Μια φορά και έναν καιρό σε ένα δάσος, ένας λύκος για τον οποίον έλεγαν πως ήταν πολύ άγριος και άκαρδος. Μια μέρα, το θηρίο πήγε στο ποτάμι επειδή διψούσε πολύ. Καθώς έπινε από το δροσερό και καθαρό νερό, πρόσεξε πως λίγο πιο πέρα ήταν ένα αρνί που έπινε νερό. Όταν είδε το ζώο πως ήταν μόνο και απροστάτευτο, αποφάσισε να το φάει:
- Τι παχύς που είναι! Ποιός ξέρει το πόσο νόστιμος θα είναι! Μμμμμμ…… πόσο θα το ευχαριστηθώ! Πρέπει να βρω έναν τρόπο να τον πιάσω, και έτσι κανείς δεν θα υποψιαστεί πως τον καταβρόχθισα – αλλά πρέπει να βρω μιαν αιτία!
Το καημένο το αρνί συνέχιζε και έπινε νερό ήσυχα, όταν άκουσε μια βαριά φωνή:
- Έι εσύ εκεί! Μου λερώνεις το νερό .
Παραξενεμένο το ζώο του απάντησε:
- Να με συγχωρείς κύριε λύκε, αλλά είναι απολύτως αδύνατον εγώ να σου λερώνω το νερό. Εγώ είμαι κάτω από εσένα, ενώ το νερό ρέει και δεν ανεβαίνει.
Τα ψέματα του λύκου δεν έπιασαν τόπο και δεν είχαν το αποτέλεσμα που ήθελε και αμέσως βρήκε μια άλλη δικαιολογία ούτως ώστε να δικαιολογήσει την νευρικότητα που είχε:
-Μου έχουν πει πως πριν από 6 μήνες έχεις πει σε όλους πως είμαι αλύπητος και άτιμος !
Το αρνί φοβισμένο άρχισε να τρέμει και με μια τρεμάμενη φωνούλα βρήκε το θάρρος και του απάντησε:
- Κύριε λύκε, μπορείτε να πιστεύετε ένα τέτοιο πράγμα; Σας ορκίζομαι πως δεν έχω μιλήσει πότε άσχημα για σας, αντιθέτως άμα μου δινόταν η ευκαιρία, θα μιλούσα με τα καλύτερα λόγια για σας .
Μετά, χαρούμενος θυμήθηκε πως μπορούσε να αποδείξει στο θηρίο την αθωότητα του:
- Πριν 6 μήνες εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμη. Αυτό αποδεικνύει πως δεν έχω μιλήσει άσχημα για σας.
Ο λύκος όμως που περίμενε πώς και πώς για να του ορμήσει και να καταβροχθίσει το θύμα, δεν τον άφησε καν να τελειώσει :
- Αν δεν έχεις μιλήσει άσχημα εσύ για μένα, τότε θα το έχει κάνει ο πατέρα σου!
Και του όρμησε έτοιμος να τον φάει.
Για κακή μας τύχη η αθωότητα δεν είναι αρκετή ούτως ώστε να μας γλυτώσει από κακούς και άσπλαχνους ανθρώπους!
Λεονόρα Γκιούρρα
Και εδώ η εκδοχή του παραμυθιού στα αλβανικά.
Ujku dhe qengji
Na ishte nje here …… ne nje pyll nje ujk per te cilin thoshin se ishte shum I eger dhe I pameshirshem. Nje dite egersira shkoi ne nje perrua pasi kishte shume etje dhe teksa pinte nga uji I fresket dhe I kulluar vuri re qe pak me poshte ishte nje qengj qe po pinte uj. Kur e pa kafshen vendosi ta hante : “Sa o majme qe qenka! Kushedi sa I shijshem duhet te jete! Mmmmm…. C’do kenaqem! Duhet te gjej nje pretekst per t’u kapur, keshtu qe asnje nuk mund te thote se e kollofita pa shkas. “ Qengji I ngrate vazhdonte te pinte uje qetesisht kur degjoi nje ze shpelle: – Ej ti aty poste! Ma ndote ujin . –E cuditur kafsheza iu pergjigj: – Te me falesh zoti ujk por eshte krejtesisht e pamundur qe un tan dot ujin. Une jam poshte teje , kurse uji zbret nuk ngjitet – Ujku genjeshtar u turbulluar aty per aty , ndaj menjehere kerkoi nje shkas tjeter per te justifikuar zemerimin e tij : – Me kan thene qe para 6 muajsh u ke thene te gjithve qe un jam I pameshirshem dhe I dhunshem! – Qengji I frikesuar filloi te dridhet dhe me ze te keputur iu pergjigj : – Zoti ujk si mund ta mendoni nje gje te tille?? Ju betohem se s’kam folur asnjehere keq per juve, madje ne te ardhmen nese do te me jepet rasti , do te flas vetem fjale te mira! Pastaj I lumtur u kujtua se mund t’ia provonte egersires pafajsine e tij : – Para 6 muajsh une s’kisha lindur ende! Kjo provon qe s’mun te kem folur keq per juve! – Po ujku, I cili mezi po priste ta shqyente viktimen e tij , nuk e la as te mbaronte: – Nese s’ke folur ti keq per mua , do e kete ber yt ate! – Dhe u hodh mbi qengjin e delire per ta shqyer. Per fat te keq jo gjithmone pafajsia mjafton per te shpetuar nga te pameshirshmit