρε τον θησαυρό του λαού, ο Μέγας Βασίλειος ήταν αναγκασμένος να τον επιστρέψει πίσω στους κατοίκους της πόλης κι αυτό ήταν δύσκολο. Η μοιρασιά έπρεπε να είναι δίκαιη.Έτσι, σκέφτηκε με τη βοήθεια το θεού να ζυμώσει ψωμάκια και να βάλλει μέσα τα χρυσαφικά. Τα μοίρασε τότε στους ανθρώπους σαν ευλογία. Στην αρχή όλοι παραξενέυτηκαν, αλλά η έκπληξη που ένιωσαν στη συνέχεια ήταν ακόμη μεγαλύτερη, όταν βρήκαν μέσα τα χρυσαφικά.
Αυτή λοιπόν είναι η λεγόμενη βασιλόπιτα, την οποία φτιάχνουμε κι εμείς με το φλουρί μεσα την πρώτη ημέρα του χρόνου, την ημέρα που τιμάται ο Άγιος Βασίλειος.
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα της Μακεδονίας: Τα κάλαντα της περιοχής μας, δηλαδή της Μακεδονίας, τα ψέλνουν το πρωί της παραμονής της πρωτοχρονιάς τα μικρά παιδιά. Ως αντάλλαγμα, παλιότερα, έπαιρναν γλυκίσματα και διάφορα άλλα τρόφιμα. Αντίθετα, σήμερα παίρνουν ως αντάλλαγμα χρήματα.
Τα κάλαντα της περιοχής μας είναι συγκεκριμένα:
» Ήρθε πάλι νέον έτος, εις την πρώτην του μηνός,
ήρθα να σας χαιρετήσω, δούλος σας ο ταπεινός.
Ο Βασίλειος ο Μέγας, ιεράρχης θαυμαστός,
εις την οικογένειάν σας να’ναι πάντα βοηθός.
Με αγάπη και ειρήνη όλην την αρχή χρονιά,
να περάσετε κι εφέτος, δίχως να έχετε ζημιά.
Τα παιδιά εις το σχολείο να πηγαίνουνε συχνά,
να μαθαίνουνε τον βίο, της πατρίδος τα ιερά.
Δώστε μας τώρα την κότα, δώστε μας και τα αυγά
και κανένα ταλιράκι, ο Θεός να σας βλογά.
Και για τους ξενιτεμένους έχω να σας πώ πολλά.
Σας αφήνω καληνύχτα και του χρόνου με υγειά! «
Μπραβο κορίτσια,τι υπεροχα εθιμα μας εξιστορείτε…καλη χρονια!
Συγχαρητήρια για την επιλογή του θέματος. Είναι σημαντικό να αναζητούμε και να παρουσιάζουμε τις συνήθειες των παλαιότερων. Με αυτόν τον τρόπο βρίσκουμε, για παράδειγμα, απαντήσεις και ερμηνείες και στις δικές μας πρακτικές.