«Η ιστορία επαναλαμβάνεται» μου είχαν πει «αλλά μη την αφήσεις να σου χαλάσει τη δικιά σου ιστορία». Στην αρχή δεν ήξερα τι σήμαινε, αλλά τώρα το βλέπω καθαρά. Με τον Χέιλ να με κοιτάει χωρίς φόβο και ο Γουίλ να προσπαθεί να με σηκώσει από κάτω.
«Η ιστορία επαναλαμβάνεται…» είπα στον εαυτό μου «και δεν θα την αφήσω να μου χαλάσει τη ζωή».
«Τι κάνεις εδώ Χέιλ;»
Η ερώτηση βγήκε με τόση πίκρα που ο Γουίλ έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν περίμενε να είμαι τόσο κακιά μπροστά σε κάποιον.
«Ις, νόμιζα πως σου έλειψα. Μάλλον έκανα λάθος… Αλλά και πάλι, δεν είναι σωστό να χαιρετάς έτσι έναν φίλο!»
«Φίλος… Εσύ; Ας γελάσω. Εσύ είσαι απλώς ένας βλάκας και ψεύτης!»
Με μία γρήγορη κίνηση προσπάθησε να γυρίσει έτσι ώστε να είναι αυτός επάνω μου, αλλά τον πρόλαβα και τον έσπρωξα καταφέρνοντας να σηκωθώ όρθια. Τον πρόλαβα στο δευτερόλεπτο, πριν φτάσει κοντά μου, βάζοντας το μαχαίρι πάλι κοντά στον λαιμό του.
«Άλλο ένα βήμα και θα πας να πεις χαιρετίσματα στον φίλο μου τον Άδη!»
Μου χαμογέλασε.
«Βλέπω Ις ότι έχεις γίνει καλύτερη από την τελευταία μέρα που σε είδα.»
«Μεγάλωσα Χέιλ. Εξασκήθηκα κι έμαθα. Σκότωσα και φυλάκισα. Δεν είμαι ποια εκείνη η Ις που ήξερες.»
«Το βλέπω. Έχεις μάθει και έχεις γίνει γρήγορη. Αλλά τον μικρό γιατί τον έχεις μαζί σου; Γκόμενος;»
Κοίταξα τον Γουίλ που καθόταν από πίσω σε ετοιμότητα. Μάτια να κοιτάνε μία εμένα και μία τον Χέιλ.
«Ο μικρός από εδώ έχει και όνομα.»
«Αλήθεια; Πως σε λένε πιτσιρίκο; Σαμ; Όχι, Κάρτερ.»
«Με λένε Γουίλ για την ακρίβεια.»
«Ααα… Εμένα μου άρεσε το Κάρτερ.»
Ο Γουίλ τώρα τα είχε πάρει και το έβλεπα πως, αν δεν έκανα κάτι, θα πιάνονταν στα χέρια και δεν θα έβγαινε σε καλό. Κοίταξα τον Χέιλ και σε κλάσματα του δευτερολέπτου τον είχα γυρίσει να κοιτάει τον Γουίλ, με το ένα του χέρι πίσω από την πλάτη και το μαχαίρι μου στον λαιμό του.
«Κάνε έστω ότι κουνιέσαι και δεν θα δειλιάσω να σε στείλω στα Τάρταρα. Γουίλ μπες μέσα και βρες κάτι να τον δέσουμε τον κύριο από εδώ. Πρέπει να κάνουμε μια κουβεντούλα…»
Τον βάλαμε μέσα, τον δέσαμε και το μόνο που έκανε ήταν να μας κοιτά. Έκανα σήμα στον Γουίλ να με ακολουθήσει προς την κουζίνα.
«Άλις, τι θα κάνουμε με αυτόν;»
«Πρώτα θα τον κάνουμε να μιλήσει. Να μας πει τα πάντα. Μετά θα δούμε.»
Με κοίταξε στα μάτια προσπαθώντας να δει τι ένιωθα.
«Πώς είσαι; Η επανεμφάνιση του Χέιλ πρέπει να σε σόκαρε πολύ.»
Του χαμογέλασα. Πάντα ήξερε τι ένιωθα και με ρωτούσε αν είμαι καλά.
«Ακόμα καλά. Ακόμα και αν…»
Πριν τελειώσω την πρόταση μου πέταξα ένα μαχαίρι στην πόρτα. Πέντε χιλιοστά μακριά από το πρόσωπο του Χέιλ.
«Θα σου πρότεινα να πας να ξανακάτσεις πίσω στην καρέκλα, αν δεν θέλεις να σου κάνουν πλαστική.»
Και οι δύο με κοίταξαν με έκπληξη. Ο Χέιλ γύρισε πάλι πίσω στην καρέκλα του και ο Γουίλ με κοίταγε ακόμα.
«Μην τον πολύ εμπιστεύεσαι τον Χέιλ όσον αφορά στο δέσιμο στην καρέκλα. Ξέρει καλά πώς να λύνει κόμπους.»
«Είσαι απίστευτη, το ξέρεις αυτό; Δεν το καταλαβαίνω πώς το καταφέρνεις αυτό!»
Δεν του έδωσα απάντηση. Δεν μου έχει πει κανένας κάτι τέτοιο, οπότε δεν ήξερα πώς να απαντήσω. Έτσι, πήγα μέσα και έκατσα απέναντι από τον Χέιλ.
«Γιατί ήρθες εδώ Χέιλ; Γιατί μετά από τόσα χρόνια ήρθες εδώ; Και θέλω την αλήθεια! Να με κοιτάζεις στα μάτια καθώς μου μιλάς!»
Πήρε μία βαθιά ανάσα και με κοίταξε κατάματα. Κάτι που κάναμε παλιά. Κοιτιόμασταν κατάματα, για να ξέρει ο ένας αν λέει αλήθεια ή όχι ο άλλος.
«Γύρισα γιατί έπρεπε να σε δω. Μου είχαν πει ότι κινδυνεύεις και ότι, αν σε έπιαναν, θα σε σκότωναν. Όταν είπαν ότι κάποιος σκοτώθηκε στο καταφύγιο που ήσουν, φοβήθηκα ότι ήσουν εσύ. Οπότε τα παράτησα όλα και έψαξα να σε βρω. Έψαξα το καταφύγιο αλλά ήταν άδειο. Ούτε η μυρωδιά σου ούτε τα πράγματα σου. Έτσι, έψαξα στο μόνο μέρος που ήξερα ότι μπορεί κάποιος δικός σου να ήταν εκεί. Να ΄μαι λοιπόν. Τώρα με πιστεύεις;»
Τα μάτια του δεν έλεγαν ψέματα, αλλά κάτι μου έκρυβε… Το ένιωθα μέσα μου. Κάτι δεν είχε πει.
«Τι είναι αυτό που μου κρύβεις;»
«Δεν σου κρύβω τίποτα.»
«Ναι, και ο ουρανός είναι μπεζ… Μη ξεχνάς ότι σε ξέρω Χέιλ!»
«Δεν μπορώ να σου πω.»
Αγανακτισμένη σηκώθηκα και έφυγα. Κάθισα στη σκάλα και προσπαθούσα να συγκρατηθώ. Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω όλο αυτό. Δεν μπορώ να κάθομαι και να τα ζω πάλι από την αρχή.
«Γειά σου Φέλιξ.»
«Γουίλ είπαμε.»
Άκουσα τις φωνές τους. Δεν μπορούσαν να με δουν και μάλλον ήταν για καλό. Μπορούσα να ακούσω όλη τους τη συζήτηση.
«Τι είσαι για την Ις; Δεν συνηθίζει να έχει άτομο κοντά της και με εκπλήσσει που σε έχει μαζί της. Εδώ μάλιστα, σε ένα απομονωμένο σπίτι.»
«Είμαι απλώς ένας φίλος, που αντί να φύγει μακριά της και να την προδώσει, αποφάσισε να μείνει μαζί της.»
«Μου άξιζε αυτό, μάλλον…»
«Τι της έκανες που ακόμα και τώρα σε μισεί τόσο πολύ;»
«Δεν σου έχει πει την ιστορία αυτή; Κρίμα. Είναι πολλή ωραία ιστορία.»
«Τι της έκανες Χέιλ;»
«Την πρόδωσα με τον χειρότερο τρόπο. Την έβαλα να κάνει το μόνο πράγμα που δεν ήθελε. Ήμασταν μικρά και δεν ξέραμε και πολλά πράγματα για τον έξω κόσμο. Πιστεύαμε ότι η φιλία μας θα αντέξει για πάντα· ότι κανένας στον κόσμο δεν θα μας χωρίσει. Πόσο λάθος κάναμε τότε…»
«Τι της έκανες Χέιλ;»
«Την έβαλα να κάνει τον πρώτο της φόνο.»
«Γιατί να το κάνεις αυτό;»
«Γιατί δεν είχα άλλη επιλογή. Αν δεν το έκανε, θα πέθαιναν πολλά ακόμα άτομα. Έπρεπε να γίνει.»
«Οπότε είπες ότι θα ήταν καλύτερο αν της κατέστρεφες τη ζωή. Δεν σκέφτηκες ότι αυτό θα σημάδευε την ψυχή της για πάντα; Δεν ξέρεις πόσο χάλια ήταν όταν πρωτοήρθε. Ήταν μεγάλο το πρόβλημα. Να μη θυμάται τίποτα, αλλά να έχει αλλάξει. Της πήρε δύο χρόνια, Χέιλ, δύο χρόνια για να μπορέσει να χαμογελάσει ξανά!»
«Πρέπει να καταλάβεις Γουίλ. Μου είχαν δώσει μόνο δύο επιλογές: Να σκοτώσει ή να σκοτωθούν όλοι οι υπόλοιποι. Δεν είχα άλλη επιλογή.»
«Το μόνο πράγμα που δεν έχεις μάθει Χέιλ τόσα χρόνια είναι ότι πάντα υπάρχει και η τρίτη επιλογή. Απλώς, πρέπει να σκεφτείς καλά. Και, καθώς φαίνεται, η σκέψη δεν είναι στα ταλέντα σου.»
«Μου αρέσεις Γουιλάκο.»
Μπορούσα μια χαρά να τους φανταστώ να μιλάνε. Ο Χέιλ καθισμένος στην καρέκλα και να κοιτάζει τον Γουίλ, ο οποίος μάλλον έχει κατσουφιάσει με όλα αυτά που του έχει πει. Έπρεπε όμως να τους χαλάσω το όλο σκηνικό. Κατέβηκα από τις σκάλες και πήγα κοντά τους. Στάθηκα δίπλα από τον Γουίλ και κοίταξα τον Χέιλ.
«Έστω ότι λες αλήθεια… Τώρα τι κάνουμε;»
Με κοίταξε με ένα χαμόγελο στα χείλη του.
«Πάμε για κυνήγι…»
………………………………
Έκλεισα το βιβλίο, καθώς κοίταξα τα δύο ζευγάρια μάτια που με παρατηρούσαν ορθάνοιχτα, γεμάτα αγωνία.
«Τι συνέβη μετά μαμά;»
«Ναι μαμά! Τι θα κάνουν μετά η Άλις με τον Γουίλ και τον Χέιλ;»
Χαμογέλασα στις δύο μικρές φατσούλες.
«Αυτό είναι μία ιστορία για μία άλλη μέρα. Τώρα ύπνο!»
«Έλα τώρα μαμά…»
«Δεν νυστάζουμε. Θέλουμε να μάθουμε τη συνέχεια!»
Τα σκέπασα και τους χαμογέλασα γλυκά.
«Κοιμηθείτε τώρα. Αύριο πάλι.»
Πήγα προς την πόρτα και τα κοίταξα ακόμα μια φορά.
«Καλά… Καληνύχτα.»
«Καληνύχτα μαμά!»
«Καληνύχτα γλυκά μου.»
Τους έκλεισα το φως και πήγα στο σαλόνι. Εκεί καθόταν. Μπροστά στο τζάκι και διάβαζε το βιβλίο του. Όταν κατάλαβε ότι ερχόμουν, το άφησε κάτω και με πήρε στην αγκαλιά του. Κοιτάζαμε τη φωτιά να ανεβαίνει. Εκεί μέσα στην ησυχία. Οι δυο μας.
«Νομίζω πως ο Γουίλ είναι ένα υπερτιμημένο άτομο.»
«Ναι, και η Άλις νομίζω μοιάζει με ταραξία!»
«Βρε ποια μου θυμίζει;!»
Χασκογελάσαμε και οι δυο μας. Εκεί, οι δύο μας, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μέσα στην ησυχία. Μέσα στην ασφάλεια. Εκεί που ήξερα ότι ήταν το σπίτι μου. Ήξερα ότι δεν θα ζητούσα κάτι διαφορετικό. Γιατί άξιζαν όσα πέρασα για να φτάσω εδώ. Με τον έρωτα της ζωής μου, δύο παιδιά στο δίπλα δωμάτιο και ένα σπίτι. Το δικό μας σπίτι. Με την αγάπη να μένει ζωντανή. Γιατί «Η αγάπη δεν πεθαίνει ποτέ, γλυκά μου, γλυκόξινα μηλαράκια»…
Πάντοτε μου άρεσαν τα παραμύθια, γιατί λένε την αλήθεια που κρύβει ο κάθε άνθρωπος μέσα του.
Μπράβο Νεφέλη! Σ΄ ευχαριστούμε! Υπέροχο ταξίδι που κάτι μου λέει πως έφτασε στο τέλος μόνο της πρώτης διαδρομής…
Εξαιρετικό Νεφέλη! Διάβαζα με αδημονία τις …ανάσες σου. Πόσο υπέροχο που το μοιράστηκες μαζί μας. Θέλω να πιστεύω ότι αυτή είναι μόνο η αρχή…
Ολόκληρη η εξέλιξη, από το Α΄ μέχρι και και το ΣΤ΄ μέρος ήταν άλλοτε ανατρεπτική, άλλοτε συναρπαστική και άλλοτε περιπετειώδης. Αναμφίβολα όμως, το τέλος ήταν καθηλωτικό. Συγχαρητήρια!