Όνειρο είναι… ;;;(Μέρος Πρώτο)

Ήταν μια ψυχρή νύχτα που ο ουρανός θρηνούσε για ότι ήταν γραφτό να συμβεί.  Φαινόταν ότι προσπαθούσε να δράσει, ήθελε να αλλάξει το πεπρωμένο.  Κάθε κεραυνός αντιστοιχούσε στην τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε για να πείσει ένα ακίνητο σώμα κρυμμένο σε μια γωνία της ερειπωμένης και σκοτεινής σοφίτας του πύργου να κινηθεί.  Δεν τα πήγαινε πολύ καλά όμως, το σώμα αρνιόταν να κινηθεί, φαινόταν έτοιμο να αποδεχθεί το τέλος.

Όλα ξεκίνησαν ξαφνικά το ίδιο ξαφνικά τέλειωσαν.  Υπήρχαν φορές που αισθανόμουν ότι καθετί μικρό κρύβει κάτι τεράστιο.  Ότι τίποτα δεν είναι φυσιολογικό και ότι τα πάντα συμβαίνουν για ένα λόγο.  Πίστευα ότι κάθε φόβος είναι μια δοκιμασία, που οι ίδιοι βάζουμε στον εαυτό μας.  Γι’ αυτό το λόγο αρκετοί φόβοι με συνόδευαν πάντα. Αλλά κανένας δεν ήταν αρκετά δυνατός για να με φοβίζει πραγματικά και να με αποθαρρύνει να τον εξαλείψω.  Υπήρχε όμως ένας που ακόμη δε γνώριζα την ύπαρξή του και ήταν έτοιμος να αλλάξει τα πάντα.

Ήμασταν μια αχώριστη παρέα οχτώ ατόμων.  Τα δεσμά αυτής της φιλίας δε θα έσπαγαν ποτέ, όπως νομίζαμε ότι και να συνέβαινε.  Ζούσαμε σε μια μικρή πόλη κοντά σε ένα άλσος.  Το μέρος έμοιαζε να έχει βγει από παραμύθι και όπως σε κάθε παραμύθι υπήρχε ένας πύργος, έτσι και εδώ στην καρδιά του δάσους κοιμόταν ένας ερειπωμένος πύργος.  Κανένας ποτέ δεν τόλμησε να μπει μέσα, γιατί υπήρχαν πολλές τρομαχτικές ιστορίες γύρω από το γιατί ήταν ερειπωμένος.  Εμείς όμως θα το αλλάζαμε αυτό.  Θα μπαίναμε μέσα όλοι μαζί γιατί τίποτα δεν ήταν ικανό να μας τρομάξει.

Το ότι το παίζαμε αληθινά θαρραλέοι δε σήμαινε ότι ο φόβος δεν είχε το πάνω χέρι στις καρδιές μας.  Παρόλα αυτά στις εννιά εκείνης της απερίγραπτης νύχτας, όλη η παρέα είχε μαζευτεί για να αντιμετωπίσει τον ανεξερεύνητο πύργο.  Ακόμα και η Σάντρα, η οποία ήταν η πιο φοβιτσιάρα της παρέας –παρόλο που δεν το παραδεχόταν- ήταν αποφασισμένη να έρθει μαζί μας και να αποδείξει σε όλους το αντίθετο.tower1

Ο πύργος περιτριγυριζόταν από μια επιβλητική περίφραξη.  Ο μόνος τρόπος για να μπούμε μέσα ήταν ανοίγοντας τη σκουριασμένη καγκελόπορτα, η οποία  έκανε τον πιο ανατριχιαστικό ήχο, που είχα ακούσει ποτέ.  Ίσως να είχε θυμώσει μαζί μας που την ξυπνήσαμε από τον μακρόχρονο λήθαργό της.  Ήθελε να μας εμποδίσει να μπούμε γι’ αυτό αντιστεκόταν σθεναρά στις προσπάθειες του Ορέστη και του Χάρη που έβαζαν τα δυνατά τους για να ανοίξει.  Μόλις ακούστηκε το δυνατό τρίξιμο της πόρτας, ένα σμήνος από νυχτερίδες που ενοχλήθηκε από το θόρυβο, άρχισε να φτεροκοπά πάνω από τα κεφάλια μας, κρύβοντας το φως του φεγγαριού, αφήνοντάς μας για λίγα δευτερόλεπτα στο απόλυτο σκοτάδι.  Ευτυχώς μαζί μας είχαμε πάρει φακούς, οι οποίοι ήταν πολύ χρήσιμοι για να μας απομακρύνουν από αυτό.

Ενώ νομίζαμε ότι τα είχαμε σκεφτεί όλα, είχαμε ξεχάσει το πιο σημαντικό. Wrought Iron FenceΕίχαμε καταφέρει να ανοίξουμε την καγκελόπορτα, όμως η πόρτα του πύργου ήταν κλειδωμένη.  Γιατί ένα τέτοιο μέρος να είναι κλειδωμένο;  Ίσως όλες οι ιστορίες να μην ήταν ψεύτικες και όντως να έκρυβε κάτι.

Είχαμε κολλήσει.  Δεν ξέραμε τι να κάνουμε.  Ήμασταν έτοιμοι να τα παρατήσουμε και να γυρίσουμε πίσω.  Όταν ξαφνικά σκέφτηκα ότι όπως σε όλες τις ταινίες πάντα υπάρχει μια πίσω είσοδος και έξοδος και έκτακτη ανάγκη, έτσι θα υπήρχε και εδώ και αν ήμασταν τυχεροί, αυτή δε θα ήταν κλειδωμένη.  Γυρίσαμε γύρω γύρω τον πύργο για να τη βρούμε και όταν τη βρήκαμε δεν ήταν ότι περιμέναμε.  Ήταν μια πόρτα καλυμμένη με αγριόχορτα και αγκάθια, η οποία φαίνεται να οδηγούσε στο υπόγειο του πύργου παρά στο εσωτερικό του.  Ήταν όμως η μόνη μας επιλογή.  Ο Ορέστης, ο αρχηγός της παρέας, την άνοιξε με μια κλωτσιά.  Στο εσωτερικό της υπήρχαν απότομα σκαλάκια, που οδηγούσαν στα έγκατα του πύργου.

Τα κατεβήκαμε προσεχτικά.  Δεν μιλούσαμε πολύ μεταξύ μας, γιατί κοιτάζαμε με δέος τις σκιές από τα φώτα των φακών μας.  Μόνο τα αγόρια ψιθύριζαν κάτι μεταξύ τους.  Έμοιαζε σα να έχουν σχεδιάσει κάτι, σα να μας έκρυβαν κάτι. Αλλά τι;  Μάλλον ήταν μόνο υποψίες μου, σκέφτηκα.  Ήμασταν παρέα.  Λέγαμε τα πάντα ο ένας στον άλλο.  Αν έτρεχε κάτι θα το έλεγαν σε όλους μας.  Μετά τις σκάλες και στο τέλος του παράξενου δωματίου, υπήρχαν δύο ακόμα σκάλες.  Αποφασίσαμε να χωριστούμε.  Εγώ, ο Ορέστης, ο Έκτορας και η Ελίνα θα πηγαίναμε από την αριστερή σκάλα και η Σάντρα με το Χάρη, το Φίλιππο και το Αλέξη θα πήγαιναν από τη δεξιά.  Θα συναντιόμασταν σε μία ώρα σ’ αυτό το ανατριχιαστικό δωμάτιο.  Όποιος έφευγε πιο νωρίς θα ήταν ο φοβιτσιάρης της παρέας.

Καθώς ανεβαίναμε τη σκάλα που έτριζε ακούστηκε ένα κρακ και το δεξί πόδι της Ελίνας βρέθηκε στο εσωτερικό των ετοιμόρροπων σκαλιών.  Ο Έκτρορας τη βοήθησε να το βγάλει απstairsό εκεί μέσα και συνεχίσαμε.  Στο τέλος της σκάλας, η είσοδος ήταν καλυμμένη από ιστούς αράχνης.  Ευτυχώς που τα δύο αγόρια ήταν μπροστά και τους έβγαλαν από τη μέση.  Ο πρώτος όροφος του πύργου ήταν δέκα φορές πιο τρομαχτικός από το υπόγειό του.  Όλα ήταν καλυμμένα από σκόνη και οι αράχνες φαινόταν πως ήταν οι ήταν οι βασίλισσες του εγκαταλελημένου πύργου.  Το σκοτάδι ήταν απέραντο και κυριαρχούσε σε όλο το χώρο.  Το φως των φακών μας φαινόταν αδύναμο μπροστά σ’ αυτό το άπλετο σκοτάδι.  Οι αστραπές, που φαινόταν από τα τεράστια παράθυρα των τοίχων, έδειχναν ότι ίσως αναγκαζόμασταν να φύγουμε νωρίτερα από όσο νομίζαμε.  Αλλά ακόμα και αυτές τις κατάπινε το σκοτάδι.

Αρχίσαμε να περιεργαζόμαστε το χώρο στον οποίο είχαμε βρεθεί.  Ξαφνικά κάτι κινήθηκε πίσω από ένα παλιό παραβάν και πριν προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τι ήταν ακούστηκαν τρομαχτικές κραυγές από τον πάνω όροφο.  Κάποιος ούρλιαζε.  Κάτι τρομερό συνέβαινε κάπου κοντά μας.  Εγώ και η Ελίνα πήραμε αγκαλιά η μία την άλλη από το φόβο μας.  Όσο θαρραλέος και να είναι κάποιος, υπάρχουν στιγμές που ο φόβος ανεμπόδιστος περικυκλώνει τις καρδιές μας και τις βυθίζει στο σκοτεινό άγνωστο.  Κάτι τέτοιο συνέβαινε και τώρα και ο Έκτορας φαινόταν να χάνει την ψυχραιμία που είχε δείξει, όταν ακούστηκαν οι πρώτες σπαραχτικές φωνές.  Μόνο ο Ορέστης έδειξε αληθινό θάρρος και συνέχισε να περιεργάζεται το τεράστιο δωμάτιο, ψάχνοντας ένα τρόπο να φτάσουμε στο σημείο απ’ όπου ακούστηκαν οι κραυγές.  Έπρεπε να βάλει ένα τέλος στο άγνωστο που γεννούσε το φόβο στις καρδιές μας.  Ξαφνικά το πουλάκι Τσίου ήρθε να μας βγάλει από την τρομαχτική κατάσταση, που είχε εκμηδενίσει το θάρρος που δείχναμε αρχικά.  Το κινητό του Έκτορα χτυπούσε.  Πάντα πίστευα ότι κάποιος έπρεπε να τον αναγκάσει να αλλάξει αυτό τον ήχο γιατί ήταν ξεπερασμένος.  Αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν το καλύτερο που είχε ακουστεί από την ώρα που μπήκαμε σ’ αυτόν τον πύργο.

Ήταν τα αγόρια.  Είπαν πως η Σάντρα είχε φοβηθεί γιατί πίσω από έναν καναπέ ήταν κρυμμένη μια κουκουβάγια, η οποία την τρόμαξε και άρχισε να τρέχει προς τη σοφίτα του πύργου.  Εκεί όμως είχαν αποκοιμηθεί μερικές νυχτερίδες, οι οποίες ενοχλήθηκαν με την παρουσία της. Μας είπαν να φύγουμε όλοι, αφού είχε φύγει αυτή δεν είχε νόημα.  ΄Η όλοι ή τίποτα.  Αρχίσαμε ν κατεβαίνουμε τις σκάλες.  Αυτή τη φορά η Ελίνα πρόσεχε στις σκάλες και δεν πάτησε μέσα στην τρύπα που είχε ανοίξει προηγουμένως το πόδι της.  Όταν συναντήσαμε τα αγόρια, πριν φύγουμε από αυτόν τον ανατριχιαστικό πύργο, συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.  Και οι τρεις τους ήταν αναψοκκινισμένοι και απέφευγαν να μας κοιτάνε στα μάτια όταν εγώ και η Ελίνα ζητήσαμε λεπτομέρειες για το τι έγινε και η φίλη μας εξαφανίστηκε από το φόβο της. Αυτή φαινόταν έτοιμη να αντιμετωπίσει και το μεγαλύτερο φόβο της πριν μπούμε στον πύργο. Οι απαντήσεις τους ήταν βιαστικές, αλλά φαινόταν ότι τις είχαν σκεφτεί πιο νωρίς.  Όταν κοιτιόντουσαν μεταξύ τους, φαινόταν ότι τα βλέμματά τους ήταν συνωμοτικά.

 

συνεχίζεται…

Αντωνία  Ποδότα

Σχολιάστε

Top