Οι παροιμίες και η προέλευσή τους!

Της Κατερίνας Παρτσανάκη, μαθήτριας του Β2′

«Άχθος αρούρης»

Achilles

  Έτσι ονομάζει στην Ιλιάδα (Σ 104) ο Αχιλλέας τον εαυτό του, αφού έχασε εμπρός στην Τροία τον αγαπημένο του φίλο Πάτροκλο. Λέει στη μητέρα του τη Θέτιδα  «Τι αξίζει πια η ζωή για μένα; Κάθομαι άνεργος κοντά στα καράβια, της γης σαβούρα ανώφελη, άχθος αρούρης», δηλαδή, βάρος της γης. Τη φράση αυτή τη μεταχειριζόμαστε σε ανάλογες περιπτώσεις.

 

«Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει»

2-1258455882

   Ανάμεσα στα παλικάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις:  Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα. Πολλοί καπεταναίοι μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον δανείσει. Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στην σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα.

Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χατζάρι του, βγήκε από την σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ’ ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! Απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.

 

«Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας»

pic-0-norm

  Φράση που μας την έκανε γνωστή και από τότε έμεινε, ο Γέρος του Μοριά Θ. Κολοκοτρώνης. Λεγόταν κυρίως στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους ν’ αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι όταν έβλεπαν κανέναν παπά να θέλει να μην τηρήσει τη σειρά, του λέγανε αυτή τη φράση.

 

«Αυτός χρωστάει της Μιχαλούς»

1841-nafpio

  Στα χρόνια του Όθωνα, βρισκόταν σε κάποιο σοκάκι στο Ναύπλιο η ταβέρνα της Μιχαλούς. Παραδόπιστη και εκμεταλλεύτρια, από τον καιρό που πέθανε ο άντρας της, είχε μια περιορισμένη πελατεία, που της έκανε πίστωση για ένα χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του οποίου έπρεπε να εξοφληθεί ο λογαριασμός. Αλίμονο σε κείνον που δε θα ήταν συνεπής. Η Μιχαλού κυριολεκτικά τον ξευτέλιζε.

 

«Αφήνω γεια στις όμορφες»

maxresdefault

  Είναι από τους στίχους ενός δημοτικού μας τραγουδιού που λέει: «Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες, τι εγώ πάω στα Γιάννενα, στου μπέη τα σεράγια». Ο Αλή πασάς είχε δυο γιους, το Μουχτάρ, που ήταν ο μεγαλύτερος και το Βελή, ο οποίος είχε βρει έναν έξυπνο τρόπο να στρατολογεί τους στρατιώτες του χωρίς να πληρώνει μισθό. Αν ένας χριστιανός είχε περιουσία και δυο…τρεις γιους, ο Βελής του παράγγελνε: ή θα πάρω την περιούσια ή θα μου δώσεις τον έναν από τους γιους σου στ’ ασκέρι μου, τον πιο γερό. Έτσι πολλοί δικοί μας αναγκάζονται να γίνουν στρατιώτες του Βελή μπέη, που στην πραγματικότητα ήταν και όμηροι. Φεύγοντας από τα χωριά τους, με σπαραγμό άφηναν τις αγαπημένες τους. Το σπαραγμό αυτό μας περιγράφει το δημοτικό τραγούδι «αφήνω γεια».

 

«Ας πάει και το παλιάμπελο»

attrice-grecajpg

  Βρισκόμαστε στο έτος 1840-41 στο θέατρο Μπούκουα. Ήταν μετά από τον Καραγκιόζη, το πρώτο θέατρο που χτίστηκε στην Αθήνα την εποχή του βασιλιά Όθωνα. Σήμερα στη θέση του θεάτρου βρίσκεται η Βιοτεχνική Σχολή Αθηνών. Πίσω δηλαδή από το Δημαρχείο. Την εποχή λοιπόν εκείνη, όπως αναφέρει και ο Γιάννης Βλαχογιάννης στην ιστορική του ανθολογία, είχε λίγες μέρες που εμφανιζόταν μία περίφημη Ιταλίδα «αοιδός» η Ρίτα Μπάσο, η οποία κυριολεκτικά ξετρέλαινε τους Αθηναίους κι έγινε αιτία πολλών επεισοδίων και στα ανώτατα τότε στρώματα της κοινωνίας ακόμη. Κατά την ώρα λοιπόν, μιας παράστασης ακούστηκε από ένα θεατή η φράση: «Για σένα κυρά μου…ας πάει και το παλιάμπελο». Ήταν μια αναφώνηση ενός απλοϊκού κτηματία της Αττικής που από τις τελευταίες σειρές εκδήλωνε τον ενθουσιασμό του, θυσιάζοντας για χάρη της ωραίας ξένης πριμαντόνας ένα όχι και τόσο νόμιμο αμπέλι της περιουσίας του, παράλληλα με τις ευγενικές προσφορές των αριστοκρατών θεατών της πρώτης σειράς που ήταν λουλούδια στην παράσταση και κοσμήματα πανάκριβα μετά από αυτήν. Η φράση όμως: « Ας πάει και το παλιάμπελο», αφού έφερε τότε το γύρο της μικρής Αθήνας, αποθανατίστηκε ως σήμερα.

 

 

Σχολιάστε

Top