Από τις Άννα Μητσάνη και Κωνσταντίνα Τάτου, μαθήτριες της Γ” τάξης
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στο χωριό Βάστα το 1950. Σε ηλικία 7 ετών μετακομίζει στην Αθήνα και η εφηβεία του σημαδεύεται από τα μουσικά και κοινωνικά ρεύματα της δεκαετίας του ’60.
Τα Σταυρόλεξα, το συγκρότημα που δημιουργεί σε ηλικία 15 ετών είναι γεγονός και η πρώτη συναυλία της ζωής του στέφεται με απόλυτη επιτυχία.
Το 1973 μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας πηγαίνει στο Μονακό και το καλοκαίρι του 1974 κάνει την πρώτη του σημαντική γνωριμία συναντώντας στο Παρίσι τον Μίκη Θεοδωράκη. Την ίδια χρονιά επιστρέφει στην Ελλάδα, τραγουδάει σε μπουάτ και συμμετέχει στην ηχογράφηση του δίσκου του Μάνου Λοΐζου «Τα τραγούδια του δρόμου».
Ένα χρόνο μετά γνωρίζει τον Θάνο Μικρούτσικο σε μια διαδήλωση για την Κύπρο στην πλατεία Κοτζιά. Από τότε άρχισε μια μεγάλη φιλία που επέφερε ανεπανάληπτες μουσικές στιγμές, δισκογραφικά και συναυλιακά.
Το 1976 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Θεοδωράκη στο δίσκο «Της εξορίας» και 2 χρόνια μετά ο συνθέτης τον επέλεξε για την παγκόσμια περιοδεία του.
Το 1978 κυκλοφορεί τον πρώτο του προσωπικό δίσκο , ενώ 4 χρόνια μετά ακολουθεί ο δεύτερος, μέσα από τον οποίο προέκυψαν μεγάλες επιτυχίες όπως ο «Κουρσάρος», η «Στέλλα» και το ομώνυμο «Φοβάμαι».
Ο χορός των επιτυχιών συνεχίζεται με την γνωριμία του με τον Νικόλα Άσιμο, που επηρεάζει την προσωπικότητα του.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εδραιώνεται ως ένας κατ’ εξοχήν συναυλιακός καλλιτέχνης και στην πρώτη του προσωπική συναυλία συγκεντρώνει 16.000 θεατές.
Το 1994 παντρεύεται την Ελένη Ράντου και 2 χρόνια μετά γεννιέται η κόρη τους Νικολέτα.
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου συμπληρώνοντας πάνω από 25 χρόνια στη δισκογραφία και 34 χρόνια παρουσίας στο τραγούδι έχει αποκτήσει σίγουρα το σημάδι του μεγάλου ερμηνευτή. Κι όσο και αν περνάν τα χρόνια αντέχει στο χρόνο και συνεχίζει ακάθεκτος το ταξίδι του στη μουσική.
Δύο από τα γνωστότερα τραγούδια του είναι τα εξής:
Πόσο μου λείπεις
Έχω τόσα βράδια να σε δω
και περιμένω
μέσα μου ένα άλογο τυφλό
αγριεμένο
μη καπνίζεις τόσο, σ’ αγαπώ
και να προσέχεις
μη σε πάρει σύννεφο λευκό
και να μη τρέχεις.
Πόσο μου λείπεις, πόσο μου λείπεις…
Ένα τηλεφώνημα προχτές
μη μου αλλάζεις
πάγωσε στα χείλια ο καφές
μη με ξεχάσεις
μια φωτογραφία δυο διπλά
και στην υγειά σου
δυο τσιγάρα όπως μια φορά
κι όλα δικά σου.
Πέρασαν δυο μήνες σε ζητώ
και με πονάω
κόλλησαν οι δείχτες στο κενό
και πού να πάω
Χαιρετίσματα
Εγώ δε θέλω στη ζωή να κυβερνήσω
θέλω να μείνω οπαδός φανατικός
αυτών που πάντοτε την τρώνε από πίσω
και στο μηδέν ξαναγυρνάνε διαρκώς
Χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία
εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι
παίρνω την κιθάρα μου και τραγουδάω
σας αγαπάω μα δεν παντρεύομαι
Εγώ δε θέλω να με κάνετε σατράπη
ούτε συνένοχο σε κόλπα ομαδικά
απ’ το ραδιόφωνο σας στέλνω με αγάπη
τα τραγουδάκια μου και δυο γλυκά φιλιά
Χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία
εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι
παίρνω την κιθάρα μου και τραγουδάω
σας αγαπάω μα δεν παντρεύομαι
Εγώ δε θέλω τον αρμόδιο να παίξω
να αποφασίζω κεκλεισμένων των θυρών
είμαι απ’ αυτούς που πάντα μένουνε απ’ έξω
γιατί δεν έχω ούτε γραβάτα ούτε παπιγιόν
Χαιρετίσματα λοιπόν στην εξουσία
εγώ κρατάω την ουσία κι ονειρεύομαι
παίρνω την κιθάρα μου και τραγουδάω
σας αγαπάω μα δεν παντρεύομαι