Η επομένη δράση του Τάγματος έλαβε χωρά στο χωριό Serokomla. Ο πρώτος Λόχος υπό την ηγεσία του Wohlauf και με την υποστήριξη της Sonderdienst (γερμανικός παραστρατιωτικός σχηματισμός στο πλαίσιο του Γενικού Κυβερνείου, προέρχεται από την Selbstschutz η οποία είχε αντίστοιχο ρόλο και αποτελούνταν από Γερμανούς της Πολωνίας). Αρχικά δεν υπήρχε αναφορά σε εκτελέσεις αν και οι αστυνομικοί είχαν αντιληφθεί τις εντολές του Τάγματος προτού ανακοινωθεί η εντολή. Σε αυτήν την περίπτωση φαίνεται η υποκρισία του Wohlauf ο οποίος δεν ήταν παρών στην εκτέλεση. Τρεις μέρες αργότερα, ύστερα από προσπάθεια σύλληψης μέλους της Πολωνικής αντίστασης η οποία ήταν επιτυχημένη, ο υπεύθυνος λοχίας δολοφονήθηκε και έτσι δόθηκε διαταγή για αντίποινα. Σε μια προσπάθεια διατήρησης των σχέσεων μεταξύ αστυνομίας και κάτοικων, για τις εκτελέσεις επιλέχθηκαν τα πιο απομονωμένα στοιχεία της κοινωνίας, όπως οι πιο φτωχοί και οι ξένοι, και επειδή δεν συμπληρώθηκε ο αριθμός, εκτελέστηκαν Εβραίοι από το κοντινό στρατόπεδο στο Kock. Σε αντίθεση με τις αντιδράσεις του στο Jozefow ο Trapp αυτήν τη φορά διέταξε περισσότερες εκτελέσεις Εβραίων από όσες ήταν απαραίτητες. Παράλληλα ο Trapp δείχνει μια προστατευτική στάση απέναντι στο Buchmann έτσι ώστε να μην χρειαστεί η συμμετοχή του στις εκτελέσεις. Στοιχειά σαν τον Buchmann, αν και αποθαρρύνονταν, επιτρέπονταν εφόσον δεν υπήρχε έλλειψη διαθέσιμων εκτελεστών.
Οι δράσεις του Τάγματος συνεχίστηκαν κυρίως στη μορφή καθαρισμών γκέτο και εκτοπίσεων προς το στρατόπεδο Treblinka έτσι ώστε να γίνει το Lublin judenfrei, δηλαδή να αφανιστεί το Εβραϊκό στοιχείο. Σε μια από αυτές τις εκτελέσεις, αναφέρει ένας αστυνομικός, μια μονάδα ψυχαγωγίας από την αστυνομία του Βερολίνου που είχε σταλθεί στην περιοχή και αποτελούνταν από μουσικούς και καλλιτέχνες ζήτησε να συμμετάσχει σε αυτές, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε. Για αυτό το γεγονός δεν δίνονται περαιτέρω πληροφορίες αλλά φαίνεται να αποκαλύπτει έναν ισχυρό αντισημιτισμό από μέλη της ευρύτερης γερμανικής κοινωνίας. Το παράδειγμα είναι πολύ συγκεκριμένο για να μπορούμε να βγάλουμε οποιοδήποτε συμπέρασμα αλλά προσωπικά μου προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση.
“Εγώ ο ίδιος πυροβόλησα 6 ηλικιωμένους στις κατοικίες: ήταν κατάκοιτοι και μου ζήτησαν ρητά να το κάνω”
Σειρά έχει ο Wolfgang Hoffmann. Κατά τις ανακρίσεις του 60 ο ίδιος ισχυριζόταν ότι είχε άγνοια για τις εκτελέσεις 1100 με 1600 Εβραίων στην Konskowola αποδίδοντας την στην ασθένεια του λόγω του ψυχολογικού άγχους από το Jozefow. Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο απέδιδε την ασθένεια του σε ένα εμβόλιο δυσεντερίας που είχε λάβει. Ο Hoffmann ταλαιπωρούνταν από στομαχικές διαταραχές, ασθένεια η οποία όντως μπορεί να επιδεινωθεί από παράγοντες άγχους (Ulcerative Colitis: Stress and Flare-Ups). Αρχικά προσπάθησε να αποκρύψει τη σοβαρότητα της ασθενείας αν και τελικά αναγκάστηκε να εισαχθεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Παράλληλα αυτήν την ασθένεια επικαλούνταν πολλές φορές πριν από τις δράσεις του Λόχου του δείχνοντας μια πρόδηλη υποκρισία απέναντι στους κατώτερους του. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με κακές σχέσεις με τον Trapp οδήγησαν στη μετάθεση του. Η ιδιαιτερότητα με την περίπτωση του Hoffmann είναι ότι αφενός οι κατηγορίες του Trapp και των υπόλοιπων για δειλία μάλλον ακυρώνονται από τον Σίδηρο Σταυρό δεύτερης τάξης που έλαβε στη συνέχεια από τη συμμετοχή του σε μάχες στη Ρωσία και την προσπάθεια να αποκρύψει την ασθένεια του ενώ αφετέρου φαίνεται να αποφεύγει τις δράσεις σχετικά με του Εβραίους.
Φωτογραφικό Υλικό του Τάγματος
Η επόμενη φάση της δράσης του Τάγματος στο Lublin ήταν η εύρεση Εβραίων οι οποίοι είχαν αποφύγει της συγκεντρώσεις στα γκέτο, και συνεπώς ονομάστηκε από τα μέλη του Τάγματος “Judenjagd” (το κυνήγι των Εβραίων). Με άλλα λόγια η περιοχή έπρεπε να σιγουρευτεί πως θα ήταν judenfrei. Ήδη πριν από την έναρξη αυτής της φάσης υπήρχε εντολή άμεσης εκτέλεσης Εβραίων που θα βρίσκονταν έξω από τα γκέτο. Στο πλαίσιο αυτής της φάσης έγιναν συνεχείς έρευνες στα δάση της περιοχής όπου Εβραίοι είχαν κρυφτεί σε υπόγεια καταφύγια. Παράλληλα προς την άνοιξη του ‘42 αντιμετώπισαν ένοπλη αντίσταση από Εβραίους και Ρώσους πρώην αιχμαλώτους πολέμου, φαινόμενο που άρχισε να γίνεται πιο συχνό. Σε μια περίπτωση στο Kock ένας Πολωνός διερμηνέας κατέδωσε την τοποθεσία όπου βρίσκονταν Εβραίοι και μετά από ανακρίσεις ανακαλύφθηκε και άλλη κρυψώνα στην οποία οι Εβραίοι κατέβαλαν ένοπλη αντίσταση στην προσπάθεια τους να αποδράσουν. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού κυνηγήθηκε και εκτελέστηκε. Για την αποδοτικότερη εφαρμογή του σχεδίου δημιουργήθηκε ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών και εντοπιστούν. Ως προς το ψυχολογικό βάρος, οι εκτελέσεις γινόντουσαν πιο προσωπικές μεταξύ θύματος και θύτη (δεδομένου της μικρότερης κλίμακας) και υπήρχε μεγαλύτερο περιθώριο για προσωπική επιλογή, γεγονός όμως που έρχονταν σε κόντρα με την ανάγκη για ανάδειξη στο Τάγμα. Παρόλα αυτά υπήρχαν περιπτώσεις που οι εθελοντές που προτίθονταν για τις εκτελέσεις να ξεπερνούσαν τον απαραίτητο αριθμό. Συνεπώς δεν υπήρχε ανάγκη για επιβολή σε αυτούς που απείχαν, οι οποίοι δεν τιμωρούνταν επίσημα. Ένας τέτοιος “Αντιρρησίας συνείδησης” αναφέρει πως είχε χτύπησε έναν αστυνομικό ο οποίος ξυλοκοπούσε μια Εβραία γυναίκα και ακόμα και αν καταγγέλθηκε δεν υπήρξε επίσημη τιμωρία με άτυπες συνέπειες να είναι η ανάθεση περισσότερων καθηκόντων. Αυτό όμως δεν ίσχυε πάντα. Ο υπολοχαγός Hoppner του 3ου Λόχου προσπάθησε να επιβάλλει τις εκτελέσεις σε όλα τα μέλη με αποτέλεσμα να συμμετέχουν άτομα τα οποία δεν είχαν ξαναπυρολοβήσει. Η φάση του “κυνηγιού” ήταν μια ιδιαίτερη φάση καθώς αν και οι εκτελέσεις είχαν μικρότερη κλίμακα ήταν πολυπληθείς έτσι ώστε να δημιουργούν μια αίσθηση συνεχούς εγρήγορσης στους θύτες.
Αστυνομικοί κατεβαίνοντας σε κελάρι
Τον Οκτώβριο του ‘42 ο Kruger επέτρεψε τη λειτουργία 8 γκέτο στο Lublin, 4 εκ των οποίων βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία του Τάγματος 101. Λόγω του “κυνηγιού” και των συνθηκών του χειμώνα η ζωή στο δάσος γινόταν ιδιαίτερα δύσκολη και συνεπώς πολλοί Εβραίοι επέλεξαν να επιστρέψουν στα γκέτο. Την πρώτη Μαΐου του επόμενου χρόνου άρχισαν ξανά οι εκτοπίσεις από τα γκέτο από το Miedryrzec (το οποίο ανακηρύχθηκε judenfrei) και το Lukow. Στη συνέχεια το Τάγμα αναδιοργανώθηκε. Τα γηραιότερα μέλη στάλθηκαν στη Γερμανία, ενώ κάποια μέλη παραχωρήθηκαν σε μονάδες οι οποίες ήταν υπεύθυνες για εκτοπίσεις Πολωνών σύμφωνα με τα σχέδια των Himmler και Globocnik για μια εθνικά καθαρή Γερμανική πόλη βάθια στην Πολωνία. Έτσι το Τάγμα έχασε τα περισσότερα μέλη που είχαν συμμετάσχει στο Jozefow. Παρόλα αυτά έλαβε τον κατάλληλο ανεφοδιασμό και παρέμενε ενεργό. Η επόμενη περίοδος (Νοέμβριος 43 και έπειτα) ονομάστηκε “Erntefest” (Επιχείρηση Φεστιβάλ Συγκομιδής). Δηλαδή η αποκορύφωση της Τελικής Λύσης. Ο Himmler ήταν αποφασισμένος να εξαφανίσει οριστικά το Εβραίο στοιχείο σε τέτοιο σημείο που ήρθε σε αντιπαράθεση με τους υπεύθυνους για την πολεμική μηχανή της Γερμανίας η οποία εξαρτιόταν έντονα στους Εβραίους “εργάτες”. Ως συμβιβασμό ο Ηimmler επέτρεψε τη διατήρηση ενός αριθμού εργατών με την προϋπόθεση ότι η SS θα έλεγχε τα στρατόπεδα. Παράλληλα, αυτή η απόφαση ολοκληρωτικής εξόντωσης ενδυνάμωσε την Εβραϊκή αντίσταση, όπως εκφράστηκε από τις εξεγέρσεις σε στρατόπεδα όπως Treblinka και Sobibor και γκέτο όπως Βαρσοβίας και Bialystok. Για να αποτραπεί κάτι τέτοιο και στο Lublin άρχισαν οι προετοιμασίες για την εκτέλεση των φυλακισμένων, κάτι που αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Erntefest. Συνεπώς απαιτήθηκε η παρουσία μονάδων SS και αστυνομικό από όλο το Γενικό Κυβερνείο και οι Εβραίοι άρχιζαν να σκάβουν χαρακώματα στα στρατόπεδα Majdanek, Trawniki και Poniatowa με το πρόσχημα ότι προορίζονταν για προστασία από επιθέσεις αέρος. Αντίστοιχα τα θύματα αριθμούνται σε 16500 με 18000, 6000 με 10000 και 14000. Συνολικά περίπου 42000 Εβραίοι, κάνοντας το Erntefest ένα από τα μεγαλύτερα αιματοκυλίσματα της Τελικής Λύσης. Έτσι συνολικά το Τάγμα 101 μόλις 500 άντρων είχε συμμετάσχει άμεσα με εκτελέσεις (38000) ή έμμεσα με εκτοπίσεις στη Treblinka (45000) σε 83000 Εβραίων.
Με τη σταδιακή πτώση της Ναζιστικής Γερμανίας το Τάγμα ενεπλάκη σε ένοπλες συγκρούσεις ενάντια σε αντιστασιακές ομάδες και τον Κόκκινο Στρατό. Κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν ενώ οι περισσότεροι επέστρεψαν στη Γερμανία. Με τη λήξη του πολέμου πολλοί γύρισαν στις πολιτικές εργασίες τους ενώ κάποιοι όπως ο Hoffmann κατάφεραν να καταταγούν ξανά σε αστυνομικές μονάδες. Ο Trapp και ο Buchmann συνελήφθησαν από τις Πολωνικές αρχές για την εκτέλεση των 78 Πολωνών ως αντίποινα (και όχι για τις δράσεις του Τάγματος κατά των Εβραίων). Ο Trapp εκτελέστηκε και ο Buchmann φυλακίστηκε για 8 χρόνια. Στις αρχικές έρευνες για τα εγκλήματα των Ναζί δεν δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στα αστυνομικά Τάγματα, μέχρι δηλαδή τη δεκαετία του ‘60. Αξιωματούχοι όπως ο Hoffmann και Wohlauf τιμωρήθηκαν με τους συγκεκριμένους να φυλακίζονται για 8 έτη. Παρόλα αυτά ελάχιστες δικαστικές διαδικασίες σχετικά με τα αστυνομικά τάγματα κατέληξαν σε ποινές.
Πριν αναφερθεί στα συμπεράσματά του, ο Browning αναφέρεται σε προβλήματα που προκύπτουν κατά τις ανακρίσεις. Αρχικά φαίνεται να υπάρχει μια τάση ωραιοποίησης των σχέσεων μεταξύ Πολωνών και του Τάγματος ενώ η παραδοχή αντισημιτισμού δυσκολευόταν από τον Γερμανικό νομικό κώδικα ο οποίος αναγνώριζε το φυλετικό μίσος ως κίνητρο που θα κατέληγε σε κατηγορίες όχι απλά για ανθρωποκτονία αλλά για δολοφονία, γεγονός το οποίο θα έκανε πιο δύσκολη τη θέση του πρώην αστυνομικού. Ταυτόχρονα υπήρχε ένας δισταγμός στην απόδοση των πράξεων σε ιδεολογικούς παράγοντες με λίγα παραδείγματα, όπως ο Hoffmann (μέλος της νεολαίας του Hitler και της SS), να αναφέρονται σε ενεργή ιδεολογική συμμετοχή και την προπαγάνδα. Παρόλα αυτά, λεξιλόγιο που συμφωνεί με Ναζιστικά πρότυπα, όπως ότι οι Εβραίοι ήταν «βρώμικοι» και «απεριποίητοι» σε σχέση με τους Πολωνούς, κάνει την εμφάνιση του στον λόγο ορισμένων πρώην αστυνομικών. Οι Εβραίοι κατά κύριο λόγο θεωρούνταν από τους αστυνομικούς ως μια ανώνυμη μάζα με εξαιρέσεις τους Γερμανούς Εβραίους, θύματα τα οποία αποκτούσαν ιδιαίτερη ταυτότητα στις συνειδήσεις τους. Άλλες περιπτώσεις που οι Εβραίοι αποκτούσαν μια πιο στενή σχέση με τους αστυνομικούς ήταν ως βοηθοί π.χ. στις κουζίνες, αν και αυτές οι σχέσεις δεν αποτελούσαν μέσο σωτηρίας ακόμα και αν υπήρχε προθυμία από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς. Κάποιες φορές ένα “όφελος” που μπορεί να είχαν ήταν ένας γρήγορος και ανώδυνος θάνατος. Μια άλλη προσπάθεια δικαιολόγησης και μείωσης των πράξεων των αστυνομικών ήταν η μετατόπιση του ηθικού βάρους στους Πολωνούς δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη συμμετοχή τους, προφανώς αγνοώντας αυτούς που παρείχαν κρυψώνες αλλά και τους αντιστασιακούς.
Πολωνοί πρόσκοποι στην εξέγερση της Βαρσοβίας
Εικόνα Άρθρου: Επιθεώρηση μελών του Αστυνομικού Τάγματος 101 απο τους αξιωματικούς τους σε δημόσια πλατεία στο Lodz