Η αντανάκλασή μου (Στέλλα Ψυλλή)

Κοίταζα το πάτωμα για πέντε συνεχόμενα λεπτά. Είχα ξεχάσει που βρισκόμουν, όμως η φωνή του αφεντικού μου με επανέφερε στην πραγματικότητα.

-Ελπίζω να καταλαβαίνεις… Ξέρω πως εργάζεσαι στην επιχείρησή μας πολλά χρόνια τώρα και έχεις προσφέρει πολλά. Επίσης, ξέρω πως έχεις μια οικογένεια από πίσω. Υπό καλύτερες συνθήκες η απόλυση σου δεν θα ήταν κάτι που θα σκεφτόμασταν αλλά…

Τέλεια… και τώρα τι;

Ονομάζομαι Γιώργος, είμαι 45 χρόνων και υπήρξα υπεύθυνος για τα οικονομικά της βιοτεχνίας στην οποία εργάζομαι τα τελευταία δέκα χρόνια.

Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν άκουσα τα περί απόλυσης. Πόσο φυσικά έβγαιναν αυτές οι λέξεις από το στόμα του; Κοίταζα το πάτωμα και σκεφτόμουν το χιόνι που έριχνε κάθε χρόνο, αλλά μέχρι να φτάσει στο έδαφος είχε λιώσει. Το αντίστροφο γινόταν τώρα με τα λόγια του. Έβγαινε νεράκι ο λόγος που είχε προετοιμάσει για να με ξεφορτωθεί, όμως έφτανε σ΄εμένα σαν μαχαιριά από πάγο.

Καθώς έβγαινα από το κτήριο, τα μάτια μου έπεσαν στην αντανάκλασή μου στη βιτρίνα της επιχείρησης. «Θέε μου, τι θα κάνω τώρα;» είπα χαμηλόφωνα. Η θλίψη έβγαινε από πάνω μου σαν ιδρώτας. «Δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι έτσι! Η Μαρία θα το καταλάβει σίγουρα….». Δεν είχα όρεξη να εξηγώ στη γυναίκα μου που είχε ήδη τόσα πολλά προβλήματα με τα παιδιά και το σπίτι και τη μητέρα της, ότι τώρα δεν θα έχουμε και λεφτά για να μπορούμε να κρατάμε το κεφάλι μας έξω από το νερό και να μη βυθιστούμε ολοκληρωτικά στο χάος…

Μετά από δύο ώρες αποφάσισα ότι έπρεπε κάποτε να γυρίσω σπίτι. Είχα φτιάξει ολόκληρο σχέδιο στο μυαλό μου. Θα περίμενα να πάνε τα παιδιά για ύπνο, θα πήγαινα και τη γιαγιά μέσα να τους διαβάσει ένα παραμύθι – που σιγά μη προλάβαινε να το τελειώσει… Θα έπιανε εκεί τη συζήτηση για το χωριό, τα αδέρφια, τους γονείς της, τον ανεπρόκοπο τον πατέρα τους, και πριν το πάρουν είδηση θα έχουν αποκοιμηθεί όλοι… Δοκιμασμένο κόλπο. Το θέμα ήταν τώρα πώς θα ανακοίνωνα το γεγονός της απόλυσής μου στη Μαρία… Δεν νομίζω πως το «Κυρίες και κύριοι, ετοιμαστείτε για τους πιο δύσκολους μήνες που έχετε ζήσει ποτέ γιατί απολύθηκα!» είναι καλή εισαγωγή…

   Από την ώρα του εσωτερικού διαλόγου μέχρι την ώρα της άφιξής μου στο σπίτι είχε περάσει άλλη μια ώρα. Το σίγουρο ήταν ότι ακόμα κι αν δεν τα άκουγα για την απόλυσή μου, θα τα άκουγα για την ώρα… Βέβαια, το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Άνοιξα την πόρτα αργά και εξέτασα το περιβάλλον γύρω μου. Ησυχία. Μάλιστα… Το πρώτο σκέλος του σχεδίου είχε γίνει από μόνο του. Άκουσα βήματα στην κουζίνα. Ήταν η Μαρία. Πλησίασα και άνοιξα και τη δεύτερη πόρτα. Αυτή με περισσότερο δισταγμό.

-Που ήσουν;! Σε περιμένω τόση ώρα! Ανησύχησα! Πήρα τηλέφωνο και στο γραφείο και είπαν ότι έχεις φύγει από τις οχτώ!

-Συγγνώμη… Εγώ δεν… Θέλω να πω… Πρέπει να σου μιλήσω.

-Τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι; Θα με σκάσεις! Θα ξυπνήσω και τα παιδιά που φωνάζω… Έγινε κάτι;

-Με απέλυσαν. Το αφεντικό μου είπε πως λόγω της κρίσης δεν μπορεί να υποστηρίξει οικονομικά τόσους εργαζόμενους. Και έτσι έπρεπε να φύγω από την επιχείρηση. Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω, αλήθεια. Απλά δεν ήξερα πώς να σου το πω. Δεν μπορούσα να αντικρίσω κανέναν σας μετά από αυτό… Ξέρω ότι χρειαζόμαστε τα λεφτά, αλλά… Τι να πω, δεν ξέρω..

Η φωνή της μαλάκωσε, ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε προσπαθώντας να μου δείξει πως δεν με κατηγορεί γι΄ αυτό που έγινε. Ό,τι κι αν μου έλεγε, ήξερε πως το είχα σκεφτεί ήδη και πως μέχρι να βρω πάλι δουλειά, θα με βασάνιζε δίχως έλεος.

-Μη φοβάσαι αγάπη μου. Θα τα βγάλουμε πέρα. Θα στριμωχτούμε βέβαια για λίγο καιρό αλλά δεν μας φοβάμαι. Μπορεί να ρωτήσω κι εγώ την Εύη αύριο, όταν πάω για δουλειά, αν ξέρει κανέναν ο άνδρας της που να ψάχνει λογιστή. Καλά στην υγεία μας να είμαστε κι όλα τα άλλα… φτιάχνονται!

Οι επόμενοι μήνες πέρασαν χωρίς να καταφέρω κάτι. Το εισόδημά μας είχε μειωθεί αρκετά. Όμως οι λογαριασμοί έρχονταν σταθερά. Τι ειρωνεία; Όταν αναφέρονται στις δικές σου υποχρεώσεις δεν ξεχνούν ούτε λεπτομέρεια. Το νερό νερό, το φως φως. Εσύ άνθρωπος με οικογένεια. Τους νοιάζει; Όχι.

-Γαμώτο! Πάλι τα ίδια! Έχω στείλει βιογραφικό σε τριακόσια μέρη! Τίποτα! Ούτε καν μπήκαν στον κόπο ν΄ απαντήσουν, να μου πουν έστω ότι «Ξέρεις τι; Δεν έχουμε ανάγκη παραπάνω κόσμο!»

-Ψυχραιμία Γιώργο! Δεν βγαίνει τίποτα με τις φωνές!

-Τι ψυχραιμία; Ψυχραιμία; Πώς να είμαι ψύχραιμος; Δεν βλέπεις τι γίνεται; Δεν – Έχουμε – Μία! Δεν μπορούμε να πληρώσουμε τους λογαριασμούς, δεν μπορούμε να πληρώσουμε τα φροντιστήρια των παιδιών ούτε καν τα φάρμακα της μάνας σου! Κι εγώ κάθομαι εδώ μέσα και πιάνω χώρο στην πολυθρόνα! Είμαι ένας άχρηστος τώρα! Τι να πω εγώ στην Χριστίνα και στο Σπύρο που χαίρονται τώρα που μένει ο πατέρας τους στο σπίτι και τους κάνει παρέα και περιμένουν πώς και πώς να τους πάω για παγωτό στην πλατεία και τσιγκουνεύομαι μια μπάλα σοκολάτα;

-Ξέρω ότι έχουμε προβλήματα,  απλά λέω ότι ο πανικός δεν βοηθά σε τίποτα, γι΄ αυτό…

-Άσε μας ρε Μαρία με τις φιλοσοφίες σου επιτέλους! Κάθε μέρα τα ίδια! Τώρα που θα μας κόψουν το φως και θα πρέπει να γυρίζουμε μέσα στο σπίτι με τον φακό λες και εξερευνούμε σπηλιές στη μέση της Αθήνας, να δεις πόσο ωραία θα είναι! Ο Σπύρος λέει χρειάζεται λάπτοτ για να μπορεί να κάνει εργασίες για το σχολείο. Πώς του εξηγείς τώρα ότι και να το κλέψουμε το λάπτοπ, δεν θα έχουμε ρεύμα να το φορτίσουμε!

Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός ήχος από το δωμάτιο.

-Μαμά! Μπαμπά! Η γιαγιά έχει πέσει κάτω, δίπλα στο κρεβάτι. Δεν κουνιέται!

Το Σάββατο έγινε η κηδεία της γιαγιάς. Ο γιατρός είπε πως ήταν εγκεφαλικό. Μα όταν πεθαίνει ένας δικός σου άνθρωπος, δεν ξεχωρίζεις ούτε εγκεφαλικά ούτε καρδιακά ούτε τίποτα. Γιατί όλα είναι μαύρα μονοπάτια που οδηγούν στον ίδιο προορισμό. Την Κυριακή το βράδυ, όταν κοιμήθηκαν τα παιδιά, καθίσαμε με την Μαρία στο σαλόνι. Δεν μιλούσε κανένας. Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα και το βλέμμα της άδειο. Δεν έφταιγε μόνο ο θάνατος της μητέρας της γι΄ αυτό. Εκτός από τη μητέρα της, είχε χάσει και τον άνδρα της που όλους αυτούς τους μήνες, ενώ εκείνη πάλευε να διώξει το χάος και την απόγνωση από την πόρτα, εγώ τους άνοιγα διάπλατα το παράθυρο με τα ξεσπάσματά μου…

Τη Δευτέρα τα παιδιά δεν πήγαν σχολείο. Τα πήρε η θεία τους για να κανονίσουμε εμείς κάποια πράγματα. Ο άνδρας της Εύης μού είχε προτείνει μια θέση στην επιχείρηση του γαμπρού του. Δώρο θεού! Μάλλον ανταλλαγή… Η σχέση μου με την Μαρία που όλον αυτόν τον καιρό κρατιόταν από μια κλωστή που ουσιαστικά ήταν τα παιδιά μας, απέκτησε ένα ακόμα στήριγμα.

-Λοιπόν, πώς πήγε η πρώτη μέρα στη δουλειά;

-Μια χαρά! Επιτέλους Μαρία μου, επιτέλους! Σ΄ ευχαριστώ πάρα πολύ! Και συγγνώμη…

-Μην απολογείσαι. Απλά θέλω να ξέρεις κάτι. Σε χρειάζομαι όσο με χρειάζεσαι κι εσύ. Η αξία σου σαν άνθρωπος δεν καθορίζεται μόνο από μια ατυχία που σου συνέβη. Σε παρακαλώ, συνειδητοποίησέ το αυτό… Κάντο για μένα.

Ενάμιση χρόνο πριν κοίταζα την αντανάκλασή μου στη βιτρίνα της προηγούμενης εταιρείας που εργαζόμουν, εξαντλημένος και φοβισμένος . Τέσσερις μήνες πριν κοιτούσα την αντανάκλασή μου στο παράθυρο ενός αυτοκινήτου πριν από τη συνέντευξη για τη νέα μου δουλειά, αγχωμένος και επιφυλακτικός. Σήμερα, κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, έτοιμος για την ημέρα που θα ακολουθήσει. Όμως τώρα έχω δουλειά. Έχω ελπίδα. Ψάχνω να διακρίνω μέσα στον καθρέφτη της ψυχής μου τη φωτεινή της αντανάκλαση.

ΤΖΑΛΑΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Περί ΤΖΑΛΑΛΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ 22 Άρθρα
INGIRUMIMUSNOCTEETCONSUMIMURIGNI

3 Σχόλια

  1. Σπάνια η ευαισθησία σου, Στέλλα. Κι αυτό φυσικά, αποτυπώνεται λογοτεχνικά στη ρεαλιστική αυτή ιστορία σου. Σ΄ ευχαριστούμε που τη μοιράστηκες στο περιοδικό του σχολείου.

Υποβολή απάντησης