Ο τυλιχτής

Τώρα

Κάθε μέρα περπατάει το ίδιο δρομολόγιο. Αφού πάρει τον ηλεκτρικό και κατεβεί στα Κάτω Πατήσια, αρχίζει τη 15λεπτη κούρσα «στάση-δουλειά» με τους ταυτόσημους με αυτόν, βιαστικούς ανθρώπους. Την έχει συνηθίσει τόσο πολύ που ασυναίσθητα ισορροπεί στο κύμα των ανθρώπων που παφλάζει στα στενά πεζοδρόμια, χωρίς να αντιδρά στην οχλοβοή των αυτοκινήτων και του κόσμου. Αντίθετα, βυθίζεται στη γαλήνη των σκέψεων και, σαν ένας συλλέκτης ανεκτίμητων κι ευθραύστων μπιχλιμπιδιών, ξεσκονίζει με προσοχή τις μακρινές αναμνήσεις του. Γιατί πρόσφατες δεν υπάρχουν, ενώ νέες… μάλλον θα αργήσουν να δημιουργηθούν…

3 χρόνια πριν

Κάθομαι ή καλύτερα μισοξαπλώνω στο θρανίο μου. Ναι, επιτέλους, στην Γ΄ Λυκείου, κατάφερα να καθίσω σε αυτήν τη θέση. Μοναδική στο είδος της, βρίσκεται στην πίσω σειρά εξασφαλίζοντας ένα είδος προστασίας από τους φιλόγνωσους καθηγητές που ανυπομονούν να ανακαλύψουν το επίπεδο γνώσης σου. Ταυτόχρονα, το παράθυρο προσφέρει συναρπαστική θέα στο απέναντι κτήριο, παρέχει υψηλής ποιότητας οξυγόνο με μια λεπτεπίλεπτη χροιά καυσαερίων και εκτελεί τα χρέη του κλιματιστικού. 3 σε 1, αυτό δεν είναι παράθυρο!  Ένα bonus στην πολυτελή θέση: το καλοριφέρ που χαρίζει τον χειμώνα μια θαλπωρή, σχεδιασμένη ειδικά μόνο για τα χεράκια σας. Γιατί πολυτελής; θα ρωτήσει όμως κάποιος. Μα επειδή οι υπόλοιποι συμμαθητές το χειμώνα εξελίσσονται ταχύτατα σε παγάκια, ενώ το καλοκαίρι μόνο που δεν εξατμίζονται. Ας χαμογελάσω στο διπλανό θρανίο, μπας και νιώσουν καλυτέρα οι καημένοι και δροσιστούνε… Ωωω, αυτό το βλέμμα που μου γυρνούν όμως  είναι γεμάτο πολύ καυτή αγάπη, τόοοοσο καυτή που αρχίζω να μη νιώθω καλά. Δεν φταίω εγώ εντούτοις που το σχολικό κτήριο είναι φτιαγμένο τόσο φιλικά – όχι προς το περιβάλλον ή τους μαθητές – προς τον προϋπολογισμό του Υπουργείου. Έτσι λοιπόν, σχετικά με τη θέση, κάθε χρόνο ξεκινά ένας άτυπος διαγωνισμός με τίτλο « Ποιος θα προλάβει πρώτος». Φετινός νικητής;

-Γιώργο με ακούς;; Πόσες φορές να σε φωνάζω για να με ακούσεις; Ξύπνα επιτέλους!!! Η σπαστική και νευριασμένη φωνή της φιλόλογου κόβει αδιάντροπα την ησυχία του εγκεφάλου. Αποπροσανατολισμένος κοιτάω τον διπλανό μου,  σε μια προσπάθεια να νοήσω την αιτία μιας τόσο απότομης προσγείωσης. Αυτός όμως, όπως πάντα, διατηρεί την αδιάφορη και χαλαρή έκφραση του άρχοντα της ζωής και κατεβάζει πιο χαμηλά την κουκούλα. Ο άτιμος!

-Εεεμ… Συγγνώμη, απορροφήθηκα λίγο από τις σκέψεις μου… μουρμουρίζω αδύναμα στην εκπρόσωπο της θεωρητικής σκέψης.

-Πάλι;! Και τι σκεφτόσουν ΑΥΤΗ τη φορά σε παρακαλώ πολύ;

Όπα, τα μάτι της αρχίζει να έχει νευρικό τικ, άρα η κατάσταση αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη. Πρέπει να απαντήσω κάτι. Ποια απάντηση όμως δεν θα γεννήσει το θηρίο της Λογοτεχνίας; Σταυρώνω τα δάχτυλα, παίρνω μια ανάσα και..

-Ααα αυτό… Σκεφτόμουν ξέρετε…. (κι ό,τι γίνει, έγινε) Ξέρετε θα γράψουμε πανελλήνιες σε ένα μήνα και αναρωτιόμουν πώς θα τα πάω.

Ουπς, άσχημη ιδέα τελικά. Το νευρικό τικ έγινε φανερό από χιλιόμετρα και η έκτη αίσθηση μού λέει ότι η έκρηξη της ατομικής βόμβας θα επισκιαστεί από τη σημερινή που θα ξεσπάσει εντός ολίγων δευτερολέπτων…

-Αχαχαχα! Τι μας λες; Εσύ που βιβλίο δεν άνοιξες όλη τη χρονιά, έρχεσαι τουρίστας και σου χαρίζει όλος ο σύλλογος βαθμούς, αναρωτιέσαι πώς θα τα πας; Λοιπόν, σου το λέω εγώ τώρα: Δεν θα τα πας! Δεν τιμάς καθόλου όλο το σχολείο. Το σχολείο που είναι ο ιερός ναός της μάθησης , ο τόπος…………..

Δεν συνέχισα να την ακούω, αφού έτσι κι αλλιώς ξέρω ότι θα περιγράψει το θεσμό της εκπαίδευσης και την αξία του που δεν εκτιμάμε εμείς οι ανάλγητοι μαθητές. Θα απολαμβάνει κάθε λέξη, δοκιμάζοντας την στη γλώσσα της σαν ένα νόστιμο, αέρινο γλυκό κι απ΄ αυτό θα νιώθει περήφανη για τον εαυτό της! Κάθε χρόνος διαφορετικός, τα κηρύγματα όμως ίδια. Τουλάχιστον όμως θα συνέλθει από την αιρετική δήλωσή μου. Βέβαια, την πρώτη ώρα όλα πέφτουν λίγο βαριά, ωστόσο είμαι έτοιμος να θυσιάσω τη συναισθηματική μου κατάσταση για την απώλεια του μαθήματος. Στρίβω το κεφάλι μου και πιάνω το χαμόγελο του διπλανού μου που ξεσκέπασε το μικρό κόλπο μου. Ποτέ δεν κατάλαβα τελείως γιατί όλο το Λύκειο κάθεται μαζί μου, με ένα «outsider» στη γλώσσα των εφήβων. Αυτός ανήκει στην ελίτ των μαύρων κουκουλοφόρων, τσιγάρων και μπαρ, ενώ εγώ στην κάστα των gamer που δεν επικοινωνούν με τον έξω κόσμο όπως κι αυτός μαζί τους. Τον ξανακοιτάζω πιο προσεκτικά, κι όμως δεν βρίσκω τη λύση. Ίσως επειδή είμαστε και οι δύο παιδιά μεταναστών και αυτό μας ενώνει. Είμαστε άτομα που καμία από τις δύο πατρίδες δεν αποδέχεται. Για τους μεν, δεν είμαστε αρκετά Ρουμάνοι, ενώ για τους δε, είμαστε υπερβολικά.  Καμία φορά, όταν τελειώνω ένα παιχνίδι και αρχίζω να «φιλοσοφώ» καταλαβαίνω ότι θα είμαι πάντα για όλους ξένος. Ακόμη και οι γονείς μου είναι μετανάστες με πατρίδα όμως τη Ρουμανία, ενώ εμείς είμαστε σαν μισοτελειωμένες ψυχές, που αποτάχθηκαν από τις τάξεις των εκλεκτών. Θυμάμαι στο γυμνάσιο μια φορά προσπάθησα να συμμετάσχω σε μια ζωηρή συζήτηση για τα σύνορα που πρέπει να έχει η Ελλάδα, όμως η απότομη φράση: «Εσύ δεν είσαι Έλληνας, πού να το καταλάβεις;» με σταμάτησε. Η αντίστροφη κατάσταση υπήρξε σε μια παρέα φίλων στο χωριό μου. «Εσύ δεν είσαι Ρουμάνος, πού να καταλάβεις;» Ξαφνικά όμως, πάλι η καθηγήτρια διακόπτει τη ροή της σκέψης μου.

-Κατάλαβες Γιώργο;

-Ναι κυρία, απαντώ προσθέτοντας μία δόση μεταμέλειας στη φωνή μου.

-Ωραία, ας κάνουμε παιδιά τα λίγα λεπτά που μας έμειναν μια επανάληψη. Ποιος θα διαβάσει ;

Απρόσμενα όμως μέσα στην τάξη μπαίνει ο διευθυντής σηκώνοντας ένα σούσουρο απορίας ταυτόχρονα με την κίνηση των χεριών που κρύβουν τα κινητά.

-Γιώργο, κατέβα στο γραφείο μου τώρα!

Το σούσουρο εξελίχθηκε σε ψιθυρίσματα. Περίεργος σηκώνομαι αργά-αργά.

-Γρήγορα! Και μάζεψε τα πράγματα σου.

Ανεβάζω ταχύτητα και με πιο γρήγορες κινήσεις πετάω στην τσάντα μου τα βιβλία, χαιρετώ μ΄ ένα ελαφρό κούνημα του κεφαλιού τον διπλανό μου κι ακολουθώ την κεφαλή του σχολείου. Κοιτάζω την πλάτη του χαλαρά και τότε συνειδητοποιώ ότι δεν πάω μια ευχάριστη βόλτα με τον καφέ στο χέρι. Γιώργο, ξύπνα,  πας στο γραφείο του διευθυντή! Πυρετωδώς στύβω τη μνήμη μου για να ανακαλύψω το λάθος μου, όμως αποτυγχάνω. Η μεταλλική πόρτα του διευθυντικού γραφείου μπροστά μου βάζει τέλος στο σκανάρισμα. Η πόρτα ανοίγει με μια κίνηση τσιρίζοντας, αποκαλύπτοντας στο βλέμμα μου ένα κανονικό, άδειο γραφείο. Αν και όχι τόσο άδειο τελικά… Η μητέρα μου κάθεται στη γωνία σε μια καρεκλά, όμως τα κλαμένα της ματιά με το ανήσυχο βλέμμα με τρομάζουν.

-Τι έγινε μάμυ; ρωτάω νιώθοντας την πικρή γεύση της συμφοράς που πλανιέται στον αέρα.

-Γιώργο, λέει με κόπο, ο Νικολάι, έπεσε άσκημα, πολύ άσκημα στη ντουλεία. Είναι στο νοσοκομείο και είναι άσκημα… Πρέπει να πάμε γρήγορα!

Όπως κάθε φορά που ανησυχεί, η προφορά της γίνεται εντονότερη, όμως τώρα δεν με πειράζει αυτό. Ερωτήματα κατακλύζουν το μυαλό μου. Πώς και γιατί ο μπαμπάς τραυματίστηκε;! Ποσό σοβαρό είναι το τραύμα; Υπάρχει κίνδυνός για την ζωή του ή όχι. Τα μάτια μου γραπώνονται στην καρέκλα και μάλλον η έκφραση του προσώπου μου είναι χαμένη, γιατί η μητέρα μου με πιάνει από το χέρι και με τραβάει προς την έξοδο. Σαν ένα μακρινό βουητό ακούω τη μάνα να μιλάει με τον διευθυντή για κάτι που δεν καταλαβαίνω όμως. Μια σκέψη μόνο, σαν ενοχλητική μύγα, γυρίζει στο μυαλό μου: « Γιατί όταν τα πράγματα έγιναν καλύτερα και νομίζαμε ότι το μέλλον είναι πια εξασφαλισμένο, ο κόσμος  άρχισε να καταρρέει σαν τραπουλόχαρτα;».  Ο πατέρας μου χαιρόταν τόσο πολύ που -αν και «μαύρα»- κατάφερε να προσληφθεί σε αυτή την οικοδομή… Και τα βράδια που γύρναγε σαν μια σκιά του πρωινού εαυτού, με μία  άξια θαυμασμού ικανοποίηση και περηφάνια έβαζε στο τραπέζι το μεροκάματο του… Αποχαυνωμένα περπατάω κάπου, ανεβαίνω σε κάποιο λεωφορείο και ξανακατεβαίνω, ώσπου μπαίνω σε ένα άσπρο κτήριο. Η αποστειρωμένη μυρωδιά των φαρμάκων, των αντισηπτικών και των γαντιών μιας χρήσης, σαν ένα χαστούκι με συνεφέρουν στην ζωή. Ο χείμαρρος των ερωτήσεων βρίσκει διέξοδο.

- Μαμά, ειδοποίησες τα μικρά ( Μαριάννα 8 ετών και Άλεξ 14 ετών) ; Πώς ακριβώς συνέβη; Δεν είναι σοβαρό, σωστά;

Αυτή όμως δεν απαντάει, αλλά συνεχίζει να με τραβάει, αφήνοντάς με να ξαναβυθιστώ στην ομίχλη των σκέψεων. Καθόμαστε και περιμένουμε τον γιατρό. Τα λεπτά της αναμονής μοιάζουν αιώνες. Αναπάντεχα εμφανίζεται κι αυτός ανακοινώνοντας αδιάφορα: «Συνήρθε επιτέλους και η κρίση πέρασε, η ανάρρωση όμως θα είναι αργή. Τη βαριά δουλεία να την ξεχάσει, για τουλάχιστον 2 χρόνια.»

Ξαναπαθαίνω μπλακ άουτ. Ναι, θα τα καταφέρει! Όλα θα πάνε καλά! Αυτό το λάθος της μοίρας θα λυθεί… εεε 2 χρόνια είναι αρκετά όμως…  Και όλο αυτό το διάστημα πώς θα τα βγάλουμε πέρα οικονομικά; Ο μπαμπάς δούλευε μαύρα, οπότε αποζημίωση δεν υπάρχει. Άλλο επάγγελμα εκτός από αυτό του πλακά δεν κατέχει. Άρα, όλο το βάρος θα πέσει στη μητέρα. Αυτή όμως ήδη δουλεύει 10 ώρες την ημέρα, πόσο άλλο πια; Οι λογαριασμοί νερού, ρεύματος πρέπει να πληρωθούν. Πάλι καλά που δεν πάω φροντιστήριο, ένα βάρος λιγότερο… Αχ, έχω πανελλήνιες σε λίγο κιόλας, το ξέχασα τελείως με όλα αυτά. Ναι… Το τείχος των παιχνιδιών που με τόση προσπάθεια έχτιζα όλη την εφηβεία αποδεικνύεται άχρηστο τελικά. Ένα ατύχημα μου βγάζει τα ροζ γυαλιά και επιδεικνύει την ωμότητα της ζωής που τόσο δεν ήθελα να αντιμετωπίσω. Είμαι άχρηστος. Δεν μπορώ να προσφέρω τίποτα σε αυτούς που αγαπώ και πάντα με στήριζαν. Νιώθω ένα χέρι να με χαϊδεύει. Γυρνάω απότομα, για να συναντήσω το ερευνητικό βλέμμα της μητέρας. « Όλα θα πάνε καλά!» χαμογελάει με ένα κουρασμένο και θλιμμένο χαμόγελο. Εσύ μην ανησυχείς, γράφεις κιόλας σε ένα μήνα, οπότε αφιερώσου στο διάβασμα. Προσπαθείς φέτος πολύ». Το χαμόγελο της με μαχαιρώνει. Που να ΄ξερες  μαμά, δεν θα με κοίταζες έτσι τότε… «Και τα λεφτά;» την ρωτάω. «Η ημέρα έχει 24 ώρες, Γιώργο».  Απότομα, σηκώνομαι και φεύγω γρήγορα. Βγαίνω έξω για να πάρω ανάσα και δεν την βρίσκω. Κάθομαι στο παγκάκι αποδυναμωμένος. Όχι, δεν θα το αφήσω αυτό έτσι. Πανελλήνιες δεν θα γράψω, έτσι και αλλιώς δεν διάβαζα. Θα ψάξω για δουλεία. Ναι, αυτό είναι. Και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια; Δεν θα κρυφτώ στο καβούκι μου ξανά πια. Τώρα που θέρισα τους καρπούς αυτής της στάσης………

Τώρα

Φτάνει μπροστά στο μικρό, αποπνικτικό σουβλατζίδικο. Ξανά η μονότονη, κουραστική δουλεία. Η θερμοκρασία ανεβαίνει μετατρέποντας τον πάγκο του τυλιχτή σε κόλαση. Νιώθει τον ιδρώτα να τον γαργαλά στο λαιμό, δεν έχει χρόνο όμως να τον σκουπίσει. Δουλεύει, δουλεύει και ξανά δουλεύει. Θυμάται πως μετά την πρώτη εβδομάδα του ατυχήματος άρχισε να ψάχνει για εργασία. Η μητέρα του προσπαθούσε να μάθει γιατί ήταν τόσο επίμονος. Έψαχνε μανιωδώς την αιτία γιατί δεν ήθελε να σπουδάσει. Ίσως ήταν οι μαύροι της κύκλοι ή το απλήρωτο ενοίκιο. Μπορεί όμως και η ντροπή για την παλιά αδιαφορία… Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε. Για αυτό απλά δεν απαντούσε στην ανάκρισή της. Πόσο αφελής ήταν τότε στα 17… Κι η αφέλεια δεν μένει ποτέ ατιμώρητη. Πίστευε ότι όλοι θα ήταν ευτυχισμένοι να τον έχουν εργαζόμενο και εμπιστευόταν την ανθρώπινη ψυχή και συνείδηση. Κάθε μέρα αναζητήσεων όμως, την έκανε όλο και πιο αχνή. Το ξένο επίθετό και η μικρή ηλικία τον έκαναν εύκολο θύμα. Και κάθε αποτυχία και αδικία τον έκαναν όλο και πιο ώριμο αλλά και κυνικό.  Οι δυσκολίες της ενήλικης ζωής πρώτα τον έκαναν να κλαίει κρυφά τα βράδια, ύστερα όμως πια φόρεσε την πανοπλία της αδιαφορίας. Και τι δεν έχει δουλέψει μέχρι τώρα… Διανομέας φυλλαδίων, ντελιβεράς χωρίς δίπλωμα, σερβιτόρος, χτίστης… Γνώριζε τη ζωή σε όλες τις μορφές της. Τελικά κατέληξε εδώ στον θείο του, που του πρότεινε αυτήν τη θέση. Βέβαια, ο συγγενής εργοδότης, αν και τον προσέλαβα κανονικά με τα χαρτιά, παρέμενε εργοδότης. Ξέρει πως αυτός ο ανθρωπάκος (άνθρωπο να τον πεις η γλώσσα δεν σου γύριζε) τον εκμεταλλεύεται. Δεν θέλει όμως να ξαναρχίσει το κυνήγι μιας θέσης που απορροφά σαν ένας βρικόλακα τις ζωτικές  σου δυνάμεις. Ο πατέρας του ανάρρωσε πια.  Ο ίδιος συνεχίζει να εργάζεται· πιστεύει ότι η ευκαιρία για εκπαίδευση χάθηκε, γι’ αυτό. Καμία φορά ωστόσο, βλέποντας παλιούς συμμαθητές νιώθει να σφίγγεται με πικρή απογοήτευση η καρδιά. Πολλοί είναι ακόμη ανέμελοι, με τη γονική «παροχή» να εξασφαλίζει όλα τους τα καπρίτσια. Όχι, δεν ζήλευε, απλά δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο τελικά ήταν πιο σωστό: να λιώνει κανείς  στη δουλεία και να είναι ανεξάρτητος ή να εξαρτάται από τους γονείς και να ζει ανέμελα; Δεν ήξερε. Σίγουρα, τα βράδια κυρίως πριν κοιμηθεί, φανταζόταν μιαν άλλη ζωή που την κρατούσε κρυφή η ψυχή από το μυαλό του, σ’ ένα περίεργο κρυφτό στο ίδιο σώμα.

 

3 Σχόλια

  1. Ειρήνη, είσαι λογοτέχνης. Χαίρομαι να σε διαβάζω. Πόσο με πείραξε αυτό με τις εθνικότητες…κι είναι πολύ αληθινό. Δεν θα ήθελα να το βιώσει κανένας ποτέ. Αποτελούν όνειδος για το ανθρώπινο είδος οι φυλετικές διακρίσεις.

Υποβολή απάντησης