Το παρακάτω κείμενο επιμελήθηκε η μαθήτρια της Γ” τάξης Ευρυάνθη Μαραντίδου, υπό την καθοδήγηση της κας Ελένης Μαζγαλτζίδου, φιλολόγου του Γυμνασίου Προμάχων
IΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά
εμένα μ” αγαπούνε,
μόλις θα μ” αντικρύσουνε
θυσία θα γενούνε
τραγουδούσε το 1937 ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Oι παραπάνω στίχοι, ενδεικτικοί της ευαισθησίας και της αλληλεγγύης που χαρακτηρίζει τους ρεμπέτες, είναι από τους πιο γνωστούς και αισιόδοξους στίχους του ρεμπέτικου τραγουδιού…
Πριν ανατρέξουμε στην ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού κρίναμε σκόπιμο να δώσουμε την ερμηνεία του όρου ρεμπέτικο καθώς και του όρου ρεμπέτης. Ρεμπέτικο ονομάζεται το ελληνικό αστικό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19oυ αιώνα στα λιμάνια ελληνικών πόλεων (Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Βόλος, Ερμούπολη, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) -όπου ζούσε η εργατική τάξη- και που απέκτησε την γνώριμή του μορφή μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, αφού πέρασε και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι γεννήθηκε από άτομα κατώτερων κοινωνικών ομάδων σαν αντίδραση στην αστικοποίηση που παρατηρήθηκε στα λιμάνια και στα αστικά κέντρα και εκφράζει τους καημούς, τους πόθους και τις αντιλήψεις των περιθωριακών ατόμων, τα οποία χαρακτηρίστηκαν ή αυτοχαρακτηρίστηκαν ρεμπέτες. Την εποχή αυτή εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα γιαλάδικα. Αυτά πήραν το όνομά τους από την επαναλαμβανόμενη φράση γιάλα-γιάλα, ή αμάν-γιάλα ή γιαλελέλι.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ρεμπέτες αποκαλούσαν τα τραγούδια τους λαϊκά τραγούδια. Ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος εξέδωσε το 1968 το βιβλίο Ρεμπέτικα, τα ορίζει ως μικρά, απλά τραγούδια που τραγουδάνε απλοί άνθρωποι, οι ρεμπέτες. Αν και κατ’ αρχήν ερωτικά, τα ρεμπέτικα είναι κατά βάθος μάλλον κοινωνικού περιεχομένου τραγούδια. Τους ρεμπέτες εξάλλου τους λέγανε και μάγκες. Αυτοί οι μάγκες, λοιπόν, συχνά αυτοσχεδίαζαν στίχους και νότες και χρησιμοποιούσαν συνθηματικές λέξεις καθώς και τη δική τους διάλεκτο, την αργκό, για να μη γίνονται κατανοητοί απ’ όλους. Πριν την έκδοση του βιβλίου του Ηλία Πετρόπουλου τα ρεμπέτικα ήταν γνωστά ως μάγκικα, μόρτικα, σερέτικα, μουρμούρικα, κουτσαβάκικα κ.ά.
Η λέξη ρεμπέτης είναι πιθανότατα τουρκικής προέλευσης (ρεμπέτ = άτακτος, ανυπότακτος). Σύμφωνα με κάποια ερμηνεία η λέξη ρεμπέτης σημαίνει αλήτης. Πιθανότατα να προέρχεται από τη σέρβικη λέξη ρεμπέτ, που σημαίνει αντάρτης ή ακόμη και από τη βενετική λέξη rebelo ή την ισπανική rebelde, που σημαίνει επίσης αντάρτης, ανυπότακτος. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η λέξη σχετίζεται ετυμολογικά με το μεσαιωνικό ρήμα ρέμπομαι, που το συναντούμε και στον Ερωτόκριτο, και σημαίνει γυρίζω, περηφανεύομαι, ρεμβάζω.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε ότι το ρεμπέτικο τραγούδι, που έχει πλέον περάσει στη συνείδηση και στην καθημερινότητα του νεοέλληνα ανεξάρτητα από την κοινωνική του τάξη και το πνευματικό του επίπεδο, δεν ήταν πάντοτε δεδομένο ως αυτονόητη ελληνική παράδοση. Θεωρήθηκε ιδιαίτερα παρεξηγημένο, γι” αυτό και εναντίον του ξέσπασαν αρχικά έντονες αντιδράσεις, οι οποίες ξεκίνησαν από την Αθήνα.
Το πρώτο επιχείρημα εναντίον του ρεμπέτικου είχε σχέση με τη προέλευσή του. Επρόκειτο για κατάλοιπο της μακροχρόνιας τουρκικής σκλαβιάς, πράγμα που δεν ταίριαζε με την ελληνική πραγματικότητα. Το δεύτερο είχε σχέση με τη θεματογραφία του, η οποία σχετίζονταν με την προσφυγιά, με την αναζήτηση -με κάθε μέσο- καλύτερης τύχης και επιβίωσης, με τον έρωτα και τη φυλακή ακόμη και με τον υπόκοσμο. Τα επιχειρήματα αυτά δεν ήταν ισχυρά, αλλά η αντίδραση εκδηλώθηκε έντονα, δεδομένου ότι οι πολέμιοι του ρεμπέτικου είχαν πρόσβαση στα μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Ωστόσο η ρεμπέτικη μουσική έμελε να μπει στη ζωή των Ελλήνων και να την επηρεάσει έντονα ως στις μέρες μας…
ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΡΕΜΕΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
1922-1932: Περίοδος κυριαρχίας των σμυρναίικων στίχων
Είναι βέβαιο πως το ρεμπέτικο τραγούδι αρχίζει να μορφοποιείται μετά το 1922, χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής. Με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, που υπαγόρευε η Συνθήκη της Λοζάνης , πολλοί μικρασιάτες εγκαθίστανται στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Πρόκειται για κοσμοπολίτες με ευρεία παιδεία και διευρυμένους πνευματικούς ορίζοντες, που έφεραν μαζί τους τα ήθη, τα έθιμα και τις μουσικές παραδόσεις από τις Χαμένες Πατρίδες.
Είναι η εποχή που κυριαρχούν στο ρεμπέτικο τραγούδι στοιχεία από τη μουσική της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης και γενικότερα της ανατολής. Είναι η εποχή που η Ελλάδα γνωρίζει τα καφωδεία και τα καφέ αμάν, όπου συρρέουν πρόσφυγες και ντόπιοι, για να ακούσουν ρεμπέτες τραγουδιστές να εξυμνούν τον έρωτα, να αναφέρονται στις φυλακές -βασικό μοτίβο στη θεματολογία του ρεμπέτικου- να εκφράζουν τα προβλήματα και τα βάσανα της καθημερινής τους ζωής -κυρίως της προσφυγιάς- και να εξευμενίζουν το θάνατο.
Αξιόλογη δημιουργία της περιόδου αυτής είναι η Μισυρλού -που σημαίνει Αιγύπτια- σε στίχους του Μιχάλη Πατρινού, που πρωτοπαίχθηκε στην Ελλάδα το 1927. Σημαντικές δημιουργίες της περιόδου αυτής είναι τα παρακάτω τραγούδια: Η γκαρσόνα (Ρόζα Εσκενάζυ), Αμάν Κατερίνα μου (Γιάννης Τούντας), Σε γελάσανε (Κώστας Σκαρβέλης), Ο Αντώνης ο βαρκάρης (Σπύρος Περιστέρης), Πίνω και μεθώ (Ζαχαρίας Κασιμάτης) κ.ά.
1932-1942 Κλασική περίοδος του ρεμπέτικου τραγουδιού
Η Τετράς του Πειραιά
Κατά τη δεύτερη περίοδο του ρεμπέτικου τραγουδιού εμφανίζεται η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία, η περίφημη Τετράς του Πειραιώς, αποτελούμενη από μεγάλους δημιουργούς όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης (από τη Σύρο) ο Γιώργος Μπάτης (από τον Πειραιά), ο Ανέστης Δελιάς (από τη Σμύρνη) και ο Στράτος Παγιουμτζής (από τη Μικρά Ασία). Αυτή εκφράζει με τον πιο αυθεντικό τρόπο την θεματολογία του ρεμπέτικου, που αυτήν την περίοδο διευρύνεται. Ενώ κατά την πρώτη περίοδο του ρεμπέτικου τραγουδιού κύριο μουσικό όργανο ήταν το σαντούρι, τα βασικά όργανα των ρεμπέτηδων της κλασικής περιόδου είναι το ακορντεόν, το μπουζούκι, το μπαγλαμαδάκι και η κιθάρα, ενώ ως κρουστά χρησιμοποιούνται επίσης τα κουτάλια και τα ζίλια.
Μάρκος Βαμβακάρης
Από τα πιο γνωστά τραγούδια της εποχής είναι Η γυφτοπούλα του Γιώργου Μπάτη (1934). Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι πατέρας του ρεμπέτικου τραγουδιού αναδείχθηκε ο Μάρκος Βαμβακάρης, που το 1932 εμπνεύστηκε σε παραλιακή ταβέρνα της Σύρου τη Φραγκοσυριανή. Ο ίδιος δήλωσε χαρακτηριστικά: «Εγώ όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοιτούσα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω πάνω, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ τη σκεφτόμουν, τη σκεφτόμουν… Κι ύστερα πήρα χαρτί και μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μια φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά…»
Βασίλης Τσιτσάνης
Κορυφαία μορφή στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού αναδεικνύεται ωστόσο και ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ένα τραγούδι που άφησε ιστορία στο ρεμπέτικο τραγούδι είναι η Αρχόντισσα (1938), την οποία έγραψε στη Θεσσαλονίκη ο Τσιτσάνης, όταν υπηρετούσε ως τηλεγραφητής. Πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, την αριστοκρατικής καταγωγής Ελίζα, η οποία με την αδιαφορία της προς τον παράφορα ερωτευμένο φίλο του ενέπνευσε στον Τσιτσάνη τους παρακάτω στίχους:
Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια
Τα ζήλεψα, τα έκλαψα πολύ
Φαντάστηκα, σκεφτόμουνα παλάτια
Μα εσύ μου γέμισες μαρτύρια τη ζωή.
Το τέλος της Ελίζας του τραγουδιού δεν ήταν καλό. Τη σκότωσαν οι Γερμανοί. Όμως η Αρχόντισσα παίζονταν για χρόνια απ όλες τις λατέρνες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης -όπως δήλωσε ο μεγάλος δημιουργός της- και τραγουδιέται ακόμη και σήμερα. Ο Τσιτσάνης αναφέρεται στην θεματολογία του ρεμπέτικου τραγουδιού με την παρακάτω δήλωση: «Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου, διότι και αυτό το θεωρούσα χρέος. Έγραψα για την Ελλάδα, για τη γυναίκα για την εργατιά, για τον πόνο, για την αδικία, για το χαμό, για τη φυγή, για τη λευτεριά, για τον πόθο, για το ανικανοποίητο. Και πού δεν φτερούγισε η φαντασία μου». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, μετά την κήρυξη του πολέμου του 1940, γνωστοί ρεμπέτες της εποχής έγραψαν αξιόλογα τραγούδια για τη νίκη των Ελλήνων φαντάρων όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης (Ο Μάρκος ο Φαντάρος) και ο γνωστός ως Μπαγιαντέρας (Στις Πίνδου τα βουνά). Είναι η περίοδος όπου το ρεμπέτικο τραγούδι δυστυχώς λογοκρίνεται. H περίοδος της Κατοχής, εξάλλου, σημαδεύεται από την παρακμή του ρεμπέτικου τραγουδιού.
1942-1952: Εποχή της μαζικής αποδοχής του ρεμπέτικου τραγουδιού
Την τρίτη περίοδο της ιστορίας του το ρεμπέτικο ευτυχώς απενοχοποιείται, απελευθερώνεται, καταξιώνεται σαν λαϊκή μουσική αποδεκτή στις ευρύτερες μάζες και αποπεριθωριοποιείται, το ποιητικό του ύφος εμπλουτίζεται, ενώ ο δημιουργός του τώρα πια είναι πάντα επώνυμος.
Βασικός εκπρόσωπος του ρεμπέτικου τραγουδιού παραμένει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Η Συννεφιασμένη Κυριακή, βγαλμένη από τη συννεφιά της κατοχής, μας συνεπήρε όλους, λέει ο συνθέτης της Βασίλης Τσιτσάνης, που άρχισε στη Θεσσαλονίκη τη σύνθεσή της κατά την περίοδο της Κατοχής (1943) και την ολοκλήρωσε στην Αθήνα (1948). Το τραγούδι εμπνεύστηκε ο Τσιτσάνης από ένα σκοτωμένο παλικάρι. Εξάλλου στο χώρο του ρεμπέτικου ξεχώρισαν οι παρακάτω εκπρόσωποί του: Απόστολος Χατζηχρήστος (Ψεύτη Ντουνιά, 1951), Γιάννης Παπαϊωάννου (Βαγγελίτσα μου, Φαλιριώτισσα, 1936), Γιώργος Μητσάκης (Ένα καράβι απ’ τον Περαία, ντουέτο με τη Σωτηρία Μπέλλου και τον Στελλάκη Περπινιάδη), Απόστολος Καλδάρας (Εβίβα, ρεμπέτες, 1947). O Δημήτρης Γκόγκος -γνωστός ως Μπαγιαντέρας και μικρότερος γιος μιας οικογένειας με 23 παιδιά- γράφει το Χατζηκυριάκειο, που αναφέρεται σε γνωστή συνοικία του Πειραιά.
Γιάννης Παπαϊωάννου
Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας
Γιώργος Μητσάκης
Απόστολος Καλδάρας
Επιτυχία σημείωσε άλλωστε το τραγούδι Είμαστε αλάνια σε στίχους Ευγενίας Παπαγιαννοπούλου, σε μουσική Βασίλη Τσιτσάνη και πρώτη μουσική εκτέλεση του Πρόδρομου Τσαουσάκη (1951). Το μινόρε της αυγής (1947) σε στίχους Mίνου Μάτσα, μουσική Σπύρου Περιστέρη και πρώτους ερμηνευτές τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Σταμούλη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο είναι από τα λίγα τραγούδια που μιλάνε απευθείας στην ψυχή μας. Το τραγούδι Πριν το χάραμα του Μάρκου Βαμβακάρη ( 1948 ) ακούγεται και τραγουδιέται ως τις μέρες μας.
Η γυναικεία παρουσία στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι έντονη (Mαρίκα Νίνου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου). Η αξέχαστη ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλλου άφησε εποχή με ερμηνείες όπως ο Απόκληρος, Μη μου ξαναφύγεις πια, μάγκα μου.
Ιωάννα Γεωργακοπούλου
Σωτηρία Μπέλλου
Μαρίκα Νίνου
Παρακμή και Αναβίωση του ρεμπέτικου
Οι περισσότεροι μελετητές του ρεμπέτικου, όπως ο Μάνος Χατζηδάκις, πιστεύουν ότι το γνήσιο ρεμπέτικο πεθαίνει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας το “50. Την περίοδο αυτή σταματούν και οι ηχογραφήσεις των ρεμπέτικων τραγουδιών στις δισκογραφικές εταιρίες. Και αυτό γιατί το ρεπερτόριο γίνεται στερεότυπο, φτωχαίνουν οι μουσικές φόρμες, ο στίχος γίνεται απλοϊκός.
Μανώλης Χιώτης
Παρήγορο είναι το γεγονός ότι στη δεκαετία του ’60 αρχίζει η εποχή της πρώτης αναβίωσης του ρεμπέτικου. Τη θέση του ρεμπέτικου παίρνει τώρα το αρχοντορεμπέτικο, μια νόθα μορφή ρεμπέτικου, που έγινε ευρέως αποδεκτή. Τότε επανηχογραφούνται παλαιότερες επιτυχίες και γίνονται νέες ηχογραφήσεις. Αρχοντορεμπέτικα έγραψε και ο Μανώλης Χιώτης ενώ ο Μιχάλης Σουγιούλ έγραψε Το τραμ το τελευταίο (1946) με τον Γιώργο Γούναρη σε πρώτη εκτέλεση. Κάποιοι είπαν ότι το αρχοντορεμπέτικο πεθαίνει με το θάνατο του Σουγιούλ. Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι από το ρεμπέτικο προήλθε το καινούργιο ελληνικό τραγούδι, το αποκαλούμενο σαν έντεχνο.
Τελειώνοντας το σύντομο αφιέρωμά μας στην ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού θα θέλαμε να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στους παρακάτω αντιπροσωπευτικούς για το ρεμπέτικο τραγούδι αισιόδοξους στίχους του Απόστολου Καλδάρα, που παραπέμπουν σε μία ευτυχισμένη ζωή:
Εβίβα, ρεμπέτες, εβίβα παιδιά
μες στη ρεμπέτικη τούτη βραδιά
παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά
λίγα χρόνια και καλά!