Ταξιδεύοντας με την ελπίδα και έναν φίλο

siblings-862967_960_720

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, στις μακρινές χιονισμένες Άλπεις ζούσε μια μεγάλη φτωχή, αλλά πανευτυχής οικογένεια. Ήταν όλοι μονοιασμένοι και δε τσακώνονταν ποτέ. Τα μέλη αυτής της οικογένειας ήταν οι γονείς, ο πρόσχαρος Πίτερ και η χαμογελαστή Μαίρη, τα παιδιά τους ο Τζο, η Άννα, ο Πολ, η Έλις και ο Αλμπέρτο και ο σκύλος τους ο Τζακ.
Η οικογένεια αντιμετώπιζε κυρίως οικονομικές δυσκολίες αλλά οι γονείς προσπαθούσαν και αγωνίζονταν συνεχώς για τα παιδιά τους. Εργαζόταν σε έναν αμπελώνα που είχαν δίπλα από το σπίτι τους, πουλώντας την παραγωγή τους σε γύρω χωριουδάκια. Τρεφόταν κυρίως με τυρί και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα που έφτιαχνα από το κοπάδι με τις κατσίκες τους. Παρόλες τις δυσκολίες όμως που περνούσαν, παρέμεναν χαρούμενοι, στηρίζοντας ο ένας τον άλλο. Ξεπερνούσαν τα προβλήματα με χαμόγελο και με το τραγούδι. Όλοι τους αγαπούσαν τόσο πολύ το χορό και το τραγούδι, που κάθε βράδυ όταν τελείωναν το βραδινό τους φαγητό, έφτιαχναν έναν κύκλο γύρω από το τζάκι με τον καλλίφωνο Αλμπέρτο στη μέση και τον μπαμπά με τη λύρα του. Και έπιαναν το τραγούδι.
Η ζωή τους κυλούσε με τους καθημερινούς της ήρεμους ρυθμούς. Οι γονείς κάθε πρωί στο χωράφι, τα παιδιά στο σχολείο του κάτω χωριού και το απόγευμα τρεχάλες στα ψηλά καταπράσινα βουνά με τις κατσίκες, κι όταν έπεφτε το βραδάκι το τραγούδι και ο χορός αντηχούσαν στο μικρό τους καλυβάκι. Όλα ήταν ρόδινα, οι μέρες περνούσαν τόσο γρήγορα γεμάτες στιγμές και γέλια. Αλλά δυστυχώς η ευτυχία, διαρκεί για λίγο, χάνεται σαν ένα όνειρο, περνά, φεύγει και σβήνει σαν μια φλόγα. Σπάνια κατορθώνεις να την ξαναζήσεις κι όμως κάποιοι λίγοι, ίσως τυχεροί, ίσως αγωνιστές, την ζουν, ίσως λίγο αργά πριν το τέλος, αλλά την βιώνουν γιατί αγωνίστηκαν, προσπάθησαν και κέρδισαν. Έτσι και στη δική μας ιστορία ο Αλμπέρτο θα είναι αυτός που θα προσπαθήσει, θα καταφέρει όμως να βγει νικητής; Θα τα παρατήσει ή μήπως θα προσπεράσει τα εμπόδια με την ελπίδα κρατώντας ένα βιολί στο χέρι;
Ο καιρός περνούσε γοργά βασανίζοντας τον Αλμπέρτο, αφήνοντας στο σκληρό του διάβα ένα ανεξίτηλο σημάδι πόνου και απελπισίας που του θύμιζε συνεχώς τον θάνατο της οικογένειάς του. Ήταν χειμώνας, κρύος, τσουχτερός με σφοδρή χιονοθύελλα, είχε πάει στο κάτω χωριό να δει τον φίλο τον Χανς, που ήταν άρρωστος εδώ και μέρες. Η χιονοθύελλα αγρίευε όλο και πιο πολύ πηγαίνοντας κόντρα στα μικρά καλυβάκια των χιονισμένων Άλπεων, ώσπου το κακό δεν άργησε να συμβεί. Μια τεράστια χιονοστιβάδα, κατέβηκε με ορμή από τα ψηλά βουνά και πήρε στο πέρασμά της, πολλές μικρές φτωχές καλύβες και οικογένειες. Άνθρωποι σκοτώθηκαν και όσοι έμειναν πίσω, ήταν σαν να είχαν χαθεί κι εκείνοι μαζί τους εκείνη τη δραματική βραδιά.
Την επόμενη μέρα, ο Αλμπέρτο πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ανεβαίνοντας τα ψηλά βουνά σκεφτόταν πόσο πολύ του είχε λείψει η οικογένειά του αυτές τις δύο μέρες που έμεινε μακριά της. Πλησιάζοντας στην καλύβα του, αναρωτιόταν γιατί δεν είχε συναντήσει κανένα γείτονα στο δρόμο. Μόλις πλησίασε πιο κοντά και τα είδε όλα κατεστραμμένα με την οικογένειά του νεκρή, ένα παράπονο τον έπιασε και πέφτοντας στο έδαφος άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, σταμάτησε το κλάμα και άκουσε φωνές μικρού παιδιού, να αντηχούν στα αυτιά του. Προχώρησε λίγο πιο πάνω και είδε ένα μικρό αγόρι με κατάξανθα μαλλιά να θρηνεί πάνω από το νεκρό σώμα της μητέρας του. Ναι, το είχε ξαναδεί αυτό το αγόρι, το γνώριζε, πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, ήταν ο Νταβίντ. Τον ακούμπησε παρηγορητικά στον ώμο, και με λόγια απαλά του συστήθηκε, του είπε αυτά που ήθελε να ακούσει εκείνη την τόσο θλιβερή στιγμή, δίνοντάς του κουράγιο. Μόλις γνωρίστηκαν τα παιδιά, ανταλλάσοντας το βάρος της δικής τους λυπητερής ιστορίας, αποφάσισαν να μαζέψουν τα πράγματά τους από τα κατεστραμμένα σπίτια τους και να γυρίσουν σελίδα στη ζωή τους κάνοντας μια νέα αρχή.
Μετά από δύο ώρες, τα παιδιά τελείωσαν με τις αποσκευές τους, αποχαιρέτησαν την παλιά γεμάτη εμπειρίες ζωή τους και ξεκίνησαν για το μακρινό τους ταξίδι με προορισμό το Σάλτσμπουργκ. Κατεβαίνοντας από τα βουνά γυρνούσαν και κοιτούσαν κάθε τόσο την παλιά γειτονιά τους, που άλλοτε φάνταζε γεμάτη μικρά σπιτάκια και τώρα μόνο συντρίμμια που όλο και εξαφανιζόταν από το οπτικό τους πεδίο. Μια απογοητευτική σκέψη πέρασε τότε από το μυαλό των δύο παιδιών, σαν αστραπή. Ήταν πώς θα έφταναν στο Σάλτσμπουργκ χωρίς χρήματα και έπειτα πώς θα έβρισκαν τους συγγενείς τους χωρίς μια διεύθυνση; Ο Αλμπέρτο τότε σκέφτηκε να ταξιδέψουν μέχρι το διπλανό χωριό και από κει σε μια βδομάδα θα έφταναν στο Ίνσμπρουκ. Στη συνέχεια θα κατευθύνονταν με τρένο στο Γκρατς και σε τέσσερις περίπου μέρες θα έφταναν στο Τιρόλο όπου θα συνέχιζαν την πορεία τους με καράβι και σε τρεις μέρες θα έφταναν στο μαγικό Σάλτσμπουργκ. Οργανώθηκαν λοιπόν, συγκέντρωσαν τις οικονομίες τους και ξεκίνησαν για το μακρινό τους ταξίδι.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα, τα παιδιά είχαν διασχίσει σχεδόν ολόκληρο το Ίνσμπρουκ και κόντευαν το Γκρατς όπου θα έκαναν μια μικρή στάση για να προμηθευτούν κάποια απαραίτητα πράγματα που τους χρειαζόταν. Έπειτα από μια νύχτα διανυκτέρευσης σε ένα μικρό ζεστό σπιτάκι ενός συγγενή του Νταβίντ, την επόμενη μέρα εφοδιασμένοι με τρόφιμα, συνέχισαν και πάλι το ταξίδι τους που όλο και κόντευαν να το φέρουν εις πέρας. Διασχίζοντας την πόλη του Ίνσμπρουκ για να φτάσουν στην αποβάθρα έκαναν κάποιες μικρές στάσεις για να θαυμάσουν ό,τι τους φαινόταν εντυπωσιακό όπως τον πανοραμικό Πύργο της Πόλης, τον μεγάλο ναό του Αγίου Ιακώβου, τα μικρά και μεγάλα γραφικά μαγαζιά. Περπάτησαν λίγο ακόμη και αντίκρισαν την αποβάθρα του τρένου. Κάποιοι έμπαιναν στο τρένο γεμάτοι απελπισία, ρίχνοντας μια σύντομη αδιάφορη ματιά πίσω τους κοιτάζοντας κάποιους που αγκαλιαζόταν γεμάτοι συγκίνηση για τον μακρύ ή σύντομο αποχωρισμό τους. Τα δύο παιδιά μπήκαν στην θέση και των δύο ανθρώπων. Στην αρχή, ένιωσαν για μια στιγμή χαρούμενοι νομίζοντας ότι και αυτοί θα αποχαιρετήσουν κάποιον προτού φύγουν και στην επιστροφή θα τους περιμένουν πάλι κάποια πρόσωπα που είχαν καιρό να δουν και τους είχαν νοσταλγήσει αλλά γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι είχαν μείνει μόνοι και δεν είχαν κανέναν που να νοιάζεται γι αυτούς. Έτσι λοιπόν, μπήκαν στο τρένο σαν τους μοναχικούς ταξιδιώτες ελπίζοντας πως θα έχουν ένα καλύτερο αύριο στην πόλη του Γκρατς.
Μετά από τέσσερις μέρες ταξίδι με το τρένο τα παιδιά αποβιβάστηκαν στο μικρό χωριό του Τιρόλο. Όλα ήταν υπέροχα, μικρά παραδοσιακά μαγαζάκια, στενά παραμυθένια δρομάκια, γραφικά σπιτάκια μεγάλα και μικρά, όλα έδιναν τη δική τους πινελιά στο υπέροχο χωριό. Τα παιδιά μπήκαν σε μια μικρή παραδοσιακή ταβέρνα και αφού γεύτηκαν ένα ζεστό πιάτο φαγητό προχώρησαν στο λιμανάκι οπού παίρνοντας το καράβι ξεκίνησαν για τον τελικό προορισμό τους, το Και κάπως έτσι, τα δύο παιδιά άλλαξαν σελίδα στη ζωή τους, βρίσκοντας ξανά την ευτυχία και την οικογένεια σε άλλα πρόσωπα. Δυστυχώς ,όμως, κάθε τέλος φέρνει και έναν αποχωρισμό έτσι και στη δική μας ιστορία τα δύο παιδιά είναι αυτά που δε ξανασυναντήθηκαν ποτέ..
Τρεις μέρες ταξίδευαν με το καράβι και συχνά στήνονταν στην πλώρη για να δουν το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας που ενώνονταν με τα ψηλά κάτασπρα από το χιόνι βουνά των Άλπεων, ένα θέαμα που ποτέ δεν είχαν την ευκαιρία να το δουν και να το θαυμάσουν. Ένα απόγευμα λοιπόν, εκεί που καθόταν και συζητούσαν κοιτάζοντας απέναντι είδαν να ξεπροβάλλουν αργά, ψηλά σπίτια με πολλά παραθυράκια και κτήρια με πανέμορφους μωσαϊκούς τρούλους, αμέσως κατάλαβαν ότι πλησίαζαν στο μαγευτικό Σάλτσμπουργκ, τα σωθικά τους γέμισαν χαρά, επιτέλους το όνειρο τους είχε πραγματοποιηθεί. Τώρα θα έβρισκε ο καθένας τα δικά του συγγενικά πρόσωπα και ,ίσως, έβρισκε ξανά την ευτυχία. Μόλις κατέβηκαν από το καράβι, αυτό που αντίκρισαν ήταν απίστευτο. Λίγο πιο πέρα από το λιμάνι βρήκαν τους συγγενείς τους, να τους περιμένουν. Ο Αλμπέρτο αντίκρισε με μάτια βουρκωμένα τη χαμογελαστή γιαγιά του να τον περιμένει με ανοιχτά τα χέρια για να τον χώσει στην αγκαλιά της και τον παππού να του χαμογελά με ένα δροσερό χαμόγελο γεμάτο αγάπη .Ο Νταβίντ είδε γεμάτος χαρά και ενθουσιασμό τους δικούς του παππούδες και θείους να του χαμογελούν και να περιμένουν να τον αγκαλιάσουν.
Και κάπως έτσι, τα δύο παιδιά άλλαξαν σελίδα στη ζωή τους, βρίσκοντας ξανά την ευτυχία και την οικογένεια σε άλλα πρόσωπα. Δυστυχώς ,όμως, κάθε τέλος φέρνει και έναν αποχωρισμό έτσι και στη δική μας ιστορία τα δύο παιδιά είναι αυτά που δε ξανασυναντήθηκαν ποτέ.

ΝΑΣΙΑ ΤΣΙΤΣΙΓΑΝΗ

Αφήστε το σχόλιο σας στο "Ταξιδεύοντας με την ελπίδα και έναν φίλο"

Σχολιάστε

Top