Λαϊκές διηγήσεις από τη Σωσάνδρα

Της Κατερίνας Παρτσανάκη, μαθήτριας του Β2

σωσανδραΠαλιότερα το χωριό μου, η Σωσάνδρα, βρισκόταν στα Πλατανάκια και λεγόταν Πρεμπόντιστα. Είχε ξεσπάσει όμως μια επιδημία που θανάτωσε μόνο τους άνδρες και τα μικρά αγόρια. Τότε είδαν στον ύπνο τους έναν άγιο και τους είπε πως έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν κάπου αλλού. Έτσι πήραν τα λίγα υπάρχοντά τους, αφού έπιασαν κλαδιά από πλατάνια τα κουνούσαν και φώναζαν “σώσε άνδρα’’ και από αυτό πήρε το χωριό μου τη σημερινή ονομασία του.

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στο χωριό, η Μπέλα Μάρω με τους γονείς της. Εκεί έμενε και η Άννα μόνη της.  Ήταν ορφανή. Ο πατέρας της Μπέλα Μάρω την πήρε στο σπίτι τους να ζήσει μαζί τους. Η Άννα κάθε μέρα γινόταν καλύτερη στα μαθήματα και στις δουλειές του σπιτιού. Γι’ αυτό η Μπέλα  Μάρω την ζήλευε πολύ. Όταν κάποια στιγμή τελείωσε το αλεύρι και δεν είχαν να ζυμώσουν ψωμί, η μητριά έστειλε βράδυ την Άννα στο μύλο για να αλέσει αλεύρι. Η Άννα φοβόταν, δεν ήθελε να πάει, όμως τι να κάνει; Πήρε το γάιδαρο, τον πετεινό και τη γάτα μαζί της για να της κάνουν παρέα. Όταν έφτασε στο μύλο άναψε φωτιά να ζεσταθεί και έψησε πίτες να φάει. Τότε της λένε τα ζωάκια θα μας δώσεις και σε μας να φάμε λίγο; Μα και βέβαια είπε η Άννα. Όμως όταν νύχτωσε για τα καλά να σου και ο δράκος στην πόρτα. Βαράει μια, βαράει δυο, άνοιξε μου Άννα της λέει. Τότε η Άννα λέει στα ζωάκια: Αχ! Τώρα τι θα κάνω; Τότε της λέει ο πετεινός, στείλε τον να σου φέρει ένα κοπάδι πρόβατα. Τότε του λέει η Άννα: φέρε μου πρώτα ένα κοπάδι πρόβατα και μετά θα σου ανοίξω. Πάει ο δράκος και τα φέρνει. Τώρα άνοιξε της λέει. Αχ! Γάτα μου τι να του πω; Πες να φέρει δέκα τενεκέδες λίρες. Το λέει η Άννα. Ώσπου να φέρει τις λίρες ο δράκος είχε αρχίσει να ξημερώνει και λάλησε ο πετεινός, φοβήθηκε ο δράκος και έφυγε. Γύρισε η Άννα στο σπίτι της με το αλεύρι, τα πρόβατα και τις λίρες. Η μητέρα της Μπέλα Μάρω μόλις τα είδε όλα αυτά λέει: γιατί να μην φέρει και η κόρη μου τόσα πρόβατα και τόσες λίρες. Φορτώνει το γάιδαρο με τσουβάλια, σιτάρι και στέλνει στον μύλο τη Μπέλα Μάρω. Όμως αυτή όταν κάθισε να φάει δεν έδωσε φαί στα ζωάκια και όταν νύχτωσε πάει ο δράκος και χτυπά την πόρτα. Μπέλα Μάρω άνοιξε. Αχ! ζωάκια τώρα τι θα κάνω; Αφού δεν μας έδωσες φαί, τώρα εμείς δεν σε βοηθάμε και δίνει μια στην πόρτα ο δράκος και τη σπάει και τρώει τη Μπέλα Μάρω. Το πρωί είδαν οι γονείς της ότι αργεί και πήγαν στο μύλο να την ψάξουν. Αλλά δεν τη βρήκαν πουθενά.

Από τότε λένε ότι η σκιά της Μπέλα Μάρω περιπλανιέται στον παλιό μύλο. Οι παραδόσεις αυτές στηρίζονται σε αφήγηση της γιαγιάς μου, που είναι κάτοικος της Σωσάνδρας.

αλευρόμυλος

Σχολιάστε

Top