Τρέξε! Και μη σταματάς ποτέ!

Τρέχει… Η ανάσα του είναι κοφτή. Τρέχει. Λαχανιάζει. Ο ιδρώτας γαργαλάει το λαιμό του. Ο αέρας ανακατεύει με πάθος τα υγρά του μαλλιά. Βιάζεται. Γιατί; Πού; Τι είναι αυτό που έχει τη δύναμη να κάνει τόσους ανθρώπους μαζικά – δεν είναι ο μόνος – να τρέχουν τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον; Δεν ξέρει, δεν γνωρίζει. Του είπαν Αυτοί ότι πρέπει να καταφέρει και να προλάβει να πιει ως τον πάτο το γλυκόπικρο, μεθυστικό ηδύποτο της ζωής· ότι αν θέλει να την απολαύσει, οφείλει να μεγαλώσει, να σπουδάσει, να κάνει καριέρα, να γίνει διάσημος, πλούσιος και όμορφος, κι άλλα μύρια «πρέπει». Και το σημαντικότερο: να τρέξει πιο γρήγορα απ’ τους άλλους! Αυτός; Τους πίστεψε και συνεχίζει να τους πιστεύει.

Έτσι τώρα διανύει αυτήν την εξαντλητική κούρσα, με τα πλευρά του να τα διαπερνά ο οξύς πόνος της κούρασης, ενώ τα μάγουλά του έχουν πυρακτωθεί και το αίμα του βράζει αυξάνοντας τα επίπεδα θερμοκρασίας του σώματος σε αυτά της καυτής λάβας… «Όχι, δεν πρέπει να σταματήσω. Κάπου εκεί μπροστά, μου είπαν, πέρα μακριά, υπάρχει ένα σπάνιο πουλί που κελαηδά τη ζωή. Κι όποιος το ακούσει μια φορά, πλούσιος θα γίνει. Κι όποιος το ακούσει δυο φορές, ευτυχής ας είναι. Και στις τρεις φορές… Αθάνατος θα παραμείνει!». Χα… Όχι βέβαια, κανείς δεν το είπε έτσι ακριβώς· παρόμοια μεν, αλλά πιο στρυφνά και πιο ψυχρά, στη γλώσσα των επίσημων όρων και στους αριθμούς των αμείλικτων στατιστικών. Στις ακτές του καθωσπρεπισμού δεν τραγουδάνε τα πουλιά.

Αχ… Να που όμως του ξανάρθε αυτή η καταραμένη διάθεση να σταματήσει κι απλά να καθίσει, να παίξει με τις λέξεις παίρνοντας μιαν ανάσα, κανονική και βαθιά. Πόσες φορές Αυτοί τον δασκάλεψαν να ξεριζώσει από την ψυχή του αυτή την έμφυτη διάθεση για τεμπελιά κι άσκοπη χρήση αφελών λέξεων! Κι όμως, ακόμη να το καταφέρει. Είναι βέβαια πεισματάρης και ό,τι βάλει στόχο το πετυχαίνει, χαρακτηριστικό που όλοι Αυτοί παρατηρούν. Γι’ αυτό, αργά ή γρήγορα, θα την εξαφανίσει και αυτή την ατέλεια. Είναι σίγουρο. Η έκφραση του προσώπου του γίνεται τώρα πιο αποφασιστική, ενώ το βήμα πιο σταθερό. Δεν θα αφήσει κάποιες ονειροπολήσεις σε στιγμή αδυναμίας να του στερήσουν την ευτυχία. Το ορκίζεται!

Ταυτόχρονα, το τοπίο γύρω του αλλάζει συνεχώς, όπως κι οι άνθρωποι, όμως δεν το παρατηρεί. Συνεχίζει τρέχοντας τη διαδρομή του. Οι παλμοί της καρδιάς αυξάνουν κι αντηχούν πια σε όλο του το σώμα που αρχίζει να κουράζεται. Ξαφνικά, κάποιος πέφτει δίπλα του και γαντζώνεται πάνω του. Νευριάζει. Μα δεν καταλαβαίνει αυτό το αξιολύπητο πλάσμα ότι σπαταλά τον πολύτιμο χρόνο του; «Αν είναι να παραιτηθείς επειδή είσαι ανίκανος, παραιτήσου! Μη δυσκολεύεις όμως τη ζωή των άλλων! Δεν απαιτεί υψηλή νοητική διεργασία αυτό για να το καταλάβεις. Τι να κάνουμε, βέβαια… Κι αυτό το λίγο μυαλό λείπει σε κάποιους!». Ξεγαντζώνει ανάλγητα αυτό το εμπόδιο. Ναι, τον είχαν προειδοποιήσει Αυτοί για τέτοιες καταστάσεις. Σαν να ’ταν σήμερα θυμάται τα λόγια τους: «Κοίτα μόνο τον εαυτό σου! Και ποτέ των ποτών μη κάνεις την ανοησία να βοηθήσεις τους αποτυχημένους που έχασαν τις δυνάμεις τους! Μπορεί να αποβεί μοιραίο για σένα!».

Ο ήλιος τυφλώνει αδιάντροπα τα μάτια με τις αιχμηρές ακτίνες του, δυσκολεύοντάς τον να κοιτάξει εμπρός. Να, λίγο μένει ακόμη, άλλες δυο ανάσες κι έφτασε! Η Επιτυχία, ο Πλούτος, το Κέρας της Αμαλθείας, η Ευτυχία, όλα θα του ανήκουν! Ήδη νιώθει τον άνεμο να του φέρνει τη μυρωδιά της ζωής ανακατεμένη μ’ αυτήν της θαλάσσιας αλμύρας, της ανθισμένης πικροδάφνης, του γιασεμιού και του βρεγμένου χώματος. Άξαφνα όμως, η ανάσα του βγαίνει όλο και πιο σφυριχτή. Παραπατάει. Το βουητό και ο ίλιγγος τού θολώνουν τη σκέψη. Η καρδιά του ουρλιάζει στους κροτάφους. Στάλα-στάλα οι δυνάμεις του εξατμίζονται, αφήνοντας ένα κενό. «Όχι! Όχι! Όχι τώρα! Να τη! Είναι εδώ! Δεν έχω το δικαίωμα να εξαντληθώ τώρα!». Τα μάτια του γουρλώνουν, το σώμα πέφτει εξαντλημένο, ενώ τα χέρια σπασμωδικά προσπαθούν να πιαστούν κάπου. Δεν υπάρχει όμως στήριγμα. Τον αποφεύγουν όλοι…

Γυρισμένος ανάσκελα, αποδυναμωμένος, άσημος, άθλιος, κοιτά για πρώτη φορά αυτό που ποτέ δεν είχε χρόνο να κοιτάξει, τον ουρανό. Ένα φτωχό δάκρυ γεμίζει την άκρη του ματιού του, καθρεφτίζοντας όλη του την απόγνωση και την απογοήτευση. «Έχασες» αντηχεί τότε μια βραχνή φωνή. «Έχασες» επαναλαμβάνει, κι αυτή τη φορά ο τόνος της έχει μια ατσαλένια κατάφαση, σαν του δικαστή που επικυρώνει αμετάκλητα μια ισόβια καταδίκη. «Και εσύ τους πίστεψες, ανόητε!» κακαρίζει ειρωνικά, σχεδόν περιπαικτικά. «Ποιος είσαι Φωνή;» ψελλίζει με τα σκασμένα χείλη, ξαπλωμένος. Η Φωνή δεν απαντά· απλά τον αποστρέφεται με χαιρέκακο οίκτο. Ένα μαύρο πέπλο κουκουλώνει τον δρομέα προσφέροντάς του μια θαλπωρή που δεν ένιωσε ποτέ.

Τελευταία στιγμή όμως, νιώθει – παρά ακούει – τη Φωνή να μουρμουρίζει σιγανά, με μια αυστηρή στοργη: «Ήταν πάντα δίπλα σου η ζωή που καταδίωκες τρέχοντας. Στα δέντρα, στη βροχή, στη θάλασσα, στους γύρω ανθρώπους. Απλά, έπρεπε να σταματήσεις, να καθίσεις και να την αφουγκραστείς. Απλά ήταν όλα…».

Σε μια τελευταία προσπάθεια πιάνει κάποιο πόδι. Όχι για να σωθεί όμως. Όχι. Για να προειδοποιήσει. Μόνο που τώρα δεν σταματά κανείς. Όλοι ακούνε Αυτούς. Και τρέχουν. Γρήγορα, βιαστικά, υπάκουα.

 

1 Σχόλιο

  1. Υπέροχο… Και πολύ αληθινό… Τρέχουμε και προσπερνάμε τη ζωή κάθε μέρα, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Και η «Φωνή» έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η ζωή είναι μία και μοναδική και το τέλος απροσδιόριστο και αμετάκλητο. Είμαστε πολύ τυχεροί που διαβάζουμε τις ιστορίες σου Ειρήνη. Η γραφή σου είναι το κάτι άλλο…

Υποβολή απάντησης