Βαθιές Ανάσες (Β΄ Μέρος)

wo man on fi re 2

Το επόμενο πρωί με βρήκε μόνη μου στο κρεβάτι. Συνήθως η Άμπι ήταν αυτή που ξύπναγε τελευταία. Αλλά που ήταν; Σηκώθηκα από το κρεβάτι και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν το άδειο μου δωμάτιο.

« Άμπι;» Φώναξα και ξαναφώναξα το όνομά της. Καμία απάντηση. Προσπάθησα να δω αν μπορώ να την ακούσω με τη δύναμη μου αλλά τίποτα. Τότε ήταν που το άκουσα.

«Όχι ρε φίλε…»

Ο συναγερμός χτυπούσε δυνατά και καθαρά σε όλο το καταφύγιο. Δεν έχει χτυπήσει για πολύ καιρό. Βλέπετε, είναι τόσο δυνατός που αν περάσει κάποιος από πάνω μας μπορεί να τον αισθανθεί. Είναι αχνός στο ανθρώπινο αφτί αλλά και πάλι, αν τον ακούσει, χαθήκαμε. «Για να χτυπάει όμως, κάτι σοβαρό πρέπει να έχει γίνει»…  Έτσι κι εγώ ντύθηκα γρήγορα και έτρεξα προς το γραφείο του υπεύθυνου ανοίγοντας την πόρτα κι αδιαφορώντας για τους τύπους.

«Δεσποινίς Ντίνγκερς, υπάρχει μία λέξη που λέγεται «χτύπημα» και το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε ευγένεια σε….»

«Ναι, ναι. Ευγένεια και πράγματα και μπλα μπλα μπλα. Το κατάλαβα αυτό. Τώρα θα μπορούσατε να μου πείτε γιατί χτυπάει ο συναγερμός;»

Δεν νομίζω να χρειάζεται να σας πω ότι δεν είμαι και η «καλύτερη κοπέλα» όταν έρχεται στους άντρες – ειδικά στους υπεύθυνους! Όπως μπορεί να καταλάβατε, ο υπεύθυνος δεν ήταν και φαν των μικρών ονομάτων ούτε στις ευθείες συζητήσεις μαζί του. Εγώ ήμουν εξαίρεση.

«Από ό,τι φαίνεται είχαμε μια επιδρομή από την Κυβέρνηση και για κάποιο λόγο τώρα ειδοποιήθηκα. Τέλος πάντων. Θα χρειαστεί να μετρήσουμε πόσοι είμαστε, όπως λέει το πρωτόκολλο».

«…όπως λέει το πρωτόκολλο».

Αχ… φίλε, πόσο μου αρέσει να του τη σπάω! Πάντα κερδίζω εκείνη τη θυμωμένη φάτσα που τον κάνει να μοιάζει με αρμαντίλλο που έχει ξυπνήσει από τη λάθος πλευρά. Μα σας λέω, αυτός κάνει τις πιο περίεργες φάτσες. Τέλος πάντων.

«Θέλω να αναφέρετε αμέσως μόλις τελειώσετε με την καταμέτρηση, χωρίς αχρείαστες στάσεις… και αυτό πάει για εσάς δεσποινίς Ντίνγκερς!»

«Την έχεις βαμμένη» μου είπε στο αφτί ένας από τους υπεύθυνους.

«Σκάσε Γουίλ».

Γελάσαμε, πριν μας διακόψει μια φάτσα διασταύρωσης τσιουάουα με μαϊμού, όταν της κλέβεις την μπανάνα.

«Μάλιστα κύριε».

Βγήκαμε έξω κι εκείνη την ώρα και εγώ και ο Γουίλ κοιταχτήκαμε.

«Του έχει μπει από λάθος πλευρό το εσώρουχο ή εμένα μου φαίνεται πιο κατσούφης;»

«Όχι ρε… Μάλλον του έτυχε πάλι καμία ψεύτικη στο ραντεβού».

Γελάγαμε όση ώρα περπατάγαμε προς την καφετέρια. Μόλις φτάσαμε όμως, το γέλιο πάγωσε. Γινόταν ο πανικός μέσα και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Το κεφάλι μου παραλίγο να σπάσει με τόσες φωνές μέσα μου. Τόσος φόβος και τόσες σκέψεις. Δεν ξέρω πως έβρισκα τη δύναμη να κρατηθώ όρθια. Τότε ήταν που έκανα το μπουμ!

«Όλοι σας! Απλώς ΣΚΑΣΤΕ!»

Ούτε αναπνοή. Μου αρέσει η δύναμή  μου να τους κάνω να σταματάνε και να με ακούνε ·αν και στην παρούσα φάση, τίποτα δεν είχε χαρακτήρα πειράγματος ή ευχαρίστησης.

«Ευχαριστώ. Όπως ξέρετε ο συναγερμός χτύπησε μετά από πολύ καιρό. Πληροφορηθήκαμε ότι η Κυβέρνηση προσπάθησε να εισχωρήσει μέσα στο καταφύγιο. Για να σας προλάβω, όχι, δεν κατάφεραν να μπουν μέσα. Ο συναγερμός χτύπησε μόνο και μόνο για να ακολουθήσουμε το πρωτόκολλο. Γι’ αυτό θα ήθελα να μπείτε σε πέντε σειρές ανά δύναμη και να μείνετε ήρεμοι. Ευχαριστώ.»

Τα παιδιά ακολούθησαν τις οδηγίες μου και σύντομα είχαν σχηματίσει τις δικιές τους σειρές. Εδώ δεν μοιραζόμαστε ανάλογα με την ηλικία ή την δημοσιότητα ή το ποιος είναι πιο παλιός. Μοιραζόμαστε ανάλογα τις δυνάμεις που κατέχει ο καθένας. Οι τέσσερις είναι για τους χρήστες και η πέμπτη είναι για τους απλούς ανθρώπους που έτυχε να ξέρουν για εμάς. Οι τέσσερις λοιπόν σειρές χωρίζονται όπως τα τέσσερα στοιχεία της φύσης: Ο Αέρας είχε τα συνηθισμένα. Κίνηση του αέρα έτσι όπως ήθελε κάποιος ή αλλαγή του καιρού κουνώντας τα σύννεφα με αέρα. Η Γη είχε τους σεισμούς, το χτίσιμο, τη διάλυση και προς μεγάλη ανακάλυψη από μερικά παιδιά πολύ παλιά, το μέταλλο. Η Φωτιά ήταν το πιο επικίνδυνο στοιχείο μέσα σε έναν υπόγειο σιδηροδρομικό σταθμό που δεν υπήρχαν πολλοί τρόποι για να βγεις και με γκάζι σε κάθε συσκευή στην καφετέρια. Η φωτιά μπορούσε να καταστρέψει κάθε τι, καθώς και να δώσει ζωή. Τέλος, είχαμε το Νερό. Το στοιχείο της αγνότητας και της καθαρότητας. Το νερό μπορούσε να ξεπλύνει, αλλά και να πνίξει.

«Τα άλλα ταλέντα μας που είναι;»

Μάλλον είχα χάσει επίτηδες τη χθεσινή συνεδρίαση και δεν ήξερα τα μισά από αυτά που έπρεπε να κάνω. Α! Το ξέχασα τελείως πως έχω και τη χαρτούρα…

«Έφυγαν χθες τα «σπάνια» για την Ακαδημία στην Αλαμπάμα».

«Γλυκό μου σπίτι Αλαμπάμα, όπως λέει και το τραγούδι. Ωραία. Κάντε τη καταμέτρηση και πείτε μου στο τέλος ποιος λείπει και ποιος όχι!»

Γνέφοντας για μία ακόμα φορά, έφυγα για να βρω την Άμπι. Δεν ήταν ούτε στη συγκέντρωση τώρα ούτε στο γραφείο τής μαϊμου-τσιουάουα. Δεν το κάνει αυτό η Άμπι, αν δεν έχει αναφέρει πιο πριν. Βγαίνοντας από την καφετέρια, κατάφερα να πάρω μια φυσιολογική ανάσα. Ήταν πολύ κουραστικά με όλες αυτές τις φωνές και τις σκέψεις να έχουν φτάσει στο ζενίθ. Έψαξα σε όλα τα δωμάτια και τα μέρη που συχνάζαμε. Τίποτα. Πέρασα κι από τις εξόδους… Τότε ήταν η στιγμή που το είδα. Ένα σώμα ξαπλωμένο κάτω. Τόσο γαλήνιο και ήρεμο. Φαινόταν απλώς να κοιμάται. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Οι ανάσες μου έβγαιναν πηχτές, καθώς ένας λυγμός πάλευε να βγει από το στόμα μου…

2944f7fc46cd7819feaec88a4464ed38

«Άμπι;»

Πλησίασα κι άλλο. Γύρισα το σώμα για να το δω καλύτερα. Τότε ακούστηκε μια κραυγή. Η δικιά μου κραυγή, καθώς έβλεπα την Άμπι μου νεκρή στην αγκαλιά μου. Και τότε όλα σκοτείνιασαν. Ο κόσμος έγινε μαύρος και το μόνο που μπορούσα να νιώσω ήταν κρύο. Ήταν σαν η ατμόσφαιρα να είχε αλλάξει γρήγορα κι η θερμοκρασία να χαμήλωσε απότομα.

«Άλις; Άλις μ’ ακούς; Άλις;»

Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και πετάχτηκα αμέσως!

«Άμπι…»

Η νοσοκόμα, ο γιατρός, ο Γουίλ και ο αρχηγός προσπαθούσαν να με κρατήσουν κάτω. Αν δεν ήμουν κουρασμένη δεν θα τους άφηνα να με βάλουν να ξαπλώσω, αλλά το σώμα μου είχε παραλύσει μετά από την τρομάρα μου. Σχεδόν λιποθύμησα.

«Που είναι η Άμπι;»

«Άλις, δυστυχώς η Άμπι δεν τα κατάφερε. Ήταν νεκρή όταν τη βρήκες. Λυπάμαι πολύ.»

«Όχι. Δεν λυπάσαι.»

Το να πετάω παλαβομάρες στο αφεντικό μου είναι μια συνήθεια. Αλλά αυτή τη στιγμή όλος μου ο θυμός εξερράγη πάνω του.

«Συγγνώμη;»

«Αυτό που είπα! Δεν λυπάστε καθόλου, κύριε! Δεν την ξέρατε όσο την ήξερα εγώ. Ήταν η αδερφή μου για πολλά χρόνια. Κανένας δεν είχε το θάρρος να έρθει να μου μιλήσει εκτός από την Άμπι. Δεν ήσασταν ποτέ εκεί όταν ήταν χάλια ούτε όταν την πείραζαν οι άλλοι ούτε όταν το κορίτσι που της άρεσε της έριξε χυλόπιτα. Δεν ξέρατε καθόλου την Άμπι… Οπότε μη κάθεστε εδώ για να μου λέτε ότι λυπάστε, γιατί και οι δυο ξέρουμε ότι δεν είναι αλήθεια».

«Μόλις έχασα την κόρη μου. Πως νομίζεις ότι νιώθω;»

«Και εγώ έχασα την αδερφή μου. Την καλύτερη μου φίλη. Το μόνο άτομο που με κρατούσε σώα με τη δύναμή μου. Η Άμπι ήταν τα πάντα για εμένα. Εγώ την φρόντισα, όταν ο ίδιος της ο πατέρας την παράτησε, δεν της έδινε καν σημασία. Εγώ της στάθηκα, εγώ την αγάπησα κι εγώ πονάω περισσότερο από όλους. Όχι εσύ, εγώ! Γιατί μόλις έμαθες ότι δεν της άρεσαν τ’ αγόρια τής γύρισες την πλάτη. Ενώ εγώ την κράτησα στην αγκαλιά μου όλο το βράδυ. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Έβλεπε εφιάλτες κάθε βράδυ για δύο ολόκληρα χρόνια. Προσπαθούσε τόσο σκληρά να γίνει το παιδί που είχες στο μυαλό σου και ψυχικά κατέρρεε ολοένα… Θυμάσαι τι της είπες όταν ήρθε να σου κάνει παράπονα για εκείνα τα αγόρια που για πέντε ολόκληρα χρόνια της έκαναν την ζωή κόλαση;…»

«…Από εδώ και πέρα θα με φωνάζεις «Κύριε». Εγώ δεν έχω κόρη ένα φρικιό….», ψέλλισε.

«Κόρη ένα φρικιό. Ανάμεσα σε ανθρώπους με δυνάμεις, αποκάλεσες το ίδιο σου το αίμα φρικιό! Θα έπρεπε να σου δώσουν και βραβείο μάλλον, αφού τα είπες τόσο καλά. «Ο καλύτερος ψεύτης» θα πρέπει να γράψουν. Σου ταιριάζει κιόλας. Επειδή όμως είμαι πολλή κουρασμένη βλέποντας τη φάτσα σου και μπούχτισα απ’ τα ψέματά σου και τις «αρχές» σου, θα ήθελα να πάρεις τα παιχνιδάκια σου και να πας σε άλλη παραλία. Η πόρτα είναι εκεί. Βγες έξω μόνος σου… «κύριε»…»

Σηκώθηκε ας πούμε σοκαρισμένος μ’ αυτά που του είχα πετάξει κατάμουτρα. Δεν μ΄ ένοιαζε όμως. Αυτό που είπε μπροστά μου ήταν απαράδεκτο και του άξιζε ν’ ακούσει την αλήθεια. Να καθρεφτιστεί σ’ αυτήν. Έστω μια φορά. Ίσως έτσι να αναγνώριζε το ψέμα και την ασχήμια του.

Μόλις έκλεισε η πόρτα, πήρα μια τρεμάμενη ανάσα κι άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν… Σήμερα έχασα την αδερφή μου, το άλλο μου μισό. Πενθούσα. Η επόμενη μέρα θα ήταν δύσκολη, αφού κανόνιζαν να κάνουν την κηδεία της. Αλλά δεν θα το άφηνα έτσι… Πήρα όρκο:  «Όποιος το έκανε, ορκίζομαι στο πνεύμα της Άμπι, θα τον βρω και θα του δώσω τον πιο οδυνηρό πόνο που μπορεί να δώσει κάποιος».

Μετά από μερικές ώρες τα μάτια μου έκλεισαν κι η νύχτα με περικύκλωσε, αφήνοντας το σώμα μου να εξατμιστεί στο σκοτάδι, να γίνει ένα με αυτό  και να αναγεννηθεί για το Αύριο…

178400708_770212220552952_6094025509745143008_n

Κείμενο: Νεφέλη Πετράκη

Εικόνα-Επιμέλεια εξωφύλλου: Ειρήνη Παρχαρίδη

3 Σχόλια

  1. Αντάξια συνέχεια ενός υπέροχου διηγήματος! Μπράβο Νεφέλη! Κι έπεται συνέχεια! Συνέχισε να γράφεις, γιατί έχεις ταλέντο!Με προβλημάτισε και η κοινωνική πτυχή της ιστορίας σου, με τις σεξουαλικές επιλογές και πώς αυτές αντιμετωπίζονται από πολλούς -δυστυχώς- γονείς. Σημαντικό ζήτημα, το οποίο κάποια στιγμή εύχομαι να τίθεται σε ανοιχτές συζητήσεις και στα σχολεία μας, με ειδικούς και κατάλληλους ανθρώπους που θα διδάσκουν με παιδαγωγικό τρόπο σεξουαλική αγωγή σε μαθητές και κηδεμόνες.

Υποβολή απάντησης