Κλείνοντας το βιβλίο ο Browning επιδιώκει να εξηγήσει τις αιτίες και τις συνθήκες που οδήγησαν στην κτηνοποίηση της πλειοψηφίας των αστυνομικών. Αρχικά αναφέρεται στη βαρβαρότητα του πολέμου διχοτομώντας την σε αυτήν που προέρχεται από το μίσος των ίδιων των στρατιωτών (προερχόμενο από τις απώλειες του στρατού, τη βία που έχουν ήδη αντικρίσει, το συνεχές άγχος) και δεν υποστηρίζεται έκδηλα από τη διοίκηση (εδώ ο Browning παραθέτει το βιβλίο “War without Mercy: Race and Power in the Pacific War” το οποίο αναφέρεται σε εγκλήματα πολέμου και αιματοκυλίσματα από την πλευρά των Αμερικάνων στον Ειρηνικό) και σε αυτό που προέρχεται από κυβερνητική πολιτική (εκτελέσεις ως αντίποινα, χρήση αναγκαστικής εργασίας) με τους αστυνομικούς να υπάγονται στη δεύτερη κατηγορία. Η αντίθεση έγκειται στο γεγονός ότι οι εκτελέσεις δεν προέρχονται από τα συναισθήματα, “εν βρασμώ”, των αστυνομικών αλλά αποτελούσαν υπολογισμένες εντολές μιας ανώτερης αρχής στις οποίες οι αστυνομικοί όφειλαν να συνηθίσουν. Συνεπώς η βαρβαρότητα καταγράφεται ως αποτέλεσμα και όχι ως αίτια της συμπεριφοράς τους καθώς οι ίδιοι δεν είχαν εμπλακεί σε ένοπλη σύγκρουση που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει εσωτερικούς συναισθηματικούς παράγοντες. Παράλληλα οι προσπάθειες απανθρωποίησης των Εβραίων οδήγησε σε αποστασιοποίηση από τους ηθικούς φραγμούς, κατάσταση η οποία προωθείται από τις πολωμένες (εμείς-αυτοί) συνθήκες του πολέμου. Στη συνέχεια ο καταμερισμός των καθηκόντων με τον ρόλο του εκτελεστή να παίρνουν συχνά οι Hiwis και η μεγάλη αντίθεση μεταξύ του έμμεσου αυτουργού και του εκτελεστή πρόσφεραν στους αστυνομικούς το συναίσθημα της άφεσης της ευθύνης. Ως προς την επιλογή των μελών που στελέχωσαν το Τάγμα ο Browning συμπεραίνει ότι απλώς αποτελούσαν το υπόλοιπο διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό της Γερμανίας και δεν υπήρχαν ιδιαίτερα κριτήρια το οποία θα προϋπόθεταν προδιάθεση για πλήρη υποταγή στις κυβερνητικές αποφάσεις. Στην πραγματικότητα όμως υπάρχει ιδιαίτερη αμφισβήτηση σε αυτήν την τυχαία επιλογή. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα μέλη είχαν τελικά μια προδιάθεση για βία (και άλλα χαρακτηριστικά που διακατέχουν έναν πρότυπο Ναζί όπως υπακοή στην εξουσία) η οποία προωθήθηκε στην κοινωνία που δημιούργησε ο Ναζισμός και συνεπώς υπήρχε ένα self selection, δηλαδή το Τάγμα παρουσίασε βίαια συμπεριφορά όχι τυχαία αλλά επειδή βίαια στοιχεία συσσωρεύτηκαν σε αυτό. Σε μια προσπάθεια γενίκευσης αυτής της θεωρίας έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχει ένα “sleeper” (δηλαδή ένας “αποκοιμισμένος” χαρακτήρας) σε κάθε άνθρωπο, δηλαδή μια προϋπάρχουσα τάση για βία η οποία όμως, σε αντίθεση με τον προηγούμενο τύπο που προϋπάρχει ενεργά, εμφανίζεται όταν δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες και η βία γίνεται το “κανονικό”. Αυτή η θέση θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί στο γεγονός ότι ύστερα από τον πόλεμο η ζωή στη Γερμανία επανήλθε στις προ-Ναζιστικές συνθήκες και συνεπώς και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Παρόλα αυτά ο Browning επαναφέρει το γεγονός της γενικής στρατολόγησης, τις προσπάθειες αποφυγής ένταξης στον στρατό και τις προοπτικές αστυνομικής καριέρας ως τους λόγους για τους οποίους οι παραπάνω ερμηνείες δεν μπορούν να εφαρμοστούν στο συγκεκριμένο Τάγμα. Συγκεκριμένα οι προοπτικές καριέρας φαίνεται να είχαν ιδιαίτερη βαρύτητα όπως φαίνεται στα παραδείγματα του Buchmann ο οποίος μπορούσε να επιστρέψει στην πολιτική ζωή του και του Hoffmann. Άλλος παράγοντας που θα μπορούσε να επηρεάσει την επιλογή εκτέλεσης ή μη εκτέλεσης από τους αστυνομικούς είναι η υπακοή στις διαταγές ή η υπακοή στην εξουσία/αυθεντία. Αφενός η υπακοή στις διαταγές φαίνεται να μην συμβαδίζει με το γεγονός ότι ο Trapp προστάτευε τους αστυνομικούς που επέλεγαν να απέχουν ακόμα και αν υπήρχε πίεση από ανωτέρους τους όπως τον Gnade και παράλληλα οι συνέπειες ήταν υπερβολικά δυσανάλογες των πράξεων που ωθήθηκαν να συμμετάσχουν. Αφετέρου η υπακοή στην εξουσία θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα πειράματα του Stanley Milgram στα οποία στους συμμετέχοντες δίνονταν εντολές από μια “επιστημονική αυθεντία” πρόκλησης ηλεκτρικού σοκ σε έναν άλλον συμμετέχοντα, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Αυτό που διαφοροποιεί από την υπακοή σε εντολές είναι η μη καταναγκαστική φύση των εντολών. Στο συγκεκριμένο πείραμα οι περισσότεροι συμμετέχοντες όντως υπάκουσαν σε μεγάλα ποσοστά αλλά σε άλλα ανάλογα πειράματα στα οποία ο συμμετέχοντας μπορούσε να ακούσει κραυγές ή είχε οπτική εικόνα του “θύματος” η υπακοή έπεφτε σημαντικά. Γενικότερα αυτές οι συνθήκες δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις συνθήκες στις οποίες υποβλήθηκαν τα μέλη του Τάγματος και συνεπώς δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την πλήρη εξήγηση της συμπεριφοράς τους και παράλληλα η εξουσία/αυθεντία του Trapp δεν φαίνεται καθόλου ισχυρή. Παρόλα αυτά τα ίδια τα μέλη φαίνονται να επικαλούνται αυτές τις καταστάσεις κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων γεγονός το οποίο είναι λογικό καθώς αποτινάσσει από εκείνους το βάρος της ευθύνης. Όμως τα πειράματα του Milgram δεν τελειώνουν εδώ. Σε μια προσπάθεια επέκτασης τους ο Milgram προσπάθησε να συνυπολογίσει και τον παράγοντα του κομφορμισμού χρησιμοποιώντας άλλους δύο συνεργάτες του μαζί με τον συμμετέχοντα με αποτέλεσμα ο συμμετέχων να είναι πιο επιρρεπής, να προκαλεί μεγαλύτερο σοκ. Σε γενικό κανόνα τα πειράματα του Milgram δεν είναι αψεγάδιαστα. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που θα μπορούσαν να μειώσουν την αξιοπιστία του πειράματος (όπως το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες ήταν αποκλειστικά άντρες και οι κατηγορίες ότι υπήρχε πίεση και το πείραμα δεν διεξήχθη άνευ καταναγκασμού) και σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω πως ερμηνεύουν με απόλυτη ακρίβεια τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Παρόλα αυτά φαίνεται να υπάρχουν αρκετές ομοιότητες. Ο ρόλος της άμεσης ή έμμεσης επαφής παίζει ρόλο και στην περίπτωση των πειραμάτων και στην περίπτωση του Τάγματος όπως και η παρουσία ή μη εξωγενούς πίεσης. Σε αυτό το σημείο ο Browning μεταβαίνει στον παράγοντα της προπαγάνδας και της ιδεολογικής κατήχησης. Αναγνωρίζει την ύπαρξη ιδεολογικής εκπαίδευσης και προπαγανδιστικού υλικού το οποίο αποσκοπούσε στη διαμόρφωση της Ναζιστικής μαζοποίησης μέσα από τη συντροφικότητα αλλά και ένα είδος αντισημιτισμού. Και με αυτό εννοεί ότι η κατωτερότητα των Εβραίων και το όραμα μιας “judenfrei” Ευρώπης ήταν διάχυτο στα βιβλία-φυλλάδια αλλά δεν υπήρχε αναφορά στην προσωπική ευθύνη του κάθε αστυνομικού ώστε να παρακάμψει τη συνείδηση του και να τον μετατρέψει σε δολοφόνο. Όχι τουλάχιστον πριν τα αιματοκυλίσματα στο Jozefow και το Lomazy. Έτσι καταλήγει σε πέντε συμπεράσματα σχετικά με τον αποδυναμωμένο ρόλο της προπαγάνδας: 1) Εμφανίστηκε αργά στον πόλεμο 2) Επικαλούνταν αρχές όπως η ανάγκη δημιουργίας οικογένειας Αρίων κάτι που δεν αφορούσε γηραιότερα μελή 3) Η ίδια η ηλικία των μελών καθώς πολλά από αυτά γνώριζαν τη ζωή πριν τον Ναζισμό 4) Η ευρύτερη προπαγάνδα υπήρχε σε κοινωνικό επίπεδο με μετριασμένο αποτέλεσμα ίσως με εξαίρεση κάποιους από τους αστυνομικούς με κάποιους να δηλώνουν ότι είχαν μια απέχθεια προς τους Εβραίους 5) Τα φυλλάδια και βιβλία προπαγάνδας δεν αναφέρονται σε προσωπική ευθύνη στην πραγματοποίηση του Ναζιστικού ιδεώδους και συγκεκριμένα στην εκτέλεση αμάχων. Συνολικά τα μέλη είχαν ήδη τον βαθμό προπαγανδισμού όπως και το μέσο μέλος της τότε Γερμανικής κοινωνίας με την προπαγάνδα να μην έχει τόσο καθοριστική επίδραση στη δημιουργία σκληρών εκτελεστών. Τέλος αναφέρεται στον πιο καθοριστικό παράγοντα: την πίεση του περίγυρου. Όπως έχει αναφερθεί ήδη στις περιγραφές, η ιδέα της κοινωνικής απομόνωσης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις των μελών. Για αυτούς το Τάγμα ήταν ο πιο στενός κοινωνικός θεσμός στον οποίο βρίσκονταν και η ανάγκη ένταξης σε αυτόν σε ένα ήδη, ως κατοχική δύναμη, εχθρικό περιβάλλον δεν είναι σε καμιά περίπτωση αμελητέα. Σε αυτήν την νοοτροπία συντροφικότητας έπαιξε ρόλο και η πόλωση εμείς-αυτοί μεταξύ Γερμανών και Εβραίων-Εχθρών και η νοοτροπία ανωτερότητας όπως αυτή εκφράζεται από την προπαγάνδα. Στις δύο τελευταίες παραγράφους του βιβλίου ο Browning υπενθυμίζει ότι το βιβλίο αποσκοπεί απλά στην ερμηνεία και όχι στην ηθική δικαιολόγηση των πράξεων των αστυνομικών αναδεικνύοντας την προσωπική ευθύνη που έδειξαν τα μέλη που αποφάσισαν να απέχουν. Και βέβαια ο ίδιος παραδέχεται ότι το βιβλίο προέρχεται από την οπτική ενός ιστορικού ο οποίος δεν είναι η πλήρως κατάλληλη αυθεντία στην ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ιστορία, όμως, του Τάγματος 101 δεν παύει να αποτελεί μια ιδιαίτερου ενδιαφέροντος που δείχνει τις ικανότητες του ανθρώπου για βία και φρικαλεότητες. Και το βιβλίο τελειώνει με το ερώτημα: Αν οι άντρες του Εφεδρικού Αστυνομικού Τάγματος 101 μπόρεσαν να γίνουν φονιάδες υπό αυτές τις συνθήκες, ποια ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί;
Πριν τελειώσω αυτήν την περίληψη του βιβλίου θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις (κατά κύριο λόγο πιθανές αντιρρήσεις) μου σχετικά με όσα αναφέρονται. Αρχικά, στοιχείο το οποίο κατά την άποψη μου φαίνεται να μειώνει (τουλάχιστον ως προς το συγκεκριμένο σημείο) την αντικειμενική άξια του έργου είναι μια συμπάθεια προς τον Trapp ο οποίος παρουσιάζεται ως “παιδί που κλαίει” όταν δίνει τις εντολές εκτέλεσης στο Jozefow, χαρακτηρισμός ο οποίος προέρχεται από μαρτυρία. Δεν είμαι σε θέση να αξιολογήσω πλήρως αυτήν την- προσωπικά αισθητή- συμπάθεια αλλά αυτή είναι η υποκειμενική μου οπτική ως προς την απεικόνιση του Trapp, χωρίς να υπονοώ αναγκαστικά το αντίθετο και να αμφισβητώ πλήρως την οπτική του Browning. Στη συνέχεια φαίνεται να υποτιμά τον ρόλο της προπαγάνδας αναφέροντας ότι ο πεζός λόγος των τευχών προπαγάνδας (συγκεκριμένα αναφέρεται στο “Εβραίοι και Εγκληματικότητα”) “θα μπορούσε να βάλει τους αναγνώστες σε ύπνο· όχι να τους κάνουν δολοφόνους”. Δεν έχω άμεση επαφή με τη ναζιστική προπαγάνδα αλλά μου φαίνεται αντιθετικό με την ιδέα της “μαεστρικής” μηχανής προπαγάνδας του Γκέμπελς. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να σημειωθεί η προσπάθεια καταστροφής Ναζιστικού υλικού από τους ίδιους τους Ναζί (για παράδειγμα υπήρχαν προσπάθειες διάλυσης του στρατοπέδων συγκέντρωσης, πχ Treblinka, Auschwitz). Άρα το υλικό από την προπαγάνδα του ναζιστικού καθεστώτος ίσως να είναι μειωμένο σε έναν βαθμό που δεν μπορώ να προβλέψω. Παράλληλα, ο Browning δίνει προφανώς ιδιαίτερη βαρύτητα στον κομφορμισμό. Παρόλα αυτά αφιερώνει σε αυτόν μόλις 2.5 σελίδες από τις 30 του τελευταίου κεφαλαίου έτσι ώστε να αναφερθεί σε αυτόν. Σίγουρα ο κομφορμισμός αναφέρεται και κατά τη διάρκεια των διηγήσεων αλλά παρόλα αυτά φαίνεται να επαναλαμβάνει το ίδιο επιχείρημα στην επιθυμία μη διαφοροποίησης. Ως προς την αντίκρουση διαφορετικών απόψεων φαίνεται να ασχολείται περισσότερο. Ακόμα και σε αυτόν τον κομφορμισμό, περίεργο μου φαίνεται πως πλειοψηφία ήταν οι μη πρόθυμοι εκτελεστές και λιγότεροι αυτοί οι οποίοι είχαν πλήρη πρόθεση των οποίων τα κίνητρα δεν αναφέρονται πλήρως. Και ο σαδισμός του Gnade δεν αποδίδεται σε κάτι ιδιαίτερο έκτος από τον ίδιο τον χαρακτήρα του. Δεν πιστεύω πως αυτή η διαπίστωση ακυρώνει τον ισχυρισμό του Browning, αλλά παρόλα αυτά αφήνει αρκετό περιθώριο για σκέψη. Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το βιβλίο αναφέρεται σε ένα Τάγμα 500 άντρων. Οπότε οτιδήποτε λέγεται αναφέρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις συγκεκριμένες συνθήκες και συνεπώς δεν μπορεί να γενικευθεί πλήρως και να αποτελέσει σημείο αναφοράς για όλη τη Γερμανική κοινωνία, χωρίς βέβαια να χάνει την αξία του στην εξήγηση των ανθρωπίνων συμπεριφορών.
Σοβιετικό αντιναζιστικό πόστερ
Αυτή είναι, η μάλλον όχι τόσο “περιληπτική”, περίληψη του Ordinary Men: Reserve Police Battalion 101 and the Final Solution in Poland. Προσωπικά πιστεύω πως είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο στην κατανόηση του Ναζισμού και στην ικανότητα μιας ιδεολογίας να δημιουργεί πειθήνια όργανα. Στην προσπάθεια μου να συμπυκνώσω το περιεχόμενο των 189 σελίδων του βιβλίου σε 11 προφανώς υπάρχουν στοιχεία τα οποία έχω παραλείψει και θα μπορούσαν να είναι βαρύνουσας σημασίας για κάποιον άλλο αναγνώστη. Παράλληλα υπάρχουν πιθανώς σημεία στα οποία η αντίληψη μου σχετικά με το βιβλίο να μην είναι επαρκής και να χρειάζεται διόρθωση. Με άλλα λόγια σε καμιά περίπτωση δεν θεωρώ τον εαυτό μου αυθεντία έτσι ώστε να μπορώ να αξιολογήσω πλήρως το βιβλίο. Για αυτόν τον λόγο σκοπός μου δεν είναι η μετάδοση στείρας και αδιαμφισβήτητης πληροφορίας, αλλά η προσπάθεια κινητοποίησης της κριτικής σκέψης και η δημιουργία ενός εποικοδομητικού διαλόγου σχετικά με τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει ο Ναζισμός αλλά και άλλα αντίστοιχα αυταρχικά φαινόμενα όπως και του Απολυταρχικού Κομμουνισμού που αποκορυφώθηκε στις περιόδους του Στάλιν, του Μάο. Είμαστε “τυχεροί στην ατυχία” μας ως ανθρώπινο είδος που έχουμε πια ξεκάθαρα παραδείγματα για το τι είμαστε ικανοί (πιθανώς προσωπικότητες όπως ο Hitler και ο Stalin να είναι ότι έχουμε πιο κοντά σε μια καθαρά “μαύρη” ηθική). Το μόνο λοιπόν που μένει είναι να μάθουμε από αυτά.
Εικόνα Άρθρου: Μέλη του Αστυνομικού Τάγματος 101 χαιρετούνται απο αξιωματικούς καθώς βηματίζουν σε σχηματισμό στο Lodz